14/11/21

«Κόμματα έχω αλλάξει. Την ομάδα που λατρεύω ποτέ»

Αφιέρωμα
Μίκης Θεοδωράκης: ελληνικότητα και λαϊκότητα στο έργο και τη διαδρομή του

Του Βασίλη Καρδάση*

Με πολλές αφορμές και σε διάφορες χρονικές στιγμές ο Μίκης Θεοδωράκης είχε αναφερθεί στη σχέση του με το ποδόσφαιρο. Πρωτόπαιξε μπάλα, έλεγε, στο Αργοστόλι με τους άλλους συμμαθητές του στα 1935. Δεν νομίζω να έχει υπάρξει μαθητής σχολείου που είτε στο προαύλιο, είτε στις αλάνες της γειτονιάς, να μην έχει κλωτσήσει μια μπάλα. Να μην έχει λατρέψει αυτό το υπέροχο σπορ που έφεραν στον κόσμο οι άγγλοι μαθητές στα κολέγια και οι εργάτες στις βιομηχανικές πόλεις.
Έγινε ολυμπιακός, έλεγε, όταν δεκαετής αγόρασε με το χαρτζιλίκι του μια εφημερίδα, που είχε πρωτοσέλιδα μια φωτογραφία του Ολυμπιακού. Τι πιο φυσικό, αναρωτιέται κανείς, αφού ήταν η εποχή που η πειραϊκή ομάδα έκτιζε την παντοδυναμία της στο ελληνικό ποδόσφαιρο, με νίκες και πρωταθλήματα σε βάρος άξιων και ισοδύναμων αντιπάλων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Στα 1935 κυκλοφορούσε ήδη αθλητική εφημερίδα, η Αθλητική Φωνή, εκδιδόμενη τρεις φορές τη βδομάδα. Θα αντίκρισε πιθανά μια φωτογραφία που θα είχε τους Λεωνίδα Ανδριανόπουλο, τον Βάζο, τον Ράγκο, τον Συμεωνίδη, τον Κουράντη, σπουδαίους παίκτες αυτής της περιόδου.
Ήταν η εποχή που ξεφύτρωναν οι πολλοί Ολυμπιακοί, ομάδες που οικειοποιούνταν το όνομα στις ελληνικές επαρχιακές πόλεις και τα χωριά, θέλοντας με έναν τρόπο να δανειστούν αίγλη από τον πειραιώτικο Ολυμπιακό. Έναν τέτοιο Ολυμπιακό, έλεγε, ότι έφτιαξαν ο Μίκης και οι συμμαθητές του στο Αργοστόλι. Να ήταν άραγε, αυτός ο Ολυμπιακός Αργοστολίου, που επιστολές του έχουν καταχωριστεί στο αρχείο του Ολυμπιακού στα μεταπολεμικά χρόνια; Πιθανά.
Αγάπησε το ποδόσφαιρο, έλεγε σε συνεντεύξεις του. Όπως το έχουν αγαπήσει εκατομμύρια νέοι όλου του κόσμου. Και πώς να μείνει ασυγκίνητος ένας νεαρός αριστερός καλλιτέχνης; «Ήταν η κόκκινη φανέλα και έγινα ολυμπιακός τότε», μαρτύρησε αργότερα. Ο Παζολίνι ήταν λάτρης της Μπολόνια, ο Καμί έπαιζε τερματοφύλακας, ο Αναγνωστάκης βρισκόταν συχνά στις κερκίδες των γηπέδων της Θεσσαλονίκης, ο Νάσος Βαγενάς υπήρξε ποδοσφαιριστής του Εθνικού Πειραιώς, και πόσοι άλλοι.
Μαγεύτηκε με το ποδόσφαιρο και αποθέωσε τον φίλαθλο. «Η ομάδα του είναι ιδανικό, είναι όραμα, είναι η πίστη του», ομολόγησε σε μια συνέντευξη. Ακριβώς. Ένας κόσμος αμέτρητος, αγωνιστής στα γήπεδα και στη βιοπάλη, διαδηλωτής στα συλλαλητήρια για το μεροκάματο, εργάτης και ποιητής, υπάλληλος και καλλιτέχνης, απαίδευτος και διανοούμενος, δίπλα-δίπλα στις κερκίδες, εκεί όπου δεν υφίστανται ταξικοί και διαστρωματικοί διαχωρισμοί, όλοι ίσοι στο πολύβουο παιχνίδι, ισότιμοι στα αισθήματα.
Έτσι είναι. Είτε φανταστείς τους λονδρέζους προλετάριους του Χόρνμπι που συνωθούνται στις μπυραρίες για να πορευτούν όλοι μαζί στο γήπεδο, είτε τους λατινοαμερικάνους που υποκαθιστούν τα θρησκευτικά σύμβολα στους τοίχους των φτωχόσπιτων με τις εικόνες των λατρεμένων ποδοσφαιριστών, είτε τους περήφανους μακρονησιώτες κρατούμενους που παίζουν μπάλα κάτω από τον δυνατό αέρα ως συστατικό της άρνησης να υπογράψουν μια τιποτένια δήλωση, είτε τους πολιτικούς κρατούμενους της χούντας που μετέτρεπαν σε γήπεδο το προαύλιο της φυλακής, ίδια είναι τα αισθήματα. Αυτά είναι που πρόσφεραν τη σπάνια συγκίνηση που πρόβαλε ο Μίκης.
Το ποδόσφαιρο που έπαιζε η Βραζιλία του Πελέ ήταν τέχνη, έγραψε ο Έρικ Χομπσμπάουμ. Για τον Παζολίνι το ποδόσφαιρο ήταν η πιο αγνή, η πιο σταθερή, η πιο αυθόρμητη παρηγοριά. Στον Θεοδωράκη το ποδόσφαιρο του προκαλούσε μια σπάνια συγκίνηση και ευτυχία. Ο Αναγνωστάκης υποστήριζε τις πιο αδύνατες ομάδες, γιατί πάντα ήταν με τους αδύνατους του κόσμου. Κι ο Γκαλεάνο ύμνησε την Κυριακή, την ημέρα του αγώνα δηλαδή, όπως ήταν κάποτε κατ’ αποκλειστικότητα, «η παντοδυναμία της Κυριακής ξορκίζει την υποταγμένη ζωή της υπόλοιπης βδομάδας». Για να κορυφωθεί η ουσία του ποδοσφαίρου στον λόγο του Μονταλμπάν: «Το ποδόσφαιρο μεταμορφώνεται σε μια λαϊκή θρησκεία, με ένα δικό της τελετουργικό, τα δικά της σύμβολα, τις δικές της εκκλησίες, τις δικές της αιρέσεις».
Από δημοσιευμένες πηγές γνωρίζουμε ότι ο Μίκης συνέβαλε ουσιαστικά στον ερχομό του ούγγρου προπονητή Μάρτον Μπούκοβι στον Ολυμπιακό το 1965. Ήταν σπουδαίος ο Μπούκοβι, από τους προπονητές που άφησαν τη σφραγίδα τους στα συστήματα και την τακτική του ποδοσφαίρου. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση ο ερχομός, δεδομένου ότι υπήρχε το προηγούμενο της αυτομόλησης στη Δύση των φημισμένων ποδοσφαιριστών της εθνικής Ουγγαρίας και της Χόνβεντ (Πούσκας, Κότσιτς, Τσίμπορ) το 1956. Και γενικότερα ήταν απίθανη τότε η έγκριση της μετακίνησης αθλητών του ανατολικού μπλοκ σε ομάδες της Δύσης. Ο Θεοδωράκης, βουλευτής της ΕΔΑ και πρόεδρος της Νεολαίας Λαμπράκη, αλλά κυρίως αναγνωρισμένος διεθνώς ως στρατευμένος καλλιτέχνης της Αριστεράς, ενημερωμένος για την πρόθεση του Ολυμπιακού να φέρει στην Ελλάδα τον ούγγρο προπονητή. Παρενέβη μέσω της πρεσβείας στην ουγγρική κυβέρνηση, και μετά από πολύμηνες συζητήσεις, συνέβαλε στην ιστορική μετακίνηση. Παρεμπιπτόντως, η υπόθεση Μπούκοβι είναι γνωστή. Δύο χρόνια στον Πειραιά, δύο πρωταθλήματα με τον Ολυμπιακό, για να έρθει η δικτατορία και να υποχρεώσει τη διορισμένη διοίκηση στην απομάκρυνσή του το 1967.
Και στον Εργοτέλη είχε συμπάθεια. Κι αυτό διότι άθελά του συνέβαλε σε μια απίστευτα βάναυση συμπεριφορά της δικτατορίας απέναντι στην κρητική ομάδα. Επειδή η Διοίκηση είχε παραχωρήσει το γήπεδο για δύο συναυλίες του Θεοδωράκη το 1966, η χούντα αποφάσισε αυθαίρετα τον υποβιβασμό της ομάδας και την καθαίρεση των διοικούντων.
Ολυμπιακός έμεινε μέχρι τέλους. Κόμματα είχε αλλάξει πολλά, έλεγε, την ομάδα της καρδιάς του δεν την άλλαξε ποτέ. Όπως πάνω-κάτω κάνουν όλοι οι σοβαροί άνθρωποι.

Ο Βασίλης Καρδάσης είναι ιστορικός, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης

Άποψη της έκθεσης του Διονύση Σοτοβίκη Το σπίτι του Ροδάκη: Προς μια συναισθηματική δόμηση στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης «Αγγελική Χατζημιχάλη»

Δεν υπάρχουν σχόλια: