28η Οκτωβρίου ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Του Άλκη Ρήγου
Νοέμβριος 1940. Τα διεθνή πρακτορεία μεταδίδουν, σε όλο τον κόσμο, την κατάληψη της Κορυτσάς από τον ελληνικό στρατό. Πρόκειται για την πρώτη πόλη της Ευρώπης που λευτερώνεται από τις δυνάμεις του Άξονα.
Ακόμη και ιαπωνικές εφημερίδες γράφουν με θαυμασμό για την ανδρεία των Ελλήνων, ενώ ο τουρκικός Τύπος, ίσως για μοναδική φορά στην ιστορία του, κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδους τίτλους «Ζήτω η Ελλάς», «Αλησμόνητο, για όλο τον κόσμο, παράδειγμα γενναιότητας», «Είμαστε περήφανοι γιατί συνδεόμαστε με συμμαχία με ένα τέτοιο Έθνος». Ο υπουργός προπαγάνδας του Γ΄ Ράιχ, Γκαίπελς, αφού απαγορεύει βέβαια κάθε αναφορά των γεγονότων στον ελεγχόμενο Τύπο της Γερμανίας, κατά μόνας… στοχάζεται, «ίσως κρατάνε κάτι από τους αρχαίους τους προγόνους»! Έκπληκτη η ανθρωπότητα παρακολουθεί την αντιστροφή της φασιστικής εξάπλωσης.
Ένα δευτερεύον στρατιωτικά και τοπικού χαρακτήρα πολεμικό επεισόδιο, μετατρέπεται ψυχολογικά σε καταλύτη αντιφασιστικών διεργασιών. Ο Σαρτρ, ο Καμύ, ο Μιραμπέλ, ο Ελυάρ, ο Σουμάν, εκφράζουν τον «μεγάλο και τρυφερό θαυμασμό τους», όπως έγραφε ο Ματίς, «για τούτη την εφεδρεία της ανθρώπινης συνείδησης», όπως χαρακτήριζε την Ελλάδα του ’40, ο Λε Γκορπυζιέ.
Ο Αντρέ Ζίντ, από την συνθηκολογημένη και κατεχόμενη Γαλλία, αποδίδει ίσως καλύτερα από κάθε άλλον το γεγονός: «…Γενναίε ελληνικέ λαέ! Καταλαβαίνετε τι είστε για μας σήμερα; Στη διάρκεια των τελευταίων φοβερών μηνών, δεν είχαμε γνωρίσει παρά μονάχα αποτυχίες και απογοητεύσεις, την συντριβή της περηφάνιας μας, των ελπίδων μας … και ξαφνικά η φωνή σας, η πιο αγαπητή ανάμεσα σε όλες, υψώνεται και κυριαρχεί πάνω στη συγκεχυμένη βοή της κόλασης.
»Με ποια συγκινημένη προσοχή, με ποια προσήλωση σας ακούμε! Αντιπροσωπεύετε για μας τον θρίαμβο της γενναιότητας, της αληθινής αξίας, αυτής του μικρού αριθμού.
»Και ποια ευγνωμοσύνη χρωστάμε σε σας που ξαναδώσατε σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα κάποιους λόγους εμπιστοσύνης στον άνθρωπο, θαυμασμού, αγάπης κι ελπίδας …».
Η μικρή Ελλάδα των επτά όλων κι’ όλων εκατομμυρίων ψυχών, καταγράφεται για δεύτερη φορά –η πρώτη ήταν το 1821– στην παγκόσμια σκηνή της νεότερης Ιστορίας. Την ίδια ώρα, στο εσωτερικό της χώρας, το καθεστώς βλέπει όλες τις κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες που βίαια είχε προσπαθήσει να ανακόψει, να βρίσκουν δυναμική διέξοδο και έκφραση, ενώ το ίδιο βρίσκεται –όπως παρατηρεί ο Γιώργος Σεφέρης στο «Χειρόγραφο ’41»– να παραπαίει σε μια επιπλέον αντίφαση, με τεράστιες συνέπειες στην ψυχολογία των «βρικολάκων υπουργών του». Να διαχειρίζεται τον πιο επικίνδυνο πόλεμο της ιστορίας μας, με το μέρος εκείνων που χτυπούσαν της φασιστικές δυνάμεις. Αλλά το καθεστώς και ο επικεφαλής του ήθελε να είναι και αυτό φασιστικό. Πώς να συνδυάσει αυτά τα πράγματα; Πώς να συνειδητοποιήσει, ότι ο λαϊκός χείμαρρος της 28ης Οκτωβρίου δεν επικύρωνε, αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου και το οπερετικό καθεστώς της ;
Πώς να κατανοήσει αυτός ο αντιφατικός δικτάτορας, που «δεν πολεμά δια την νίκην. Πολεμά δια την Δόξαν και για την τιμήν» ( δήλωση στους αρχισυντάκτες του αθηναϊκού Τύπου, 30 Οκτωβρίου), ότι παρά τις διαταγές του Γενικού Επιτελείου και του αρχιστρατήγου του, για άμεση σύμπτυξη του Μετώπου, ο πόλεμος μετατρέπονταν από σύρραξη δύο στρατευμάτων –για πρώτη φορά σε παγκόσμιο πόλεμο– σ’ ένα λαϊκό-απελευθερωτικό αγώνα καθολικής αντίστασης στον φασισμό; Γεγονός που, κατά τη γνώμη μας, αποτελεί άλλωστε και τη σημαντικότερη συμβολή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και είναι ακριβώς αυτή η λαϊκή θέληση που –όπως παρατηρεί και ο ταξίαρχος Μάγερς, μετέπειτα αρχηγός της βρετανικής αποστολής στα βουνά– «ανάγκασε τον τακτικό στρατό να πολεμήσει» ανατρέποντας τα σχέδια του επιτελείου.
Το πνεύμα αυτό της ηττοπάθειας, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν αφορούσε μοναχά το κύκλωμα του δικτάτορα, τη βασιλική αυλή και το επιτελείο. Με βάση τα ντοκουμέντα και αρχεία της περιόδου, γνωρίζουμε πια ότι ίδιες αντιλήψεις διακατείχαν και τους αστούς αντιπάλους του, όπως τον Γεώργιο Καφαντάρη, τον Γεώργιο Παπανδρέου ή τον στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα, που είχε προχωρήσει –από την Γαλλία που βρίσκονταν εξόριστος– σε ιδιαίτερες επαφές με τους Ναζί, για ανατροπή του Μεταξά και εγκαθίδρυση φιλογερμανικής Κυβερνήσεως, διότι «Η Ελλάς ήχθη προς αυτοκτονίαν».
Ο λόγος του Γιώργου Σεφέρη, που εκείνη την εποχή ήταν εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών για τους ξένους ανταποκριτές , είναι αποκαλυπτικός :
«Το μόνο γενικότερο συμπέρασμα που βγάζω και με ανησυχεί είναι η καταπληκτική διαφορά του λαού και της συντεχνίας των αρχόντων του, σ’ όποιο κόμμα κι αν ανήκουν … είναι παράξενο και υπέροχο να το συλλογίζεται κανείς: Ο λαός έκανε μόνος του αυτό που έκανε – μόνος του. Οι έξη μήνες του πολέμου ήταν δύο πράγματα ολότελα ξεχωριστά: Από το ένα μέρος ένα άνθισμα, μια ανώνυμη ανάσταση και από το άλλο μέρος ο κήρυκας της «Μπρετάνιας» (εννοεί το ξενοδοχείο της Μ. Βρετανίας στα υπόγεια του οποίου, μακριά από το μέτωπο, εκτός της κυβέρνησης, είχε εγκατασταθεί όλο το διάστημα του πολέμου το Γενικό Επιτελείο) με τους σκοτεινούς διαδρόμους και τις απελπισμένες χειρονομίες. Από αυτόν τον τελευταίο, δεν έχουμε καθαριστεί και δεν θα καθαριστούμε, παρά όταν νικήσουμε».
Την αλήθεια αυτή για το Επιτελείο πιστοποιεί με συγκλονιστικές λεπτομέρειες τόσο ο στρατηγός Καθηνιώτης, στην απόρρητη έκθεσή που συνέταξε το 1943 για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ’40- 41, όσο και ο ίδιος ο Αλ. Παπάγος στο βιβλίο του «Ο Ελληνικός στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον» το 1956.
Από την άλλη, οι διπλωμάτες μας συνιστούσαν να κάνουμε «μερικάς εντίμους υποχωρήσεις» ( Π. Πιπινέλης από την Σόφια ), «χωρίς βέβαια να πάθει η Ιταλία τόσο μεγάλη ήττα, ώστε να χάσει το γόητρό της (Ρίζος- Ραγκαβής από το Βερολίνο).
Ταυτόχρονα, στην Αθήνα, ο υποδιοικητής της Γενικής Ασφάλειας Παξινός –αξιωματικός μυστικά και της Γκεστάπο– φώναζε στους λογοτέχνες αρθρογράφους των εφημερίδων, που είχε συλλάβει διακριτικά ένα βράδυ του Δεκέμβρη του ’40: «Βρήκατε την ευκαιρία να χτυπάτε τον φασισμό. Τι σας έφταιξε ο φασισμός; Οι Ιταλοί μας επιτέθηκαν…»
Και οι φοβίες του καθεστώτος καθημερινά αυξάνουν. «Με ανησυχεί η αισιοδοξία του κόσμου», σημειώνει ο ίδιος ο Ι. Μεταξάς στο ημερολόγιό του. Αρνούμενος όχι μόνο στους εξόριστους και φυλακισμένους κοινωνικούς αντιπάλους του αστισμού, την συμμετοχή τους στον πόλεμο –κρατώντας τους στις φυλακές για να τους παραδώσει το καθεστώς του, με υποδειγματικά τάξη στα γερμανικά στρατεύματα– αλλά και σε μεγάλη μερίδα εμπειροπόλεμων αξιωματικών όπως ο Σ. Σαράφης, απότακτων του Κινήματος του ’35 καθώς και στους λίγους αστούς εξόριστους, που επίσης το ζητούν, με την εξαίρεση του Π. Κανελλόπουλου, του μόνου που γίνεται δεκτή η αίτηση του και στέλνεται στο μέτωπο, ως απλός …οπλίτης φυσικά.
Έτσι όμως όταν Γενάρη του ’ 41 τον βρήκε ο θάνατος, κι αφού: «Δι’ εγκυκλίου τον κλάψανε, όλοι οι Έλληνες, που τον είχαν αγαπήσει δια νόμου», όπως έγραφε σαρκαστικά ο Ασημάκης Πανσέληνος, «Η κοπριά που άφησε –σημειώνει και πάλι ο Σεφέρης– ξετραχηλίστηκε (και) φτάσαμε στα γεγονότα της άνοιξης. Υπουργοί πανικόβλητοι και σπασμωδικοί, διπλωμάτες χωρίς ειρμό, στρατηγοί –και ιεράρχες προσθέτουμε εμείς– που πρόδωσαν, πρωθυπουργοί που αυτοκτόνησαν και …η ασυγχώρητη, η εγκληματική, η τραγική απώλεια της Κρήτης» .
Και για να μην νομισθεί ότι ο λόγος του ποιητή είναι υπερβολικός, ας δούμε και τον λόγο του τότε προσωπάρχη του Υπουργείου Στρατιωτικών στρατηγού Σόλωνα Καφάτου: «Μόνο όποιος έζησε αυτόν τον αγώνα, δύναται να υπολογίσει το μέγεθος του διαπραχθέντος εγκλήματος, όπερ εσαμπόταρε κυριολεκτικώς εις όφελος του εχθρού τον αγώνα»
Καμιά έκπληξη λοιπόν όταν διαβάζουμε στον Τύπο στις 6ης Μαΐου ’ 41 –ενώ δηλαδή η Μάχη της Κρήτης συνεχίζονταν, ότι πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στο «πρωθυπουργικό» γραφείο υπό τον δοσίλογο «πρωθυπουργό» και προδότη στρατηγό Τσολάκογλου, με τους πολιτικούς και στρατιωτικούς Θ. Πάγκαλο. Κ. Γονατά, Α. Οθωναίο, Κ Μάξιμο, Κ. Τσαλδάρη, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλο, Σ. Μερκούρη , Κ. Ράλλη κ. ά. στην οποία : «Πάντες ανεγνώρισαν ότι η Κυβέρνησης Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθεί εκ μέρους πάντων των Ελλήνων, άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς»
Ή, τις ίδιες μέρες στον ημερήσιο Τύπο ότι: «Ο πόλεμος ετελείωσε … Δια την πραγματικήν ειρήνευσιν … χρειάζεται και η ψυχική αποστράτευσις των Ελλήνων» (Εστία, 29- 4). «Με την ψυχικήν αποστράτευσιν θα αισθανθώμεν την λύτρωσιν από τον εφιάλτην του πολέμου και θα αγωνισθώμεν δια να αναδείξωμεν την παραγωγήν και τον πολιτισμόν μας» (Καθημερινή, 30- 4). «Με τον τερματισμόν του πολέμου, ήρθησαν πλέον οι φραγμοί, οι οποίοι (μας) εχώριζον με τους αντιπάλους μας» (Ελεύθερον Βήμα, 2-5). Ή το τηλεγράφημα του διορισμένου από τον Μεταξά δημάρχου Αθηναίων Πλυτά, που εξέφραζε τον θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη «όλων των Αθηναίων, προς τον ενδοξον Φύρερ του Γερμανικού Λαού». Ή την 7η Μαΐου το σε άψογη καθαρεύουσα τηλεγράφημα: «Η Σύγκλητος του Αθήνησι Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, χαίρουσα επί τη συγκροτήσει της Εθνικής Κυβερνήσεως, υποβάλλει τα θερμά αυτής συγχαρητήρια δια της εις τας στιβαράς χείρας της Υμετέρας Εξοχότητος ανάθεσιν [από ποιόν άραγε;] της προεδρίας αυτής … διαβεβαιούσα δια πάσαν βοήθειαν εις το εξόχως Μέγα Πατριωτικόν αυτής έργον»!
Κι όμως, την ίδια ώρα που το αστικό πολιτικό οικοδόμημα κατέρρεε κάτω από την προδοσία, τον ενδοτισμό και τον δωσιλογισμό αυτής της «ανάξιας του Ελληνικού λαού ηγετικής τάξης» –όπως διαπίστωνε πικρά ένας συνειδητός αστός παιδαγωγός, ο Αλέξανδρος Δελμούζος– ένας άλλος δρόμος άνοιγε, όχι μέσω του κράτους αλλά από τους ίδιους τους εργαζόμενους πολίτες της κοινωνίας.
«Χτύπαγε πιο γρήγορα τα’ όνειρο
Μέσ’ το αίμα του κόσμου.
Ελευθερία
Έλληνες μες τα σκοτεινά
Δείχνουν τον δρόμο
Όπως χαράζει ανάμεσα στους στίχους του, ο άλλος μεγάλος της ποίησής μας, ο Οδυσσέας Ελύτης. Ένα δρόμο που ανταποκρίνονταν στο λαϊκό-απελευθερωτικό όραμα που είχε γεννήσει η 28η Οκτωβρίου. Και είχαν από την πρώτη μέρα του πολέμου, κόντρα στο γερμανικό-σοβιετικό σύμφωνο, αλλά μέσα στον κοινωνικό παλμό, διατυπώσει, τόσο η ομάδα συμβίωσης των φυλακισμένων κομμουνιστών στην Ακροναυπλία, όσο και από τις φυλακές της Κέρκυρας, ο Γραμματέας της Κ. Ε. του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης στις 31 του Οχτώβρη: «…Ο κάθε βράχος, η κάθε ρεματιά, το κάθε χωριό καλύβα με καλύβα, η κάθε πόλη σπίτι με σπίτι, πρέπει να γίνει φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα … Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θάναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκονται στο πλευρό μας».
Και είναι ακριβώς η εργατική τάξη που την ώρα εκείνη ορθώνεται ως η μόνη εθνική τάξη στον κοινωνικό μας σχηματισμό, ικανή να εκφράσει μέσα από ένα λαϊκό-απελευθερωτικό όραμα ενός αύριο λεύτερου και κοινωνικά δίκαιου το μέγιστο των αγροτικών και μικροαστικών στρωμάτων, καθώς και τα φωτεινότερα μυαλά του αστισμού, σε ένα νέο συνασπισμό εξουσίας, σε μια νέα κοινωνική και πολιτική ηγεμονία. Υπερβαίνοντας με αυτή τα συσσωρευμένα άλυτα προβλήματα. Τους κυρίαρχους μεσοπολεμικούς μύθους αναζήτησης Αρχηγών -Σωτήρων (Φύρερ πρινσίπ), που μέσω ενός πανίσχυρου δικτατορικού κρατικού καθεστώτος θα μπορούσαν να λύσουν τις άλυτες κοινωνικές-ταξικές αντιθέσεις των κοινωνικών σχηματισμών.
Πρώτη πράξη αυτού του αγώνα, αυτού του οράματος Ελευθερίας, μα και όλης της αντίστασης στην Ευρώπη, το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας από το Μπλεβεντέρε της Ακρόπολης, από τον Απόστολο Σιάντα και τον Μανόλη τον Γλέζο.
Το τι απέγινε αυτό το όραμα και οι φυσικοί εκφραστές του είναι μια άλλη ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου