Του Κωνσταντίνου Μπούρα*
HENRY BERNSTEIN, Ισραήλ, μετάφραση: Μήτσος Μυράτ, εισαγωγή: Ρένα Μόλχο, εκδόσεις Ρώμη, σελ. 144
Ένα καλοχτισμένο θεατρικό έργο, θαρρείς γραμμένο σήμερα, χθες, πέρυσι, αν και μετράει ήδη έναν αιώνα σκηνικής ζωής. Έντονος ο διδακτισμός, το θέατρο σαν νυχτερινό σχολείο, σαν εκπαιδευτικός οργανισμός για αισθαντικούς πελάτες, απελπισμένους από τη βία και τη βαρβαρότητα που μας κατακλύζει. Κι αν καταφεύγουμε ακόμη στα σπήλαια, σαν τους μακρινούς προγόνους μας, με το που θα πέσει η νύχτα, προκειμένου να σωθούμε από τα μέσα κι έξω θηρία, μοιάζει μερικές φορές σαν να μην έχουμε εξελιχθεί στο ελάχιστο από εκείνον τον πρωτόγονο και αδικαιολόγητο ρατσισμό, που μας αρρωσταίνει και δεν μας αφήνει να ανασάνουμε ελεύθερα.
Τα ίδια προβλήματα που κατατρύχουν τον άνθρωπο στο κατώφλι του εικοστού αιώνα τα ίδια μας κατατρέχουν και σήμερα. Οι κάθε μορφής ανισότητες πυροδοτούν μισαλλοδοξία, περιχαρακώματα, δαιμονοποιήσεις και ποινικοποιήσεις, ενοχές και εξιλεώσεις. Η σκηνική πράξη είναι “θέατρο εν θεάτρω”, αν θεωρήσουμε πως η ελισαβετιανή ρήση “όλος ο κόσμος μια σκηνή” ισχύει. Και πώς να μην ισχύει, όταν δεν φαίνονται να έχουν αλλάξει πολλά από το 1913, που παίχτηκε το αριστούργημα του ήδη γνωστού στη Θεσσαλονίκη Henri ή Henry Bernstein που γεννήθηκε στο Παρίσι το 1876 από εύπορους γονείς εβραϊκής καταγωγής; Ήταν το τέταρτο έργο του που ανέβασαν στην πολυπολιτισμική “Νύμφη του Θερμαϊκού” αθηναϊκοί θίασοι στα ελληνικά, το μόνο που παιζόταν και στα εβραιοϊσπανικά. Οι τίτλοι των άλλων επίσης επιτυχημένων θεατρικών έργων του ήταν: “Ευτυχία”, “Ο Κλέφτης”, “Το μυστικό”.
Εδώ η δομή είναι σχεδόν μελοδραματική, όπως στον “Ντον Τζιοβάνι” του Μότσαρτ. Μόνο που εδώ δεν καταφεύγει ο φωτισμένος αυτός πνευματικός άνθρωπος σε κανενός είδους μεταφυσική, αλλά, ως γνήσιο τέκνο του Διαφωτισμού, που πυροδότησε την Γαλλική αλλά και την Ελληνική Επανάσταση, επιλέγει να μας αναπτύξει αποκλειστικά και μόνον λογικά επιχειρήματα. Τα αντισημιτικά στερεότυπα καταρρίπτονται με τόσο χειρουργικό, θεαματικό, σχεδόν επιστημονικό τρόπο, που πειθόμαστε τελικά πως ο άνθρωπος όχι μόνον έχει το “κληρονομικό” δικαίωμα να αυτοκαθορίζεται, αλλά γίνεται, “είναι” αυτό που επιλέγει με το όνομά του. Ακόμα κι όταν το όνομα δίνεται σε βρέφη και νήπια χωρίς να τα ρωτήσουν, κάθε λογικός άνθρωπος, μόλις ενηλικιωθεί διαλέγει την ταυτότητά του σύμφωνα με “τα κινήματα της ψυχής” του, για να θυμηθούμε και να μνημονεύσουμε τον Διονύσιο Σολωμό.
Η τραγική ειρωνεία σε αυτό το καλογραμμένο δράμα, είναι πως ο κατ’ εξοχήν ορκισμένος αντισημίτης είναι καρπός του παράνομου έρωτα ενός Εβραίου και μιας κακοποιημένης από τον σύζυγό της Γαλλίδας αριστοκράτισσας. Η αποκάλυψη πέφτει σαν καταπέλτης στο κεφάλι του άφρονα γιου τους, αφού διδάσκεται με τον πιο σκληρό τρόπο πως ότι μισούμε είναι απλώς και μόνον μία κάποια άλλη, αθέατη συνήθως, πλευρά του εαυτού μας.
Υποδειγματικό το ξεδίπλωμα της ιστορίας, η σταδιακή αποκάλυψη της αλήθειας, η αργή αλλά μεθοδική ανέλιξη της πλοκής σε μια κορυφή απ’ όπου μόνον να πέσεις μπορείς και να στραφείς προς τα κάτω, να τσακιστείς πάνω στα κάγκελα που εσύ έχτισες ανάμεσα στα χωράφια της ίδιας της ψυχής σου.
Όλοι οι έφηβοι θα έπρεπε να δουν και να διαβάσουν αυτό το έργο. Πρέπει να ξαναπαιχτεί απαραιτήτως κι επειγόντως, στην αριστουργηματική μετάφραση που όχι μόνον φιλοτέχνησε ο Μήτσος Μυράτ, αλλά έπαιξε κιόλας.
Τα αρνητικά στερεότυπα περί Εβραίων, ομοφυλόφιλων, γυναικών και λοιπά δεν μπορούν να ισχύουν πια στην αυγή της τρίτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα. Είναι μεσαιωνικός αναχρονισμός, είναι δείκτης της συναισθηματικής καθυστέρησης μιας ανθρωπότητας που παραπαίει ανάμεσα σε διαδοχικές, αλλεπάλληλες κρίσεις και καταφεύγει στον Πόλεμο, κάθε φορά που δεν μπορεί να συγκρατήσει τις κτηνώδεις ορμές της, κάθε φορά που αδυνατεί να χρησιμοποιήσει τη λογική μαζί με την ενσυναίσθηση σε έναν αρμονικό συνδυασμό καρδιάς-μυαλού. Και το θέατρο είναι ο ενδεδειγμένος τόπος άσκησης αυτής της αγαστής συνεργασίας. Κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες η μετρημένη, η λελογισμένη φιλότητα. Μόνο που δεν έχουμε ακόμη ενηλικιωθεί ως Ανθρωπότητα και ο πολιτισμός μας κινδυνεύει κάθε στιγμή από άπληστους και αλαζόνες φασίστες, από αδίστακτους τυράννους.
Ο πατέρας αίρεται πάνω από τις όποιες προκαταλήψεις του, υπερβαίνει ακόμα και το εγώ του, χάριν του “εμείς” μιας ιδεατής, βιολογικής οικογένειας, που δεν θεμελιώθηκε όμως σε κοινωνικό επίπεδο και τώρα καταρρέει γιατί το άλλο μέρος του ενδιαφέροντος αυτού διπόλου δεν διαθέτει την δέουσα ωριμότητα έτσι ώστε να ακροβατήσει πάνω από μικρονοϊκότητες και θεσμικές στενομυαλιές. Ο γιος πέφτει με τον κεφάλι στον γκρεμό, στον Καιάδα που ο ίδιος υπέσκαψε για να τιμωρήσει τους άλλους, τους διαφορετικούς, χωρίς να ξέρει (ως άλλος Οιδίποδας) πόσο ιδιαίτερος είναι ο ίδιος. Ο παραβάτης αυτοκτονεί εκτός σκηνής, όμως ο πατέρας και η μητέρα του έχουν τον τελευταίο λόγο, βρίζοντας εκείνος και υπερασπιζόμενη εκείνη τις παρωχημένες περί θεού αντιλήψεις των ανόητων ανθρώπων που οδηγούν ορμητικούς νέους σε βέβαιο θάνατο.
Είναι σημαντική η ομοιότητα της διαμάχης γιου-μάνας και γιου-πατέρα με τους αγώνες λόγων στο αρχαίο δράμα. Είναι σπαρακτική η αναδίφηση του λαβύρινθου της ανθρώπινης ψυχής, όταν δεν υπάρχει ο μίτος της ερωτευμένης Αριάδνης, της μεγαλόψυχης και γενναιόδωρης αγάπης, ικανής και αναγκαίας συνθήκης αν θέλουμε να βγούμε από κάθε στενωπό και να δούμε φως στην άκρη της μουχλιασμένης σήραγγας.
*Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι επισκέπτης καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου