ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΡΙΖΑ
ΖΗΝΟΒΙΑ ΛΙΑΛΙΟΥΤΗ, Ο «άλλος» Ψυχρός Πόλεμος. Η αμερικανική πολιτιστική διπλωματία στην
Ελλάδα 1953-1973, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 349
Το βιβλίο της Τζένης Λιαλιούτη αφορά μια
όψη του Ψυχρού Πολέμου που έρχεται πια στο επίκεντρο της έρευνας. Οι
πολιτιστικές διαστάσεις διαμαχών με πολιτικό και στρατηγικό χαρακτήρα αποτελούν
βασικό τους στοιχείο, το οποίο επισκιάζεται συχνά από την πολιτική και τη
διπλωματία, οι οποίες διατηρούν κάποια ερευνητική προτεραιότητα λόγω μιας
ακαδημαϊκής παράδοσης που εξακολουθεί να τις ευνοεί, παρά τη διεύρυνση της
οπτικής της ιστοριογραφίας, και λόγω των αρχειακών διαθεσιμοτήτων. Ο Ψυχρός
Πόλεμος, παρά το γεγονός ότι αφορούσε και κλασικά γεωπολιτικά θέματα, ήταν μια
από τις πιο ιδεολογικοποιημένες διαμάχες της ιστορίας και κρίθηκε σε μεγάλο
βαθμό στο πεδίο των αξιών και των ιδεών. Συνεπώς, η πολιτιστική πολιτική των
Ηνωμένων Πολιτειών, την οποία παρακολουθεί η συγγραφέας για μια εικοσαετία, από
το 1953 έως το 1973, είναι μέρος αυτής της ιστορίας. Το βιβλίο βασίστηκε σε
ευρύτατη έρευνα στα αμερικανικά αρχεία και στις διαθέσιμες αρχειακές συλλογές
των Βενέζη, Θεοτοκά, Μυριβίλη και Τσάτσου. Συνδύασε όλα αυτά με εποπτεία της
διεθνούς βιβλιογραφίας.
Αφετηριακά, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η
πολιτιστική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών αφορά την εικόνα της Ελλάδας στα μάτια
των διαμορφωτών της αμερικανικής πολιτικής. Ταυτόχρονα όμως μπορούμε να
προσεγγίσουμε την ελληνική κοινωνία μέσω των εργαλείων που μας καθιστά προσιτά
η διαμόρφωση και η εφαρμογή αυτής της πολιτιστικής πολιτικής. Όταν οι
Αμερικανοί αναμίχθηκαν στις ελληνικές υποθέσεις το 1947, έβλεπαν την Ελλάδα
περισσότερο ως μέρος της Εγγύς Ανατολής και λιγότερο της Ευρώπης. Η αλλαγή στην
αντίληψη αυτή ήταν αργή. Η Ελλάδα ως τομέας γραφειοκρατικής ευθύνης μεταφέρθηκε
στο Ευρωπαϊκό τμήμα του State
Department
το
1974, λίγο μετά το τέλος της περιόδου που καλύπτει το βιβλίο της Τζένης Λιαλιούτη.
Επίσης, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η
πολιτική αυτή διαμορφώνεται σε σημαντικό βαθμό από τις κοινωνικές επιστήμες, οι
οποίες αναπτύσσονται στην ψυχροπολεμική Αμερική σε στενή συνάφεια με το «κράτος
Εθνικής Ασφαλείας», το σύνολο δηλαδή των μηχανισμών που αναπτύσσονται στη
μεταπολεμική περίοδο.
Ο αναγνώστης βλέπει ότι οι Αμερικανοί αναλυτές
διαπίστωναν ένα είδος πολιτισμικού «δυισμού», δανείζομαι τον όρο από το
Νικηφόρο Διαμαντούρο, στη δεκαετία του 1950: Στην Ελλάδα συνυπάρχουν ο
θαυμασμός για την αμερικανική υλική ευημερία και το ορθόδοξο αξιακό υπόστρωμα της
ελληνικής παραδοσιακής κοινωνίας.
Το βιβλίο χρησιμοποιεί, μεταξύ άλλων, κοινωνικές
έρευνες που διεξήχθησαν για λογαριασμό της United States Information Service (USIS). Μια ανάλυση του 1961, η οποία
βασιζόταν σε ευρήματα έρευνας του 1958, σχετικά με τον προσανατολισμό της
ελληνικής κοινής γνώμης στο θέμα της διεθνούς θέσης της χώρας, αναδείκνυε ένα
ισχυρό αντιαμερικανικό ρεύμα στην εποχή της όξυνσης του Κυπριακού και της
συζητούμενης εγκατάστασης αμερικανικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς στην Ευρώπη. Η
αμερικανική ερμηνεία της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας έτεινε όμως να
διαμορφώνεται στη βάση μιας παρανάγνωσης: οι Αμερικανοί αναλυτές αγνοούσαν την
παράδοση πολιτικής συμμετοχής και διαμαρτυρίας και ερμήνευαν την πολιτικοποίηση
ως απότοκη της φτώχειας και της συνακόλουθης προσπάθειας να αποσπαστούν πόροι
μέσω της πολιτικής διαδικασίας.
Καθώς αναζητείτο ένα «αντίδοτο» στην
αποσταθεροποίηση, οι αμερικανικές αναλύσεις υπεδείκνυαν άλλοτε πολιτικές και
άλλοτε πολιτισμικές ερμηνείες, των οποίων η ερμηνευτική χρησιμότητα ήταν
τουλάχιστον περιορισμένη. Στο πλαίσιο της ανάμιξης πολιτισμικών και
ψυχολογιζουσών ερμηνειών, τίθεντο ερωτήματα σχετικά με την καταλληλότερη τακτική
αντιμετώπιση των Ελλήνων: επίδειξη δύναμης ή μετριοπάθεια; Αυτό μας οδηγεί στην
καίρια διαπίστωση της Λιαλιούτη. Την αμερικανική πολιτική διέτρεχε μια
θεμελιώδης αντίφαση μεταξύ εκσυγχρονισμού και αυταρχισμού. Αμερικανική πρόθεση
ήταν να εισαγάγει τη χώρα στον σύγχρονο κόσμο, όπως αυτός, βέβαια, οριζόταν από
την αμερικανική οπτική, αλλά αντιστάσεις ή και πολιτικά και στρατηγικά
συμφέροντα που έθεταν τις δύο χώρες σε τροχιά απόκλισης οδηγούσαν τους
Αμερικανούς υπευθύνους σε συντηρητικές ή και αυταρχικές πολιτικές επιλογές.
Η πολιτική στρατηγική που διαμορφώθηκε το
1958 εμπεριείχε στοιχεία ισχύος και πειθούς. Η ενίσχυση του υπουργείου
Προεδρίας της κυβέρνησης, με υπουργό τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, εκ μέρους της USIS, κατά την τριετία 1958-61,
εντασσόταν στον τομέα της προπαγάνδας αλλά σήμαινε και σκλήρυνση των μηχανισμών
του μετεμφυλιακού κράτους. Αυτό το στοιχείο ήταν το υπόβαθρο των εκλογών του
1961.
Υπήρχαν και πιο δημιουργικές, από
πολιτική άποψη, ιδέες. Η ύπαρξη ενός κόμματος στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ
Αριστεράς και Δεξιάς θα μπορούσε να απορροφήσει το δυναμικό του χώρου αυτού και
να θέσει υπό έλεγχο την κοινωνική δυσαρέσκεια.
Όλα τα στοιχεία και οι εκλογές του 1958,
με την ανάδειξη της ΕΔΑ ως αξιωματικής αντιπολίτευσης, υποδήλωναν ριζοσπαστικές
τάσεις οι οποίες δεν ήταν ευχερώς ελέγξιμες. Ο σχηματισμός της Ένωσης Κέντρου,
διαδικασία που υποστηρίχθηκε από τον αμερικανικό παράγοντα, και ο ανένδοτος
αγώνας που ακολούθησε, έδειξαν εντούτοις ότι η ελληνική κοινωνία δεν ήταν τόσο
ριζοσπαστική όσο έδειχνε η πολιτική ρητορική ή η ένταση της πολιτικής
διαμαρτυρίας. Από έρευνα του 1965 προέκυπτε ότι οι Αθηναίοι αυτοτοποθετούνταν
στο κέντρο. Οι αντιλήψεις για τη διεθνή θέση της Ελλάδας εμφανίζονταν λιγότερο
αντιδυτικές σε σχέση με παλαιότερα. Εμφανιζόταν επίσης μια γενικότερη απόρριψη
των οικονομικών συστημάτων, αναδυόταν δια της άρνησης μια πραγματιστική στάση.
Σε ερωτήματα που ήταν πιο «χρηστικά» από πολιτική άποψη τα αποτελέσματα ήταν
μάλλον αμφίρροπα. Η θετική γνώμη για τις ΗΠΑ ήταν αξιοσημείωτη, αλλά μόνο των
36% θεωρούσε ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας συνέπιπταν με αυτά των Ηνωμένων
Πολιτειών.
Όπως γνωρίζουμε, η κεντρώα μεταρρύθμιση
απέτυχε, η Ελλάδα εισήλθε σε μια μακρά πολιτική και θεσμική κρίση που κατέληξε
στην κατάλυση του κοινοβουλευτισμού με το πραξικόπημα του 1967. Στην καρδιά
αυτής της κρίσης βρέθηκαν οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις.
Αξιολογώντας τις εξελίξεις κατά το 1965,
ο κλάδος Έρευνας και Ανάλυσης του State
Department ανέδειξε τον αντιαμερικανισμό στην περίοδο 1947-52, αυτής δηλαδή που
χαρακτηριζόταν από την άμεση αμερικανική επέμβαση στην Ελλάδα. Αν αυτό ήταν το
ιστορικό υπόβαθρο, η συγχρονία υπεδείκνυε ως υπαίτιο στα μάτια των Αμερικανών
αναλυτών τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν ήταν μόνο Έλληνας
πολιτικός αλλά και διακεκριμένος Αμερικανός ακαδημαϊκός. Ήταν ακατανόητο για
τους Αμερικανούς διπλωμάτες και πολιτικούς να είναι ο Ανδρέας επικριτής της
αμερικανικής πολιτικής.
Αν υπήρχαν αυτοί που αντιδρούσαν στην
αμερικανική ηγεμονία, υπήρχε και η άλλη όψη του Ιανού: Οι Αμερικανοί αισθάνονταν
ότι μια μερίδα Ελλήνων ενδεχομένως επεδίωκε να «καθοδηγείται» από τις Ηνωμένες
Πολιτείες, ότι ήταν παρούσα μια «ψυχολογία» εξάρτησης στο πλαίσιο ασύμμμετρων
σχέσεων. Πέραν της πολιτικής, της οικονομικής και της στρατηγικής ανάλυσης, το
βιβλίο της Τζένης Λιαλιούτη μας βοηθά να κατανοήσουμε το πολιτιστικό υπόβαθρο
και τους μηχανισμούς εδραίωσης αυτής της εξάρτησης.
Ο Σωτήρης
Ριζάς είναι ιστορικός, διευθύνων του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου
Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών
Άγγελος Αντωνόπουλος, Λευκός Οίκος, 2020, πολυστερίνη, χαρτόνι, μέταλλο, κίνηση και ήχος, |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου