23/8/20

Όρνιθες στην Επίδαυρο

Άγγελος Αντωνόπουλος, Λευκός Οίκος, 2020, πολυστερίνη, χαρτόνι, μέταλλο, κίνηση και ήχος, 



ΤΗΣ ΑΝΘΟΥΛΑΣ ΔΑΝΙΗΛ

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ, Όρνιθες, από το ΚΘΒΕ, Επίδαυρος, 7,8,9 του 2020

Στο εξαιρετικά επιμελημένο πρόγραμμα του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, στο «Σημείωμα του Μεταφραστή» Κώστα Γεωργουσόπουλου, βρίσκουμε όλες τις ουτοπίες που υπάρχουν στα λογοτεχνικά κείμενα, αρχίζοντας από τον μέγα Όμηρο –νησί των Λωτοφάγων και νησί της Κίρκης– την πλατωνική Πολιτεία, μετά στην Ουτοπία του Τόμας Μορ, την Πολιτεία του Ηλίου του Καμπανέλλα, τη Χώρα της Αλίκης των Θαυμάτων, την Πολιτεία που ονειρεύτηκε ο Μάρξ (και τι ακολούθησε…) και με στροφή πάλι στον αρχαίο κόσμο, του Αριστοφάνη την Νεφελοκοκκυγία.
«Ε, λοιπόν, ο μεγαλοφυής Αριστοφάνης αυτό ψυχανεμίστηκε», ότι «μια απόπειρα συγκρότησης δίκαιης και ίσης σε δικαιώματα Πολιτείας, καταντά (νομοτελειακά;) σε τυραννίδα, δικτατορία και καθεστώς καταπίεσης, λες και κάθε απόπειρα να θεμελιωθεί μια οντότητα δικαιοσύνης περιέχει από τα γεννοφάσκια της μέσα της τη διάλυση … γεννήθηκαν για να διαλυθούν και να πεθάνουν». Έτσι μας λέει ο Κ. Χ. Μύρης.
Και ποιο είναι τελικά το μήνυμα; Ότι, δυστυχώς, οι Αθηναίοι πρέπει να επιβληθούν σ’ αυτούς που προσπαθούν να τους επιβληθούν. Και όπως λέει ο Θουκυδίδης, είναι στη φύση τους, ούτε οι ίδιοι να έχουν ειρήνη ούτε τους άλλους να αφήσουν να έχουν.
Αυτό το έργο, τους Όρνιθες και την ουτοπία τους, σκηνοθέτησε με δύναμη, μπρίο, φαντασία και όραμα ο Γιάννης Ρήγας, που από τα δεκαοχτώ του χρόνια ζούσε με τον καημό τους και έφτασε η ώρα: «Είμαστε εδώ, χωρίς υπεκφυγές και αποφασισμένοι. Να ανεβούμε στη σκηνή, να πούμε την ιστορία, να γελάσουμε και να δακρύσουμε. Να πετάξουμε!».
Το έργο γράφτηκε στα 414 π.Χ. μέσα στον Πελοποννησιακό πόλεμο, όταν οι Αθηναίοι έβλεπαν ακόμα με αισιοδοξία το μέλλον.

Υπόθεση: Δύο ταλαιπωρημένοι Αθηναίοι αποφασίζουν να φύγουν και να αφήσουν πίσω τους φτώχια, σκοπιμότητες, πόλεμο, δικομανία, διαμάχες και μεγάλα λόγια των πολιτικών. Και φτάνουν στην πόλη των πουλιών. Στην αρχή τα πουλιά είναι εχθρικά αλλά ο Πεισθέταιρος τα πείθει να υπακούσουν στις εντολές του, στους κανόνες του, να χτίσουν την Νεφελοκοκκυγία τους, ανάμεσα ουρανού και γης, και να εμποδίσουν την τσίκνα που στέλνουν οι άνθρωποι να ανεβαίνει στους θεούς∙ να γίνουν ανεξάρτητοι. Στη νέα πόλη καταφθάνουν ο σοφός, ο οικιστής και ο γεωμέτρης, όπως λέει και ο Ελύτης στο Άξιον Εστί, ή «Λαμόγια, κηφήνες, κομπιναδόροι και παπαδαριό» ο Μύρης, δηλαδή κάθε είδους μπαγαπόντης που βρήκε την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τους αδαείς. Αλλά ο πονηρός γέρων ξέρει πώς να διαφυλάξει τα συμφέροντά του, γνωρίζει από πειθώ. Πείθει τα πουλιά, παντρεύεται τη Βασιλεία και όλα τελειώνουν όπως πρέπει: με αυτόν βασιλιά, επιστρέφουν οι νόμοι, η υπακοή και ο σεβασμός στους γονείς και στην παράδοση.
Η Παράσταση: ξεκινάει με έναν προβολέα-μενταγιόν, μέσα στο οποίο χορεύει ένα πουλί από την ιστορική παράσταση του Κουν, με κοστούμι ζωγραφισμένο από τον Τσαρούχη και χορογραφία της Ζουζούς Νικολούδη. Τιμής ένεκεν. Δόξα παλιά και αγκάθι για κάθε νέα παράσταση. Οι Όρνιθες με τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και οι Αχαρνής με τη μουσική του Διονύση Σαββόπουλου έχουν βάλει τη σφραγίδα τους και κανείς δεν μπορεί να τα δει έξω από τη μουσική τους επένδυση και χωρίς να τις αναγκαίες αναφορές. Η μουσική έχει αυτονομηθεί από τα έργα αλλά εξακολουθεί να είναι και αυτή η άλλη όψη του έργου. Για όποιον, βεβαίως, από τους νεότερους δεν έχει δει τους Όρνιθες του Κουν με τη μουσική του Χατζιδάκι και δεν έχει ακούσει τους Αχαρνής του Σαββόπουλου, καθόλου δεν εμποδίζεται να χειροκροτήσει με όλη την καρδιά του και ανάλογα με τον βαθμό της μέθεξης που ένιωσε. Για όποιον όμως έχει, είναι μια μικρή νοσταλγία της παράστασης που έρχεται από μακριά, και από τις περιοχές της μνήμης που έχουν περάσει πλέον στον μύθο.
Η παράσταση του ΚΘΒΕ ήταν ωραία. Το σκηνικό ήταν ωραίο, μια πόρτα στον ουρανό, με γαλαζόλευκα σύννεφα κι αυτή ωραία ήταν. Εικοσιτέσσερα πολύχρωμα πουλιά, καθένα κι ένα είδος, πετούσαν στην ορχήστρα συνεχώς, με ένα πλούσιο υπερήφανο φτέρωμα ικανό για στρώμα και για χλαίνα (όπως έλεγε στη δική του μετάφραση ο Βασίλης Ρώτας), μουσική καλή με εξέχον εκείνο το θαυμάσιο βαλς που ακούγεται και στο διαφημιστικό τρέιλερ. Ο πρωταγωνιστής, Ταξιάρχης Χάνος, ανταποκρίθηκε στον ρόλο του σαν επιτυχημένος τηλεοπτικός σταρ. Ευρηματικά τα θεϊκά πρόσωπα, η επικαιρική αναφορά στον κορωνοϊό (με δύο άξιους ιούς στην άκρη της ορχήστρας να παραμονεύουν). Όλα ήταν καλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: