Της Έλσας Κορνέτη
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ, Συνομιλίες με τον Ιωάννη, Πρόλογος - Επιμέλεια: Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, εκδόσεις Ρώμη, σελ. 52
Η τραγική αταραξία στέκεται σιωπηλή απέναντι στην επέλαση του μοιραίου. Η τραγική μοναξιά της ύπαρξης, την ίδια στιγμή, τρέχει σε παράλληλη ροή, σε έναν ατέρμονο μονόλογο πάνω από την άβυσσο της ψυχής. Η πνευματική ζωή συγκροτείται πάνω στα κοφτερά όσο και εύθραυστα θραύσματα αυτού του μονόλογου, που συνιστούν ένα κόσμο συμπαγή και στέρεο, την ώρα που ο υλικός κόσμος, μετέωρος και θορυβώδης, διαλύεται.
Αυτή είναι η συνθήκη εντός της οποίας προβάλλει ο εξαϋλωμένος άνθρωπος, ο άνθρωπος δηλαδή που από την τυπική επίγνωση της θνητότητας, περνά στην ανάληψη ενός πνευματικού ουσιώδους, σε ό,τι σαν φως και σαν προσευχή μετουσιώνεται σε μια ποίηση μυστική και τον βγάζει έξω από τον επαναλαμβανόμενο κύκλο της κοινοτυπίας, καθώς εκλύεται σε μια σφαίρα που σφύζει από μεταφυσική μαγεία. Είμαστε ήδη στο τοπίο όπου ο ποιητής συναντά και συνομιλεί με τον αγγελιοφόρο και προπομπό του, ενώ στέκεται ήδη μπροστά στη σφραγισμένη θύρα του Υπερπέρατος: «Καλό ταξίδι μέσα μου Ιωάννη. Καλή συμπόρευση μαζί μου. Στο απροσπέλαστο».
«Οι Συνομιλίες με τον Ιωάννη» συγκροτούν το κύκνειο άσμα του ποιητή και περιλαμβάνουν μια σειρά δεκαέξι ποιημάτων- επιστολών, με παραλήπτη προφανώς τον πρόδρομο της εμφάνισης του Χριστού, τον ασκητικό Βαπτιστή Ιωάννη. Ποιήματα που θα μπορούσαν κάλλιστα να χαρακτηριστούν ποιητικά άσματα και λειτουργούν σαν μια επιθανάτια πορεία προς μια νέα ζωή καθολικά εξαγνισμένη. Είναι η στιγμή που κάθε αυταπάτη θα διαψευσθεί, όπου κάθε οφθαλμαπάτη θα διαλυθεί στην έρημο της αλήθειας. Τα υπαρξιακά ερωτήματα που απευθύνονται στον «Πρόδρομο» παραμένουν αναπάντητα, αλλά στοχαστικά επεξεργασμένα και ποιητικά διατυπωμένα όπως είναι, αποκτούν ιδιαίτερο αισθητικό βάρος.
Η ζωτική ανάγκη για σοφία, αρμονία, δικαιοσύνη, διαφάνεια φωτός και διαιώνιση πνεύματος συνθέτουν σε αυτή την μεταθανάτια συλλογή, το εκχύλισμα του ακριβού αρώματος μιας ζωής κι ενός ανθρώπου ξέχειλου από το υπαρξιακό αίσθημα, ενός δημιουργού που με τη βαθιά ενσυναίσθηση και τη στοχαστική του δεινότητα μετουσίωσε ένα σύνηθες υλικό σε υψηλή ποίηση. Η ροή του ανοιχτού και κλειστού χρόνου στο υποσυνείδητο ταξίδι δονεί τα τοπία της ψυχής, όπως αυτά φιλοτεχνούνται σε ποιήματα εσωτερικού χώρου, σε κλίμα ανυπόκριτης ευλάβειας, φυσικής ευγένειας και γνήσιας ταπεινότητας, πάντα υπό την σκιά μιας αδιόρατης ειρωνείας και γενναίου αυτοσαρκασμού (κυρίως αυτού), που ωστόσο δεν γίνονται εμπόδιο στην έκλυση, κατά την ανάγνωσή τους, έντονης συγκίνησης, από τη δραστικότητα όχι μόνο της ουσίας και του περιεχομένου, αλλά και από την άψογη ποιητική μορφή του Ορέστη Αλεξάκη, που υπήρξε από τους σημαντικότερους ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς.
«Καθένας έχει ένα σταυρό, Ιωάννη,/ κι ανηφορίζει σιωπηλός τον Γολγοθά του. Γιατί; Ποιο ξένο αμάρτημα πληρώνει; Ποιος εμφυτεύει/ μέσα στο μυαλό μας το μικροτσίπ της όποιας αμαρτίας;/ Ποιος επιβάλλει την ποινή; Ποιος και ποιο μέλλον μας επιφυλάσσει;/ Ποιος και γιατί μας έχουν επιλέξει σαν πρωταγωνιστές του δράματός μας;/ Ποιός ο δραματουργός κι ο σκηνοθέτης που αθέατος μας καθοδηγεί,/ τους τραγικούς διδάσκοντας μας ρόλους; Και ποιος ο θεατής που από το βάθος της σκοτεινής πλατείας μάς κοιτάζει και κλαίοντας/ σιωπηλά στο πρόσωπό μας τον ίδιο τον εαυτό του αναγνωρίζει ελέω και φόβω να τον οδηγεί/ εκεί που η κάθε γνώση περιττεύει;»
Ο Ορέστης Αλεξάκης, λόγιος ποιητής που περιπλανήθηκε μέσα από τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις στο «απέραντο παντού», προσπάθησε στο τέλος του χρόνου που απειλητικά τον πλησίαζε να καταλάβει και να ερμηνεύσει την τραγωδία της ανθρώπινης ήττας, να ολοκληρώσει μιαν έρευνα ψυχής και να διαλευκάνει το «σκοτεινό συμβάν», όπως γράφει ο ίδιος, προκαλώντας τον Ιωάννη σε μια συνομιλία χωρίς ανταπόκριση. Ο ποιητής μοιάζει ν’ αναζητά συμβολικά την ύστατη καταφυγή μέσα στο πέτρινο κι απέριττο κουκούλι της θεϊκής προστασίας∙ στην σπηλιά μιας έκστασης, εκεί όπου ένας άλλος Iωάννης (ο Θεολόγος) έγραψε την Αποκάλυψη. Εν τέλει, ο ποιητής σαν άλλος πρίγκιπας μιας υπερκόσμιας ποιητικής γραφής, θα ταλαντωθεί μπροστά «στον γκρεμό της μοίρας» και σαν να έζησε στην ουράνια γη, πριν φύγει, «πιστός κι αληθινός», πάνω σε ένα άλογο λευκό και φτερωτό, πετώντας προς έναν γήινο ουρανό, ό,τι ίσως μύχια προσδοκούσε, όπως διαφαίνεται στα ποιήματα του τέλους, αφήνοντάς μας την παρακαταθήκη ενός δώρου τέχνης που προκαλεί ρίγος σπάνιο.
Τα ποιήματα αυτά συνιστούν «μια τελετουργία βαθιάς απόσταξης προκειμένου να αναβλύσει ελεύθερο το δέος της ψυχής», όπως γράφει χαρακτηριστικά η ποιήτρια Ευτυχία - Αλεξάνδρα Λουκίδου η οποία επιμελήθηκε την έκδοση και φιλοτέχνησε την εκτεταμένη, άκρως κατατοπιστική εισαγωγή, ένα μελέτημα που διασώζει και αναδεικνύει το αρχείο των έσχατων ποιημάτων που ο Ορ. Αλεξάκης τής εμπιστεύτηκε, με απόλυτο σεβασμό στο ποιητικό του σχέδιο αλλά και στον στοχασμό, όπως προκύπτει από ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό στοχαστικό του θραύσμα για όσα ο ίδιος πίστευε και σώζεται ανάγλυφο στον πρόλογο αυτής της έκδοσης:
«Είμαστε το περιεχόμενο ενός ασύλληπτου περιέχοντος που περιλαμβάνει τα πάντα. Ενός ασύλληπτου και πιθανόν ανύπαρκτου περιέχοντος. Και το μεταφυσικό όνειρο είναι επίσης μια πτυχή του παρόντος κόσμου. Το πέραν του παρόντος κόσμου είναι εκτός πάσης νοήσεως και πάσης φαντασίας».
Η Έλσα Κορνέτη είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου