24/12/21

Η γοητεία του μινιμαλισμού

Λήδα Κοντογιαννοπούλου, Στο σπίτι του Γιώργου Σεφέρη: Νυχτερινό εσωτερικό με δύο πόρτες, 2017, λάδι σε καμβά, 70 x 100 εκ., ευγενική παραχώρηση της Γκαλερί Citronne

Του Θεόδωρου Βάσση*

ΜΑΡΙΓΩ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ, Νυχθημερόν, εκδόσεις Πόλις, σελ. 66

Η νέα ποιητική συγκομιδή της Μαριγώς Αλεξοπούλου μετρά 41 μικρής έκτασης ποιήματα, κατανεμημένα σε τέσσερις ενότητες (Α. Του αδερφού, Β. Τα παιδικά-μητρικά, Γ. Ναυτικοί όροι, Δ. Αγάντα). Η σειρά των θεματικών ενοτήτων φαίνεται να έχει επιλεχθεί και με γνώμονα το χρόνο γραφής των ποιημάτων: από τα παλαιότερα στα νεότερα.
Η λυρική ποίηση της Μαριγώς Αλεξοπούλου είναι χαμηλών τόνων, συγκρατημένα συγκινησιακή και στοχαστική. Εκκινεί από μία (βιωματική) εντύπωση (από μια εικόνα ή μια ανάμνηση ή ένα στοχασμό) και ξετυλίγεται ολιγόστιχα, μ’ έναν τρόπο λιτό, άμεσο. Ο εξομολογητικός και διαλογικός τόνος (μείξη α΄ και β΄ ενικού προσώπου) ζεσταίνει την ποιητική ατμόσφαιρα κι εντάσσει τον αναγνώστη σ’ ένα οικείο περιβάλλον, όπως όταν πίνει κανείς ένα ζεστό καφέ, ένα χειμωνιάτικο πρωινό, μ’ αγαπημένο του πρόσωπο και συζητάει απλά, τρυφερά και ουσιαστικά. Μια γνήσια ευαισθησία (όχι μόνο συναισθηματική μα και διανοητική), μια λεπτεπίλεπτη καλλιτεχνική αύρα τυλίγει τον αναγνώστη στο διάβασμα των ποιημάτων της. Πουθενά δε συναντάμε το ελάττωμα της υπερβολής (είτε στο συναίσθημα είτε στον «εγκεφαλισμό» είτε στη λεξιθηρία και, γενικότερα, στην εντυπωσιοθηρία): όλα καλοζυγισμένα, μετρημένα. Έχει κανείς την εντύπωση ότι στη βιοθεώρηση της ποιήτριας δεσπόζει το «μηδέν άγαν».
Ένα βασικό γνώρισμα της ποιητικής της είναι το ανεπαίσθητο «γλίστρημα» από την (κατά)δήλωση στη συν(υπο)δήλωση, από την κυριολεξία στη μεταφορά:

Όταν βγεις από εκεί
άραγε το πρόσωπό σου θα είναι το ίδιο;
Πώς είναι όταν γυρίζεις
από την ξενιτιά,
τον πόλεμο,
την εξορία;
(Καραντίνα)

Ένα άλλο είναι ότι το «λυρικό Εγώ» δεν ταυτίζεται πάντα μ’ αυτό της ποιήτριας. Για παράδειγμα, στο ποίημα Lego Ninjago το «ποιητικό Εγώ» είναι ένα παιδί:

Αγαπώ τα Lego Ninjago:
τον μπλε,
τον πράσινο
και τον άσπρο.

Μόλις βγω για ποδήλατο
βρίσκω φίδια,
δικαιολογίες,
σκουπίδια και ξεραμένα φύλλα.
[…]

Αξίζει, μάλιστα, να επισημανθεί η διάπλεξη των ποιητικών φωνών (από τη μια της παιδικής, από την άλλη της ώριμης, που ανήκει στην ποιήτρια) σε κάποια ποιήματα της συλλογής, όπως στο Τα ρολόγια και στο Ο πατέρας έφυγε. Η έξυπνη χρήση αυτής της τεχνικής τα αναδεικνύει αισθητικά. Έτσι, στο ποίημα Τα ρολόγια η αλληλεπίδραση της παιδικής σκέψης /«εκφώνησης» και της ώριμης δημιουργεί ένα αμάλγαμα παιχνιδίζουσας (παιδικής) αθωότητας και μελαγχολικής (ώριμης) στοχαστικότητας, το οποίο -με τη συνδρομή και μιας «ελαφράς» ομοιοκαταληξίας -παράγει μια ατμόσφαιρα παρωδιακή (ας θυμηθούμε εδώ την παρωδιακή υφοποίηση του Μιχαήλ Μπαχτίν).
Από την άλλη, η διακριτική χρήση της ευρηματικής εικονοπλασίας, η οποία συμβάλλει στην αναζωογόνηση της αίσθησής μας για τα πράγματα, δικαιώνει αισθητικά το λόγο:

α΄. Μια μέρα που δεν ξημερώνει [=ο θάνατος]
παραμένει πάντα το αίνιγμα
για τις ώρες που χάθηκαν.

Αυτή είναι η ζωή του ποιητή,
[…]
(Η δουλειά του ποιητή)

β΄. καθώς η νύχτα αναχωρεί [=η νύχτα φεύγει, άρα: ξημερώνει]
και το βαπόρι σφυρίζει
δίχως επιστροφή [=ναυάγιο]
[…]
(Άνθρωπος στη θάλασσα)

Μια μικρή ανάλυση /εξήγηση εδώ: το ποιητικό υποκείμενο αποφεύγει το (κοινώς) αναμενόμενο «το βαπόρι αναχωρεί», επιφυλάσσοντας σ’ αυτό το ρήμα «σφυρίζει» (το βαπόρι σφυρίζει). Αντίθετα, το ρήμα «αναχωρεί» το θέτει δίπλα στη «νύχτα» (η νύχτα αναχωρεί): αυτό το οξύμωρο (όχι «το βαπόρι αναχωρεί», αλλά η νύχτα αναχωρεί και το βαπόρι σφυρίζει) αφενός αφυπνίζει το μυαλό μας, αφετέρου προσδίδει μια δυναμική στο στίχο καθώς η νύχτα αναχωρεί, η οποία δεν θα υπήρχε, εάν είχε επιλεχθεί ένα άλλο (κοινότοπο) ρήμα (π.χ. το «φεύγει»: «η νύχτα φεύγει»).
Αυτό το «αναπαρθένεμα» του λόγου (και της σκέψης) μέσω της πρωτότυπης (μεταφορικής) εικόνας είναι ιδιαιτέρως επιτυχές στο ποίημα Το ψάρι, στο οποίο παρομοιάζονται η κίνηση του «λυρικού Εμείς /Εγώ» -κατά τη διάρκεια του (νυχτερινού) ύπνου -με το ψάρι που κολυμπά και ο βυθός του ονείρου με το βυθό της θάλασσας:

Ανάλαφρα κολυμπάμε
στα ιδρωμένα σεντόνια∙
Πώς πιαστήκαμε έτσι
στα δίχτυα της νύχτας
και στα παιχνίδια του βυθού;

Οφείλουμε, επίσης, να σημειώσουμε τη σεβαστική αγάπη της ποιήτριας για σημαντικές (θανούσες) προσωπικότητες της λογοτεχνίας /ποίησης ή του Αγώνα του ̓ 21 (όπως η Μαντώ Μαυρογένους). Η Μαριγώ Αλεξοπούλου εμπνέεται από το βίο και το έργο τους και πετυχαίνει, μέσα από τη «συνομιλία» μαζί τους, ν’ αναδείξει τη δική της ποιητική ιδέα. Ειρήσθω εν παρόδω: ο τρόπος αφιέρωσης -σαν να βρίσκονται αυτά τα πρόσωπα στη ζωή -μας φέρνει στο νου το Χαϊκού του Γιώργη Παυλόπουλου:

Όλοι χωράμε
οι ζωντανοί κι οι νεκροί
σ’ ένα ποίημα.

Η μοναξιά, η σιωπή, η εσωτερική ζωή ως περιβάλλοντα γέννησης του καλλιτεχνικού έργου /ποιήματος επανέρχονται ως leit-motiv σε διάφορα ποιήματα. Κάποια παραδείγματα:

[…] όλοι ξαποσταίνουν στη συντροφιά σου:
σ’ εσένα, μικρή και μεγάλη
αφήγηση της σιωπής.
(Στίγμα)

[…] Η τέχνη της σιωπής
απαιτεί κι αυτή τις μυθοπλασίες.
(Χαμένα καράβια ή το λευκό σου πουκαμισάκι)

[…] Λέξεις που βρέθηκαν εγκλωβισμένες,
σταθεροί θαμώνες των περίκλειστων δωματίων,
υποτάσσονται τελικά στο χαρτί
και βγάζουν μια κραυγή.
(Ημερολόγιο καταστρώματος)

Να σπάει πέτρες
το καταμεσήμερο.
Τι μοναξιά
εντέλει,
αλλά πόσο δροσερή
στον ίσκιο
της καυτής ημέρας
αυτή η ησυχία.
[…]
(Η δουλειά του ποιητή)

Καθώς ανασηκώνεις τα μαλλιά σου
[…]
σου γράφω, αγαπημένη μου Μαντώ.
[…]
την ευχή σου χρειάζομαι
για τον αγώνα,
που είναι αγώνας στ’ αλήθεια μοναχικός.
(Ραντεβού στη Μαντώ)

Στον χρόνο πάντα έβλεπα
τα εσωτερικά ταξίδια, […]
(Ξενοδοχείο λέξεων)

Άλλο ένα θεματικό στοιχείο άξιο προσοχής είναι η εσώτερη /συμβολική σύνδεση της ποιήτριας με σημαντικές γυναίκες του τόπου καταγωγής της (Μύκονος), όπως η Μαντώ Μαυρογένους και η Μέλπω Αξιώτη, αλλά όχι μόνο (Έμιλυ Ντίκινσον), επί τη βάσει της ενδιάθετης επαναστατικότητάς τους και, συνάμα, του παραγκωνισμού τους από την «επίσημη» (ανδροκρατούμενη) κοινωνία:

[…] Η Μαντώ στέλνει επιστολές
στις κυρίες της εποχής,
διαμελίζει την περιουσία του πατέρα της,
χαρίζεται κι εισπράττει την αχαριστία.
(Μαντώ, Μαγδαληνή, Μανταλένα)

Επαναστάτρια μέσα σου,
στον κήπο εντός σου,
ανυπομονείς για τα σκοτάδια σου,
τον εγκλεισμό σου.
Emily, Emily,
στα λευκά ντυμένη.
(Emily, Emily)

Επίσης, εύστοχη είναι και η ποιητική μετάπλαση της ιδέας ότι η (αυθεντική) πατρίδα (μας) είναι η γλώσσα:

είδα την οικογένειά μου να ριζώνει βαθιά
μες στις λέξεις.
(Όνειρο)

Λέξεις […]
Ένοικοι, μόνιμοι κάτοικοι
στην άλλη πατρίδα.
(Ημερολόγιο καταστρώματος)

Το μοτίβο του λευκού -άσπρου χρώματος, του καθαρού -ως απόρροια, όμως, των δυσκολιών, της (συνεχούς) αναμέτρησης με το μαύρο-, το οποίο φέρει εντός του τη διαύγεια της αγνότητας (της δημιουργίας /της ελπίδας), διατρέχει την ποιητική συλλογή:

[…] ανυπομονείς για τα σκοτάδια σου,
τον εγκλεισμό σου.
Emily, Emily,
στα λευκά ντυμένη.
(Emily, Emily)

[…] Ξύπνησα κι όλα ήταν λευκά με τη ζωντάνια
του άσπρου, του καθαρού.
(Όνειρο)

[…] Πότε ήρθες τελευταία φορά
στον ύπνο μου
να μου αδειάσεις μια θάλασσα,
έναν ουρανό,
κάτι από λευκό τοπίο.
[…]
(Χαμένα καράβια ή το λευκό σου πουκαμισάκι)

Κλείνοντας, η Μαριγώ Αλεξοπούλου έχει την ικανότητα να αποστάζει από το επικαιρικό (βλ., λόγου χάρη, τα ποιήματά της με αφορμή την πανδημία του κορωνοϊού) το διαχρονικό, από το (μορφικά) μικρό το (σημασιακά) καίριο, καταπώς το λέει ο Ελύτης: αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας.

Υ.Γ. Η παρουσίαση (22.10.2021) της ποιητικής συλλογής ήταν αφιερωμένη -από την ποιήτρια- στον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου.

*Ο Θεόδωρος Βάσσης είναι φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια: