7/11/21

Η επιμέλεια του βλέμματος

Της Συραγώς Τσιάρα*

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: από το βιβλίο Η επιμέλεια του βλέμματος. Σύγχρονη τέχνη και επιμελητική πρακτική, που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις νήσος

Οι αλλαγές που παρατηρούνται στη σύγχρονη τέχνη την τελευταία δεκαετία, τη δεκαετία της κρίσης, με κυρίαρχες την ανάδειξη ανεξάρτητων εγχειρημάτων, παράλληλα με την έντονη δραστηριοποίηση ιδιωτικών πολι­τιστικών οργανισμών που κάνουν ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους στη δημόσια σφαίρα, δεν οφείλονται αποκλειστικά στην ελαχιστοποίηση των δημόσιων πόρων αλλά και στην επανεξέταση του κοινωνικού ρόλου της τέχνης. Καθώς η εγχώρια αγορά της τέχνης συρρικνώνεται στα όρια της εξαφάνισης, αναζητούνται εναλλακτικοί όροι νοηματοδότησης της καλλιτεχνικής πρακτικής, παρατηρείται μια τάση επιστροφής στα βασικά, εξοικονόμησης δυνάμεων, συγκρότησης δικτύων επικοινωνίας και αυτο-οργάνωσης, εξελίξεις που σχετίζονται με μια γενικότερη τάση επαναξιολόγησης προτεραιοτήτων και πρακτικών.
Το καινούργιο σήμερα ξαναγεννιέται μέσα από την επαναδιαπραγμάτευση των όρων εμπλοκής της τέχνης με την πόλη, την πολιτική και το δημόσιο, καθώς νέα πεδία συσχετισμών ανακύπτουν από καινοφανείς συμμετοχικές δράσεις στις οποίες δημιουργοί και αποδέκτες επαναπροσδιορίζουν ρόλους, όρια και πρακτικές σε κοινά εγχειρήματα επιχειρώντας να παρέμβουν με προθέσεις αποδόμησης ή συνδιαμόρφωσης στο νόημα και το περιεχόμενο της δημόσιας σφαίρας. Καθιερωμένα μουσεία και κέντρα σύγχρονης τέχνης, καθώς και εναλλακτικοί χώροι στην Ευρώπη και την Αμερική εντάσσουν στο πρόγραμμά τους εκθέσεις, συζητήσεις και προγράμματα εκπαίδευσης που εγείρουν ερωτήματα και προβληματισμούς γύρω από πολιτικά και κοινωνικά θέματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συλλεκτική πολιτική και το εκθεσιακό πρόγραμμα του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης τα χρόνια που το διηύθυνε η Άννα Καφέτση. Επιμελητές ανανεώνουν τις πρακτικές με τις οποίες σχεδιάζουν εκθέσεις και δημόσια προγράμματα ενσωματώνοντας τον αποδέκτη, το «κοινό» ή τα διαφορετικά «κοινά» στη στρατηγική τους με μεθόδους ανοιχτής απεύθυνσης, κοινωνικής πρακτικής και συμπερίληψης. Μεγάλης κλίμακας διεθνείς διοργανώσεις, όπως οι μπιενάλε και η Ντοκουμέντα, επιχειρούν μια γόνιμη διαπλοκή του τοπικού με το παγκόσμιο σύστημα παραγωγής και διακίνησης της τέχνης προτείνοντας κριτικά, παρεμβατικά αφηγήματα που περιστρέφονται γύρω από τη μετανάστευση, τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την οικονομική κρίση, την καθημερινή ζωή, τη διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας ή την επίδραση της τεχνολογίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην καθημερινή ζωή.
Πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη, η Λυών, η Αβάνα, το Βερολίνο, η Σαγκάη, η Σιγκαπούρη, το Σίδνεϋ, η Αθήνα και το Ντακάρ διοργανώνουν τις δικές τους Μπιενάλε επιχειρώντας να συγκροτήσουν εναλλακτικούς πόλους αφήγησης της σύγχρονης τέχνης και της ιστορίας των πόλεων που δεν αντιγράφουν τη «μαμά» Βενετία, αλλά επινοούν νέες φόρμες. Το παγκόσμιο φαινόμενο του πολλαπλασιασμού των Μπιενάλε επιδεικνύει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στο πέρασμα από τον 20ό στον 21ο αιώνα καθιστώντας το μοντέλο της περιοδικά επαναλαμβανόμενης διεθνούς έκθεσης ως το κυριότερο σχήμα κατανόησης και προβολής της σύγχρονης τέχνης. Αν και αντιμετωπίστηκε αρχικά ως ασθέ­νεια του συστήματος –«Μπιεναλίτιδα» ονομάστηκε–, απασχολεί πλέον σοβαρότερα τον κριτικό λόγο.
Αυτό που μάθαμε –αν μη τι άλλο– από τις αλλαγές που συμβαίνουν γύρω μας τα τελευταία χρόνια είναι το πόσο κομβικής σημασίας είναι η σύγχρονη τέχνη για την ενεργό συμμετοχή σε διεθνή δίκτυα και την ενίσχυση της πολιτισμικής ορατότητας, μια διαπίστωση που έχει οδηγήσει πολλές χώρες στο να επενδύσουν συστηματικά με ιδιωτικούς και δημόσιους πόρους στην υποστήριξη της παραγωγής, της προβολής και της κινητικότητας των εικαστικών καλλιτεχνών. Η άρση ή έστω ο εμπλουτισμός του κυρίαρχου μέχρι πρόσφατα δυτικοευρωπαϊκού και αμερικανικού αφηγήματος είναι ήδη μια ενδιαφέρουσα και αισιόδοξη εξέλιξη στην οποία συνέβαλε η μετααποικιακή κριτική. Το παράδειγμα της Ντοκουμέντα 14 είναι χαρακτηριστικό: η πολυφωνία –ακόμη και στις περιπτώσεις που προκύπτει ως στρατηγική πολιτικής ορθότητας– πολλαπλασιάζει τις θέσεις από τις οποίες αντιλαμβανόμαστε και συζητάμε για τη σύγχρονη τέχνη, χάρη στη δύναμή της να αρθρώνει εναλλακτικό και διεισδυτικό λόγο. Φτάνει να μην τρέφουμε αυταπάτες για τον ρόλο του κεφαλαίου και της ισχύος των ιδρυμάτων, των υπερεκθέσεων ή των επιμελητών που φιλόξενα υποδέχονται ή αναθέτουν στους καλλιτέχνες την αναπαράσταση του διαφορετικού. Τουλάχιστον ο Hal Foster μας προειδοποίησε έγκαιρα για τους κινδύνους της «εθνογραφικής» στροφής στο καλλιτεχνικό έργο επισημαίνοντας ζητήματα χρηματοδότησης, συσσώρευσης πολιτισμικού κεφαλαίου, οικειοποίησης της ταυτότητας και θεαματικοποίησης του «άλλου». Ακόμη και με τους περιορισμούς που θέτει η συγκρότηση του καλλιτεχνικού βλέμματος που παρατηρεί και καταγράφει ένα σύστημα χωρίς να έχει γεννηθεί εντός του, ακόμη κι αν επιβεβαιώνεται ο κίνδυνος που επισήμανε η Δημητρακάκη πως «στην παρούσα συγκυρία ακόμη και η κοινωνικά ευαισθητοποιημένη ή και στρατευμένη τέχνη αφομοιώνεται επίμονα από το θέαμα και τελικά αναμορφώνεται ως θέαμα», αυτό που μας έμαθε το Κάσελ, αλλά και η Αθήνα, 2017, παραμένει χρήσιμο και αποκαλυπτικό. Ο εναγκαλισμός του θεάματος από έργα όπως εκείνο της Marta Minujin δεν περνάει απαρατήρητος από τα μάτια του κριτικού θεατή. Είναι οι λιγότερο εκκωφαντικές και πιο ουσιαστικές καλλιτεχνικές θέσεις που θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια.

*Η Συραγώ Τσιάρα είναι ιστορικός τέχνης-επιμελήτρια, αν. διευθύντρια του ΜΟMus (Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης)

Χρήστος Μιχαηλίδης, Άτιτλο, 2021, ακρυλικά και ρητίνη σε αλουμίνιο, 60 x 40 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: