28/2/21

Θραύσματα μονολόγων

Κώστας Μπασάνος, Shining, 2020, κάρβουνο σε χαρτί, 87 x 108 εκ. έκαστο

Της Ευσταθίας Δήμου*

ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ, Ό,τι έγινε. Άνθρωποι και φαντάσματα, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 56

Η Μαρία Λαϊνά επανέρχεται λογοτεχνικά με τη δέκατη, κατά σειρά, ποιητική της συλλογή που φέρει ως τίτλο τη δευτερεύουσα αναφορική πρόταση Ό, τι έγινε. Το ανολοκλήρωτο της φράσης εξισορροπείται κάπως από τον συμπληρωματικό υπότιτλο – Άνθρωποι και φαντάσματα - που ακολουθεί και προσδιορίζει ακριβέστερα πως τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται η ποιήτρια αφορούν ανθρώπους ζώντες και πεθαμένους. Ευθύς εξ αρχής, λοιπόν, ο αναγνώστης μπορεί να διαμορφώσει την εντύπωση ότι η ποίηση της Λαϊνά κινείται προς την κατεύθυνση ενός απολογισμού ζωής, στενά συνυφασμένου με μία εξομολογητική διάθεση και τάση την οποία εντοπίζει κανείς από τα πρώτα κιόλας ποιήματα της συλλογής. Ο εξομολογητικός τόνος, μάλιστα, διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο, θεατρικής φύσεως κλίμα και σκηνικό, και οδηγεί με άκρα ευθύτητα στην αίσθηση ότι τα ποιήματα ισορροπούν ανάμεσα στην αυτοαναφορικότητα και σε ένα είδος μονολογικής θεατρικής έκφρασης. Παρά το γεγονός ότι τα περισσότερα από αυτά είναι ολιγόστιχα, στοιχείο που αντιστρατεύεται την εγγύτητά τους στη θεατρική πράξη και πρακτική, είναι τέτοια η διεισδυτικότητα και η εσωτερικότητα του ποιητικού λόγου της Λαϊνά που δημιουργεί μία αυτόχρημα δραματική έκφραση η οποία προσιδιάζει ή, έστω, ανακαλεί, σε κάποιο βαθμό, το μονολογικό θέατρο.
Καθένα από τα ποιήματα της συλλογής συνιστά και μία απόπειρα αναμέτρησης της ποιήτριας με τις δυνάμεις εκείνες που διέπουν και καθορίζουν την ανθρώπινη ζωή. Τις δυνάμεις αυτές η Λαϊνά τις αντιλαμβάνεται να επιδρούν και στη δική της ζωή με τέτοια δύναμη και δυναμική που η μόνη της αντίσταση σε αυτές μοιάζει να είναι η αποδοχή τους. Η αποδοχή, όμως, αυτή κρύβει και, ταυτόχρονα, αποκαλύπτει την υπεροχή του ποιητικού υποκειμένου έναντι του τελεσίδικου, του αναπότρεπτου, ακόμα και του ανέφικτου ή του ανεκπλήρωτου. Πρόκειται για μια βαθιά συνειδητοποιημένη στάση ζωής που βλέπει στην ευθυκρισία, την ειλικρίνεια και την παραδοχή την ουσιαστική νίκη απέναντι στις ήττες από τις οποίες είναι γεμάτη η ανθρώπινη ζωή και οι οποίες τείνουν να λυγίσουν τον άνθρωπο. Η εντατική λειτουργία της συνείδησης, της λογικής και της ορθοφροσύνης κάθε άλλο όμως παρά αδυνατίζουν ή θολώνουν την ανάδυση του αισθήματος της ποιήτριας, ενός αισθήματος που προέρχεται απευθείας από την περιοχή του θυμικού και που αποκαλύπτει την κρυφή, ανεπαίσθητη δόνηση η οποία διατρέχει τους στίχους και δίνει τον ρυθμό και τον τόνο. Έτσι, διαμορφώνεται ένα διφυές ποιητικό αποτέλεσμα που έχει στη μία του άκρη τη γνώση, ενίοτε πικρή ή επώδυνη, και στην άλλη, το πάθος, το ανθρώπινο πάθος για τη σφραγισμένη από τη μοίρα ανθρώπινη ζωή. Η μοίρα αυτή, στην ποίηση της Λαϊνά, δεν ταυτίζεται, ούτε παραπέμπει τόσο στο θάνατο, όσο στο χρόνο και στην καταλυτική του επενέργεια στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και, κυρίως, στη φυσιογνωμία του καλλιτέχνη: τώρα, η θλίψη και ο πόνος/ με κάνουν άξεστη/ προτού καν γράψω δύο λέξεις./ Τι κρίμα/ ο καιρός μου πέρασε/ πρέπει να επιστρέψω το αηδόνι μου στο δέντρο. («Τι κρίμα»)
Η ποιητική ματιά της Λαϊνά μοιάζει σαν ένα εκκρεμές που εκκινεί από τον έξω για να καταλήξει στον έσω κόσμο και το αντίστροφο. Αυτό δεν σημαίνει απλώς ότι η ποιήτρια προσλαμβάνει και ερμηνεύει τα εξωτερικά ερεθίσματα με γνώμονα και στόχευση την προσωπική της συνθήκη, αλλά ότι τεχνουργεί την ποιητική της αντίληψη με βάση τον περιβάλλοντα χωροχρόνο με τον οποίο μπορεί να συσχετίζεται αντιθετικά, συμπληρωματικά, εξηγητικά ή ερμηνευτικά, ακόμα και μεταμορφωτικά. Γιατί είναι φορές που, πράγματι, η εσωτερική διάθεση και ροπή βρίσκει το καθρέφτισμά της στις εξωτερικές συνθήκες ή πλάθεται από αυτές πάνω στη βάση της παραπληρωματικότητας ή της αντιστοιχίας τους. Μέσα στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσε κανείς να αποπειραθεί μία ερμηνεία της ποιητικής της Λαϊνά η οποία φαίνεται πως κινείται προς την αριστοτελική θεώρηση της τέχνης ως μίμησης του κόσμου, της φύσης, της πραγματικότητας. Εν προκειμένω, η τέχνη ταυτίζεται με τον καλλιτέχνη και, κατ’ επέκταση, τον άνθρωπο ο οποίος πλάθεται σε συνάρτηση, εξάρτηση και αλληλουχία με ό,τι τον περιβάλλει.
Το στοιχείο εκείνο, όμως, που χαρακτηρίζει και διαφοροποιεί τη συλλογή της Λαϊνά είναι το οξύμωρο ή, αλλιώς, η αντίφαση που μπορεί να εντοπιστεί ανάμεσα στην πρόθεση, ενδεχομένως, της ποιήτριας και σε αυτό που τελικά κατορθώνει. Γιατί αν επιχειρούσαμε να ορίσουμε και να προσδιορίσουμε ως στόχευση της ποιήτριας την προσωπική κατάθεση, την εξομολόγηση, την αυτοαναφορική ποιητική έκφραση, την δραματική χροιά του ποιητικού λόγου την οποία, λίγο ως πολύ, αντιλαμβάνεται κανείς ως το κοινό υπόβαθρο, τον παρανομαστή όλων των ποιημάτων που συναποτελούν τη συλλογή, στην πραγματικότητα, η επίτευξη αυτή «υπονομεύεται», εξισορροπείται και, εν τέλει, συνυπάρχει με την ιδιοπροσωπία καθενός από τα ποιήματα. Πραγματικά, τα ποιήματα της Λαϊνά, ως απολήξεις της ποιητικής συνείδησης και πράξης, διαφέρουν και διαφοροποιούνται σημαντικά μεταξύ τους στο μέτρο και στο βαθμό που παρουσιάζουν μία δική τους, το καθένα, εκδοχή, μία ξεχωριστή προσέγγιση και έναν διαφορετικό τρόπο αντίληψης του ανθρώπου και του κόσμου. Η διαφοροποιημένη ποιητική σκέψη, μάλιστα, συνοδεύεται και συνεπικουρείται από μια διαφοροποιημένη ποιητική έκφραση που διαμορφώνεται από μία ποικιλία παραγόντων – το μέγεθος του ποιήματος, τον αριθμό των συλλαβών κάθε στίχου, τη στροφοποίηση, τα γραμματικά πρόσωπα που επιλέγονται, την αφηγηματικότητα ή τη διαλογικότητα ορισμένων από τα ποιήματα, ακόμα και τη στίξη. Έτσι, με τη συλλογή αυτή η Μαρία Λαϊνά φαίνεται πως προκρίνει και προτείνει την υπεράσπιση του ποιήματος ως μονάδας, ακόμα κι όταν αυτό μοιάζει ομαλά και αρμονικά ενταγμένο μέσα στο σύνολο.

*Η Ευσταθία Δήμου είναι φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια: