ΔΙΗΓΗΜΑ
Της Ευθυμίας Γιώσα
Παρασκευή, 29 Ιουλίου
Πριν από λίγη ώρα, αποφάσισα, εντελώς ξαφνικά, να κατέβω στο λιμάνι και να πάρω το πρώτο βαπόρι που θα έβρισκα μπροστά μου. Τις τελευταίες μέρες, όπως φαίνεται, έχω καταλήξει σε αρκετές, μάλλον αναπάντεχες, αποφάσεις. Χθες, λόγου χάρη, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είπα, δεν πάει άλλο, πρέπει επιτέλους να πλυθώ. Γέμισε το μπάνιο χώματα. Έτριψα με υπομονή κάθε σπιθαμή του σώματός μου – ακόμη κι ανάμεσα από τα δάχτυλα των ποδιών, όπως συνήθιζα να κάνω μικρός, δηλαδή στην αρχή του σύμπαντος. Έπειτα, μου φάνηκε πως χρειαζόμουν κούρεμα – έμοιαζα σαν ροκ σταρ, μόνο που μου έλειπε η κιθάρα και τ’ ακόρντα. Πήρα ένα ψαλίδι κι έκοψα μία τούφα, κι ύστερα ακόμη μία, κι άλλη μία. Κι αργότερα έκανα το ίδιο για τα γένια μου, ώσπου ξεκίνησα να ψάχνω στο συρτάρι μήπως βρω κάποια ξεχασμένη ξυριστική μηχανή. Και τη βρήκα, και τελειοποίησα το κούρεμα, και τρίμαρα τα γένια, και δεν πίστευα πόσο πολύ είχε αλλάξει η όψη μου.
Στην ντουλάπα υπήρχαν κάμποσα φρεσκοπλυμένα, άσπρα πουκάμισα. Τη μαύρη κάπα την είχα ήδη βάλει στο πλυντήριο –την έβλεπα τώρα να στριφογυρίζει μέσα στους αφρούς του απορρυπαντικού–, επομένως έπρεπε να τολμήσω. Διάλεξα ένα στην τύχη και το φόρεσα. Δυσκολεύτηκα ελαφρώς να το κουμπώσω, όμως ήταν ακριβώς στο νούμερό μου. Φόρεσα επιπλέον ένα μακό σορτς, γέμισα κι ένα ποτήρι με το κρασί που βρήκα ανοιχτό στο ψυγείο –ποικιλίας Riesling, που είχε κάπως αρχίσει να ξινίζει– και κάθισα στο μπαλκόνι. Το σούρουπο έπεφτε μαλακά τριγύρω. Η ζέστη είχε κοπάσει κι ένιωθα ένα ελαφρύ αεράκι να γαργαλάει τον σβέρκο μου. Κοιτούσα τα καταστήματα να σβήνουν σιγά σιγά τα φωτά τους και να σκοτεινιάζουν – έμεινα να χαζεύω μια γυναίκα, με γαλάζια μπλούζα κι ένα καρτελάκι στο πέτο, η οποία μετρούσε κέρματα και χαρτονομίσματα μπροστά από το ταμείο.
Κάθισα στην ίδια θέση για ώρες – δε σηκώθηκα ούτε όταν ήπια όλο το περιεχόμενο του ποτηριού. Μάλλον δεν είχα κουνηθεί καθόλου, γιατί μόλις τελικά σηκώθηκα, ένιωσα το κορμί μου πιασμένο, σαν να έχω τρέξει από την κόλαση στη γη κι έπειτα πίσω στην κόλαση σε λιγότερο από μία ώρα – στον παράδεισο δεν έχει ανηφόρες, είναι πιο εύκολη η διαδρομή. Σκεφτόμουν τους ωρολογοποιούς, τους αρτοποιούς, τους καπετάνιους, τους οικοδόμους, τους μουσικούς. Φανταζόμουν νότες να ανεβαίνουν στις σκαλωσιές, μια ωρολογιακή ζύμη να εκρήγνυται και να βγαίνουν από μέσα απαντήσεις με μαγιά κι αλάτι, ένα πηδάλιο ν’ αυτονομείται και να ποντοπορεί χωρίς προορισμό. Μετρούσα τις αυταπάτες των ανθρώπων, ξεκινώντας από τις πιο τετριμμένες κι ανώδυνες, προχωρώντας στις σχεδόν αναγκαίες, αυτές που τους συντηρούν, που αν δεν τις είχαν δημιουργήσει, θα είχαν πάψει να είναι άνθρωποι, θα ήταν ψάρια ανάμεσα στα δίχτυα, κάθε μέρα και πιο μπλεγμένα, πιο φοβισμένα, πιο κουρασμένα.
Ομολογώ ότι δεν ξέρω πώς είναι να ζεις, αυτές τις μέρες επιχειρώ να πάρω μια γεύση: ο πρωινός καφές, το ανοιχτό ραδιόφωνο, ο φούρνος μικροκυμάτων, το σκυλί που περιμένει να βγει επιτέλους βόλτα, η τραπεζική κάρτα για ανέπαφες συναλλαγές, τα πιάτα στον νεροχύτη, ένα κουτί με γάλα που έχει λήξει, η σκουριά στα ξεφλουδισμένα κάγκελα, οι αράχνες στις γωνίες, το σπαστό φωτιστικό πάνω στο σκονισμένο κι ακατάστατο γραφείο. Κι η μεγάλη αγωνία, που εξοστρακίζεται σαν τον τρελό στο άσυλο, αλλά ο τρελός δεν παύει να υπάρχει επειδή κρύφτηκε, μια τέτοια εντύπωση θα ήταν σκέτη ανοησία.
Λίγο προτού ξαπλώσω στο χαμηλό κρεβάτι, το μάτι μου έπεσε σ’ ένα περιοδικό πάνω στο τραπέζι του σαλονιού – είχε χοντρό, χάρτινο εξώφυλλο και τον τίτλο «Τομή» με έντονα, κεφαλαία γράμματα, σαν προσταγή. Το άνοιξα στη στήλη «Νέοι Συγγραφείς» και διάβασα το ακόλουθο ποίημα (το απομνημόνευσα, γι’ αυτό και το αντιγράφω αυτούσιο):
ΣΤΟΝ ΑΧΕΡΟΝΤΑ
του Θανάση Φραγκούλη
Ποιος μέτρησε τους οβολούς και βρήκε πώς του φτάνουν; Στη χούφτα του δικού μου του νεκρού δε χώρεσε ούτε μισό μου δάκρυ, έτσι που γέμισε ως επάνω χώματα του απείρου.
Εδώ κανείς δεν κολυμπά, γιατί πικραίνεται το αίμα κι η καρδιά του. Μόνο τα ψάρια ξέρουν να κωπηλατούν μες στην υγρή οδύνη. Κι ούτε κλεψύδρες έχει εδώ, να πέφτει αντίστροφα ο χρόνος.
Βλέπω κυρίως τον Ερμή, ανέμελα θλιμμένο – έχει μια τσάντα χιαστί, μοιάζει του ταχυδρόμου. Προσώρας, βγάζει το ψωμί και δίχως τυρί το τρώει.
«Έχουν κάποτε και τα μικρά ποτάμια μεγάλα βάθη και σε πνίγουν», και πού να ήξερες εσύ που έγραφες τον στίχο, ότι μια μέρα θα πνιγείς μες στης στεριάς τον πάτο.
Επαναλαμβάνοντάς το ξανά και ξανά, αποκοιμήθηκα. Κι είδα κάτι ασυνάρτητα όνειρα, με πτώσεις και κατεδαφίσεις, με σατέν ρόμπες και άγευστα εδέσματα, με επισκέψεις και αναχωρήσεις. Το πρωί με ξύπνησε το τηλέφωνο που χτυπούσε επιμόνως – το σήκωσα, κάποιος ρώτησε πόσο θα μείνω, αλλά δεν πρόλαβα να απαντήσω, γιατί κόπηκε απότομα η γραμμή.
Βλέποντας έναν μισογεμάτο σάκο πάνω στην πολυθρόνα του χολ, μ’ ένα μαγιό να προεξέχει, μου ήρθε η ιδέα να ταξιδέψω, έστω για λίγες μέρες. Κι έτσι τώρα, βρίσκομαι πάνω στο κατάστρωμα, με την υγρασία της θάλασσας στο πρόσωπο και στα γυμνά μέρη του σώματός μου, κι ετοιμάζομαι να καλέσω εκ νέου αυτόν που τηλεφώνησε το πρωί –χρήσιμη η αναγνώριση κλήσης– και να τον διαβεβαιώσω ότι πρόκειται να μείνω για μια αιωνιότητα.
Ίσως να του απαγγείλω και το χθεσινό ποίημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου