25/7/21

Κύπρος και σοσιαλιστικές χώρες

Του Σπύρου Κακουριώτη

ΓΙΑΝ ΚΟΟΥΡΑ, Διχοτομημένη νήσος. Ψυχρός Πόλεμος και Κυπριακό την περίοδο 1960-1974, μτφρ.: Κώστας Τσίβος, Αλεξάνδρεια, σελ. 222

Υπάρχει κάτι καινούργιο να ειπωθεί για το Κυπριακό, σε ό,τι αφορά τις διεθνείς του διαστάσεις; Μολονότι μια αυθόρμητη απάντηση πιθανόν να ήταν αρνητική, μια προσεκτικότερη ανασκόπηση της ελληνόφωνης, τουλάχιστον, βιβλιογραφίας εύκολα θα εντόπιζε κενά.
Αν και η Κυπριακή Δημοκρατία συμμετείχε στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, το Κυπριακό θεωρούνταν εξαρχής ένα πρόβλημα που αφορούσε πρωτίστως τη δυτική συμμαχία και το ΝΑΤΟ και ως τέτοιο αντιμετωπίστηκε και από τη διπλωματική και πολιτική ιστορία. Η στάση άλλων δυνάμεων, κυρίως των χωρών του ανατολικού μπλοκ και των Αδεσμεύτων, θεωρήθηκε ως μια δευτερεύουσα παράμετρος, που απλώς επηρέαζε αναλόγως τη στάση των κύριων παικτών.
Χωρίς αυτή η άποψη να απέχει πολύ από την αλήθεια, δεν αποτυπώνει πλήρως τις δυναμικές που επέδρασαν στο πεδίο του Κυπριακού και καθόρισαν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, την πορεία του. Επιχειρώντας να «ανοίξει» το κάδρο, ο Τσέχος ιστορικός και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου της Πράγας, Jan Koura, τοποθετεί το Κυπριακό στο ευρύτερο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, θέλοντας μέσα από το παράδειγμα της Κύπρου και της Τσεχοσλοβακίας να διερευνήσει τα περιθώρια αυτόνομης δράσης που προσέφερε στα μικρά κράτη το διεθνές αυτό πλαίσιο.
Πρόκειται για μία από τις ελάχιστες μελέτες στην ελληνόφωνη βιβλιογραφία που διερευνούν τον ρόλο των σοσιαλιστικών χωρών στην πορεία του Κυπριακού, η οποία έρχεται να προστεθεί πλάι στον τόμο Κύπρος και Γιουγκοσλαβία. Έγγραφα από τα γιουγκοσλαβικά αρχεία 1967-1974, που κυκλοφόρησε το 2016 από τις εκδόσεις University Studio Press, σε επιμέλεια Σπυρίδωνος Σφέτα.
Στην εισαγωγή του ο Τσέχος ιστορικός προχωρά σε μια ιδιαίτερα υποσχόμενη παρουσίαση της Νέας Ιστορίας του Ψυχρού Πολέμου, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τριακονταετία που ακολούθησε τις κοσμοϊστορικές αλλαγές του 1989-1991, χάρη στην εμφάνιση νέων αρχειακών διαθεσιμοτήτων, στη σταδιακή εγκατάλειψη της διπολικής θεώρησης, αλλά και στην επίδραση που άσκησαν η κοινωνική και η πολιτισμική ιστορία στη διπλωματική ιστορία, ένα πεδίο που θεωρούνταν από τα πλέον βαρετά και τα λιγότερα καινοτόμα της ιστοριογραφίας.
Έτσι, επιδίωξη του συγγραφέα αποτελεί η ανάδειξη της δράσης παραγόντων που ξεφεύγουν από τη διπολική θεώρηση του ανταγωνισμού ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, όπως ήταν η Κύπρος για το δυτικό στρατόπεδο και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, η Τσεχοσλοβακία για το ανατολικό.
Ο Κόουρα, προκειμένου να αναδείξει την δυνατότητα των μικρών κρατών να ελίσσονται μέρα από τις ρωγμές του ανταγωνισμού των υπερδυνάμεων, μελετά την ανάπτυξη των διπλωματικών σχέσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις χώρες του ανατολικού μπλοκ και ιδιαίτερα την Τσεχοσλοβακία, την διπλωματική αντιπροσώπευση της κεντροευρωπαϊκής χώρας στο νησί, αλλά και τη δράση των πρακτόρων των μυστικών της υπηρεσιών, αλλά και την παράλληλη ανάπτυξη των επαφών του ΚΚΤσ με το ΑΚΕΛ.
Ο συγγραφέας εστιάζει στην περίπτωση της παραγγελίας εκ μέρους της κυπριακής κυβέρνησης τσεχοσλοβακικών όπλων, το 1966, όταν η άρνηση του Μακάριου να δεχθεί το σχέδιο Άτσεσον και η τοποθέτηση του Γρίβα ως επικεφαλής της Εθνικής Φρουράς δημιούργησαν φόβους για ενδεχόμενη απόπειρα πραξικοπήματος κατά της νόμιμης κυβέρνησης. Τα όπλα επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν για τον εξοπλισμό του πιστού στον Μακάριο εφεδρικού αστυνομικού σώματος, η αποκάλυψη της αποστολής τους όμως προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και έμεινε γνωστή ως «κρίση των τσεχοσλοβακικών όπλων».
Πέραν αυτής όμως, ο Κόουρα καταγράφει και μια σειρά άλλων αποστολών οπλισμού, εκθέτοντας τις προκαταρκτικές συνεννοήσεις μεταξύ Τσεχοσλοβακίας και ΕΣΣΔ, αλλά και τις διαδρομές που ακολουθούσαν τα φορτία των όπλων, μέσω Αιγύπτου κ.λπ. Έτσι, η υπόθεση των τσεχοσλοβάκικων όπλων αναδεικνύεται σε όλη της την έκταση και τις ευρύτερες και διαρκέστερες διαστάσεις της.
Όπως είναι φυσικό για ένα βιβλίο που απευθύνεται πρωτίστως σε κοινό που δεν έχει γνώση της ελληνικής και της κυπριακής ιστορίας, η μελέτη του Κόουρα δεν προσθέτει πολλά στις γνώσεις του Έλληνα αναγνώστη, πέραν των όσων εκθέσαμε παραπάνω. Αναδεικνύει όμως την εμβέλεια ενός αναπτυσσόμενου πυρήνα νεοελληνικών σπουδών που έχει τη βάση του στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου της Πράγας, στο Τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας του οποίου είναι επικεφαλής ο μεταφραστής του παρόντος, Κώστας Τσίβος.
Εμπνευστής και πρωτοπόρος του πυρήνα αυτού στην Πράγα υπήρξε ο αείμνηστος Τσέχος ιστορικός Πάβελ Χράντετσνι (1938-2006), στον οποίο η χώρα μας, αλλά και η μικρή ελληνική κοινότητα της Τσεχίας χρωστάει πολλά, χωρίς μέχρι σήμερα να του έχει ανταποδώσει, η Ελλάδα τουλάχιστον, ούτε το ελάχιστο...

Κώστας Τσώλης, Άτιτλο, 2018, γύψος, κόκκαλο, γάζα και κολάζ

Δεν υπάρχουν σχόλια: