1/1/21

Largo, ποπ και παλπ

Έλενα Ακύλα, Μονοπάτι, άποψη με την προκυμαία της Σμύρνης

Του Χρήστου Τριανταφύλλου 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΙΔΗΣ, Largo, εκδόσεις Πόλις, σελ. 160 

Αν και ένα βιβλίο είναι κάτι πολύ περισσότερο από το άθροισμα των αναφορών από τις οποίες αντλεί, η ιχνηλάτηση των αναφορών του είναι συχνά μια διαδικασία που φέρνει γνήσια αισθητική απόλαυση και προσέγγιση με το συναισθηματικό πεδίο του συγγραφέα. Θα εστιάσω συγκεκριμένα σε δύο από τις διανοητικές αποσκευές του συγγραφέα: το ποπ και το παλπ. Αφενός, το ποπ στοιχείο είναι όλο το πλέγμα αυτού που ονομάζεται συνήθως «μαζική κουλτούρα», ένα πλέγμα που διαμορφώνει τις αναπαραστάσεις δισεκατομμυρίων ανθρώπων, και που συνδέεται αξεδιάλυτα με το πώς προσεγγίζουμε τον κόσμο. Μου έρχεται στο μυαλό πώς στο Underworld του Ντον Ντελίλλο, που το διάβαζα πρόσφατα, όλα ξεκινούν από έναν διάσημο αγώνα μπέιζμπολ, για να πλεχτούν σταδιακά με τα μεγάλα διακυβεύματα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα· η μπάλα του μπέιζμπολ και η ατομική βόμβα, δύο μεγάλα σύμβολα της νεωτερικότητας. 
Ο όρος pulp fiction προέρχεται από το φτηνό χαρτί ξυλοπολτού στο οποίο τυπώνονταν τα φτηνά pulp magazines τσέπης. Σε αυτά τα περιοδικά κυριαρχούσε αυτό που, άδικα, αποκαλούμε «παραλογοτεχνία», με είδη όπως η αστυνομική, η επιστημονική φαντασία, το γουέστερν, η λογοτεχνία τρόμου. Εκεί έγραφαν τόσο σημαντικοί συγγραφείς, όπως ο Σκοτ Φιτζέραλντ και ο Τενεσί Γουίλιαμς, όσο και μεγάλες μορφές της υποτιθέμενης παραλογοτεχνίας, όπως ο Χ. Φ. Λάβκραφτ και ο Άρθουρ Κλαρκ, αλλά και φιγούρες που έχουν κερδίσει τον σεβασμό παρά την ενασχόλησή τους με τέτοια είδη, όπως ο Γουίλιαμ Μπάροουζ και η Αγκάθα Κρίστι. 
Ορισμένα από αυτά τα είδη λογοτεχνίας απέκτησαν σταδιακά έναν σεβασμό, όπως η αστυνομική λογοτεχνία. Ιδίως τη δεκαετία του 1990, όπου γαλουχήθηκε και ο Μπαλαμπανίδης, εμφανίστηκε μια νέα εκτίμηση για το καλτ και την παλπ γραφή με νέες δεξιώσεις –μισο-ειρωνικά και μισο-σοβαρά– με κυριότερο παράδειγμα τον Κουέντιν Ταραντίνο. Ταυτόχρονα, βέβαια, υπάρχει μέχρι σήμερα ένας διπλός αποκλεισμός: από τη μία, ελιτισμός απέναντι στην «παραλογοτεχνία», από την άλλη gatekeeping (δηλαδή η προσπάθεια να εμποδιστεί η «εισβολή» όσων δεν έχουν μυηθεί) για τη λογοτεχνία είδους. Αυτός ο αποκλεισμός φαίνεται ακόμα και από το πώς ταξινομούνται τα βιβλία στα μεγάλα βιβλιοπωλεία, ή από το πώς, όταν ένα έργο των «παραλογοτεχνικών» ειδών θεωρείται αξιόλογο, αντιμετωπίζεται σαν να «υπερβαίνει το είδος του». Θα παραθέσω εδώ μια φράση του ποιητή Ηλία Λάγιου, γιατί είναι μάλλον η καλύτερη υπεράσπιση της παλπ λογοτεχνίας που έχω υπόψη μου: «Ο Χάουαρντ μάς συγκινεί γιατί εξαγγέλλει ένα πλήρες και πλούσιο, ένα εντελεχές όραμα του κόσμου –με μια φωνή τραυλή, σπασμένη, λίγη. Συντόνισε το βήμα του με τους ακαταλογογράφητους καιρούς της ανθρωπότητας, επινόησε προς χάριν τους ένα παρελθόν, τους δώρισε έναν καιρό παρόντα, να τον ζήσουν» (Robert E. Howard, Κόναν ο Βάρβαρος, εισαγωγή - επιμέλεια Ηλίας Λάγιος, Αθήνα, Κατάρτι, 2001). 
Το παράδοξο που ελλοχεύει στα περισσότερα διηγήματα του βιβλίου συνομιλεί ευθέως με είδη της παλπ λογοτεχνίας και με ποπ αναπαραστάσεις. Το ομώνυμο διήγημα απηχεί την επιστημονική φαντασία, τον σατιρικό τρόμο του Νταν Σίμμονς, τον μαγικό ρεαλισμό του Μπορίς Βιάν· το «Ωράριο εργασίας» μπλέκει τον Κάφκα με τον σοκαριστικό ανθρωπισμό του Κλάιβ Μπάρκερ· η «Πρόωρη συνταξιοδότηση» απηχεί τον ανελέητο ρεαλισμό του Τσαρλς Μπουκόφκι. Το «Κατμαντού» είναι ένα στιβαρό νουάρ διήγημα που ακολουθεί με απόλυτη συναίσθηση όλες τις σταθερές του είδους. Και, βέβαια, το «Χορευτό», που ανοίγει το βιβλίο, λάμπει με τη μαστοριά του μαγικού του ρεαλισμού. 
Ταυτόχρονα, οι ποπ αναπαραστάσεις είναι το καύσιμο για μερικά από τα καλύτερα διηγήματα του βιβλίου: το «Mergers and Acquisitions» είναι ένα μάλλον πρωτοφανές πείραμα για τα «επίσημα» ελληνικά λογοτεχνικά δεδομένα, ένα fan fiction (δηλαδή μια συνεισφορά πάνω σε ένα σύμπαν που έχει δημιουργηθεί από κάποιον άλλο δημιουργό) που διαδραματίζεται στο σύμπαν του The Office, μιας από τις πιο επιδραστικές τηλεοπτικές σειρές των αρχών του 21ου αιώνα· η «Αγρύπνια στο Tupelo» είναι ένα εξαιρετικό διήγημα τρόμου βασισμένο σε τραγούδι του Νικ Κέιβ, φανατικού οπαδού, με τη σειρά του, αυτού του είδους λογοτεχνίας· το συγκινητικό «Ο προορισμός ενός νησιού» είναι στημένο πάνω στον ονειρικό κόσμο των animation του Χαγιάο Μιγιαζάκι, ακούραστου αναγνώστη κλασικής επιστημονικής φαντασίας. 
Επέλεξα να αναφερθώ στα διηγήματα που αντλούν από αυτά τα σύμπαντα, γιατί θεωρώ πως σε αυτά ξεχωρίζει η πένα του Μπαλαμπανίδη. Σε αυτά τα διηγήματα κρύβεται αγάπη για την ποπ κουλτούρα και μια διαίσθηση για το χτίσιμο μιας αφήγησης. Μπολιάζοντας αυτές τις αναφορές με το προσωπικό, τοπικό και γενεακό του στίγμα –ένα σημείο συνάντησης της Generation-X με τους Millennials, στο μεταίχμιο των οποίων βρίσκεται ο συγγραφέας– μπορεί να πλάσει κόσμους ή να πατήσει σε ήδη υπάρχοντες. Οι συμβάσεις της λογοτεχνίας είδους όχι μόνο δεν περιορίζουν τη γραφή, αλλά της προσφέρουν τη δυνατότητα να λάμψει βασισμένη σε υλικά επενδυμένα με αγάπη και αφοσίωση. Έτσι, ένα καλογραμμένο διήγημα ή μυθιστόρημα λογοτεχνίας είδους όχι απλώς δεν ξεπερνά το είδος του αλλά, αντιθέτως, το βελτιώνει και το αναδεικνύει στα καλύτερά του στοιχεία. 
Πρόσφατα συζητούσα με τον συγγραφέα για τη σπουδαιότερη, ίσως, σειρά της δεκαετίας, το Bojack Horseman. Σε αυτή τη σειρά, ο πρωταγωνιστής, ένα ανθρωπόμορφο άλογο-ξεπεσμένος τηλεοπτικός σταρ, αναφέρει κάπου το εξής: «σε αυτόν τον τρομαχτικό κόσμο, το μόνο που έχουμε είναι οι συνδέσεις που κάνουμε». Αυτές οι συνδέσεις ανάμεσα σε είδη, κόσμους και προσωπικά στίγματα είναι που προσφέρουν, θεωρώ, τα ιδανικά εργαλεία για να δημιουργήσει κανείς στοχαστική και, κυρίως, όμορφη πρόζα. 

* Ο Χρήστος Τριανταφύλλου είναι δρ Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας (ΕΚΠΑ) και αρχισυντάκτης του ηλεκτρονικού περιοδικού ΣΚΡΑ-punk

Δεν υπάρχουν σχόλια: