10/1/21

Το Δεκαήμερο

Giovanni Boccaccio 

ΤΗΣ ΤΖΙΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗ* 

«Τα έτη Ενσάρκωσης του Υιού του Θεού είχαν φτάσει τα 1348, όταν στην ξακουστή πόλη της Φλωρεντίας, την ωραιότερη από όλες τις άλλες πόλεις της Ιταλίας, ενέσκηψε η θανατηφόρα πανώλη η οποία, είτε μέσω της διάταξης των ουράνιων σωμάτων, ή των δικών μας άνομων, αμαρτωλών συναλλαγών, μαρτυρούσε πως στάλθηκε από την οργή του Θεού προς παραδειγματισμό της ανθρωπότητας».[i] Πέραν της επικαιρότητας του θέματος της πανδημίας που βιώνουμε σήμερα, και σε σύγκριση με συναφή κλασικά έργα, όπως π.χ., εκείνο του Defoe, το κείμενο του Βοκκάκιου, από λογοτεχνική σκοπιά, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά την αφηγηματική και υφολογική δομή του. 
Στο επίπεδο της αφηγηματικής δομής, ο χωροχρόνος διαιρείται σε δύο αντιθετικά πλαίσια: στο πρώτο πλαίσιο, ο αφηγηματικός λόγος εστιάζει στον αποκλεισμό της Φλωρεντίας, διεγείροντας έτσι το αίσθημα της κλειστοφοβίας. Εντός της πόλης, τα δρώμενα συγκροτούν το αδιέξοδο ενός εφιάλτη: η αστραπιαία διασπορά της βουβωνικής πανώλης εξολοθρεύει τα πάντα. Παρ’ όλες τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι υγειονομικές, κρατικές και εκκλησιαστικές αρχές –απολυμάνσεις, οδηγίες προστασίας, επιβολή καραντίνας, προσευχές, παρακλήσεις και λιτανείες πιστών– κανένα μέσο δεν αρκεί για να εξουδετερώσει τον αόρατο εχθρό. 
Η παράλυση του κράτους επιφέρει την πλήρη διάλυση των οικονομικών, κοινωνικών, ταξικών και ηθικών δομών. Ο ατομικισμός καταλύει ακόμα και τους οικογενειακούς δεσμούς. Η ρήση, «ο θάνατος σου η ζωή μου», καθορίζει τα συναισθήματα και τις πράξεις γονιών, τέκνων, συγγενών. Από τα βάθη του χρόνου, ο Νόμος της Ζούγκλας επιστρέφει. «Όλα με οδηγούσαν στο εξής βάρβαρο συμπέρασμα», επισημαίνει ο αφηγητής, «πως βάζοντάς το στα πόδια, και αποφεύγοντας με κάθε τρόπο τους ασθενείς και όλα τους τα υπάρχοντα, ήταν ο μόνος τρόπος να εξασφαλίσει ο καθείς για πάρτη του ανοσία» (10). Όπως διαβάζουμε, ακόμα και το άγγιγμα ενός μολυσμένου πράγματος ήταν αρκετό για να πεθάνουν από την πανούκλα όχι μόνο οι άνθρωποι αλλά και τα ζώα (10). 
Στο αφηγηματικό αυτό πλαίσιο, που περικλείει ένα εφιαλτικό, ιστορικό συμβάν, η υφολογική δομή του κειμένου, όπως φαίνεται και από το παρακάτω παράθεμα, διακρίνεται για τον ακραίο, ωμό ρεαλισμό της, ενώ η εικονογραφία μας οδηγεί στην Κόλαση το Δάντη: «Στην αρχή της ασθένειας, εμφανίζονταν στα σκέλια και στις μασκάλες ορισμένοι όγκοι στο μέγεθος αυγού ή μήλου … από τα δύο αυτά μέρη, οι θανατηφόροι όγκοι σύντομα πρόβαλλαν σε όλο το σώμα, ενώ η μόλυνση άπλωνε πάνω στη σάρκα μαύρες και πελιδνές κηλίδες, που προμηνούσαν την επικείμενη άφιξη του χάρου» (9). Έτσι, τα παλάτια και οι τρώγλες ερήμωσαν στη Φλωρεντία. Οι δρόμοι, τα νεκροταφεία, ακόμα και οι λάκκοι μαζικής ταφής που σκάφτονταν στην πόλη, γέμιζαν με τα δυσώδη, παραμορφωμένα πτώματα των πολιτών. «Μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου … υπολογίζεται πως εντός των τειχών της πόλης πάνω από εκατό χιλιάδες άνθρωποι αφανίστηκαν» (17). 
Σε αντίθεση με το πρώτο, η συγκρότηση του δεύτερου πλαισίου μας μεταφέρει από τον χωροχρόνο του αδυσώπητου πραγματικού, στον χωροχρόνο του ουτοπικού ειδυλλίου: σε ένα αμόλυντο, πανέμορφο και φωτεινό φυσικό τοπίο. Εκεί, ορθώνεται ένας μεγαλοπρεπής πύργος στον οποίο έχουν καταφύγει εφτά νεαρές αριστοκράτισσες και τρεις νεαροί αριστοκράτες, μαζί με το υπηρετικό προσωπικό τους. Στη διάρκεια της μέρας, κάτω από τον ανέφελο ουρανό, η χαρωπή παρέα περνά τον χρόνο της σε περιπάτους, κουβέντες και παιχνίδια, ενώ τα βράδια, μετά το πλουσιοπάροχο γεύμα, το πρωτόκολλο επιβάλλει ο καθείς και η καθεμιά να διηγηθούν μιαν ιστορία. Έτσι, στη διάρκεια του Δεκαημέρου το σύνολο των αφηγημάτων φτάνει τα εκατό! 
Εδώ, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πως εντός αυτού του πλαισίου, το κοσμοείδωλο που συντάσσουν οι ιστορίες ίσως εγκιβωτίζει την προ της πανώλης κοινωνία και καθημερινότητα των Φλωρεντιανών. Από τη μια μεριά, η σάτιρα και οι σκαμπρόζικες ιστορίες, ξεσκεπάζουν την υποκρισία και ασωτία κληρικών και μοναχών,[ii] τις κρυφές εξωσυζυγικές σχέσεις, τις μπαμπεσιές στις εμπορικές δοσοληψίες, τη διαφθορά, τη φιλοχρηματία, την άνοδο και πτώση των ισχυρών. Από την άλλη, η ιδεαλιστική φαντασίωση του απόλυτου έρωτα πλέκει δακρύβρεκτα ρομάντζα, αλλά και happy end ζευγαρώματα. 
Φτάνοντας στο τέλος, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως σε μια εποχή όπου η επιστήμη ήταν ανήμπορη να νικήσει τον αόρατο, θανατηφόρο ιό, το Δεκάμερο μυθοπλαστικής ελευθερίας που πρόσφερε ο Βοκκάκιος στις αναγνώστριές του ισοδυναμούσε με το Σχέδιο Ελευθερίας του πολυπόθητου εμβολίου των ημερών μας. 

Η Τζίνα Πολίτη είναι ομότιμος καθηγήτρια του ΑΠΘ 

[i] G. Boccaccio, The Decameron, trans. John Payne, Random House, The Modern Library, no date,σ.8. Η μετάφραση από τα αγγλικά είναι δική μου .Η σελίδα θα αναφέρεται στο τέλος του παραθέματος. 
[ii] Αναφέρω εδώ την τρίτη ιστορία της δεύτερης μέρας όπου σε μια ερωτική σκηνή σε δωμάτιο πανδοχείου, αποκαλύπτεται πως ο Ηγούμενος είναι γυναίκα! Αναπόφευκτα, η αποκάλυψη αυτή φέρνει στο νου την Πάπισσα Ιωάννα.

Αλέκος Κυραρίνης, Ο μαχητής Άγγελος, 2020, αυγοτέμπερα σε ξύλο, 28 x 23 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: