ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Βασίλης Ζωγράφος, Άτιτλο, 2020, λάδι σε χαρτί, 150 x 205
εκ.
|
ΤΟΥ BRIAN MORRIS
Από το βιβλίο του Εισαγωγή
στην ανθρωπολογία των θρησκειών, μτφρ. Θεόδωρου Παραδέλλη, εκδόσεις
Ηριδανός, σελ. 624
«Όλη η ανθρωπότητα, Έλληνες και μη Έλληνες, πιστεύουν
στην ύπαρξη των θεών». Αυτό είπε ο Πλάτωνας πριν πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια.
Λίγοι θα αρνούνταν την οικουμενικότητα μιας κάποιας μορφής θρησκείας ανά τον
κόσμο. Δεν έχουμε εισέτι βρει μια κοινωνία που να μην εκφράζει με τον ένα ή
άλλο τρόπο κάποιες αντιλήψεις για το ιερό ή για κάποια πνευματικά όντα. Οι
απολογητές της θρησκείας, υποστηρίζοντας μια θρησκευτική ή θεϊστική άποψη του
κόσμου, τείνουν φυσικά να τονίζουν την οικουμενικότητα της θρησκείας, αλλά καλό
θα ήταν να θυμηθούμε ότι η σκεπτικιστική στάση έναντι των θρησκευτικών πεποιθήσεων
συναντάται σε όλους τους πολιτισμούς και ότι η φυσιοκρατική (νατουραλιστική)
αντίληψη του κόσμου έχει και αυτή μια μακρά ιστορία.
Η Mary Douglas, η οποία στο Purity and Danger
απεικονίζει την «πρωτόγονη κοσμοθεώρηση» ως ουσιαστικά θρησκευτική και
συμβολική, αργότερα αμφισβήτησε αυτή την «πρωτόγονη ευσέβεια», υποστηρίζοντας
ότι υπάρχουν πολλοί πρωτόγονοι πολιτισμοί που έχουν μια κοσμική μεροληψία.
Αναφέρει τη μελέτη του Barth για τους νομάδες Basseri της Περσίας (1964), οι
οποίοι, αν και μουσουλμάνοι, αντιλαμβάνονται τη θρησκεία με τον ίδιο τρόπο που
την αντιλαμβάνονται και τα μέλη ενός τυπικού προαστίου του Λονδίνου και
συμβουλεύει τους ανθρωπολόγους να «εγκαταλείψουν το μύθο του ευσεβούς
πρωτόγονου» (1975: 81). Προτιμώ αυτή την άποψη από την προσέγγιση που θεωρεί
ότι οι προεγγράμματοι λαοί διακατέχονται ολοκληρωτικά από θρησκευτικές,
ουσιαστικά, εννοιολογικές κατηγορίες. Δεν έχουμε παρά να στραφούμε στην
ελληνική σκέψη, που πολλοί θεωρούν πως είναι η πηγή της Δυτικής διανόησης, για
να δούμε τη συνύπαρξη πολλών διακριτών μεταξύ τους αντιλήψεων για τη φύση, την
κοινωνία και τον κόσμο.
Η ανθρωπολογική μελέτη των θρησκευτικών πεποιθήσεων και
θεσμών, που θα αποτελέσει το αντικείμενο διερεύνησης των επόμενων κεφαλαίων,
έχει πάμπολλα υποστεί από τα ανώφελα σχίσματα και τις εξειδικεύσεις που
αναπτύχθηκαν στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Οι θεμελιωτές των κοινωνικών επιστημών
–ο Spencer, ο Durkheim και ο Weber, ιδιαίτερα– όλοι από τους οποίους έδειχναν
ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους θρησκευτικούς θεσμούς και τις θρησκευτικές
ιδεολογίες, είχαν, βεβαιωμένα, μια οικουμενική ιστορική σκοπιά. Το ενδιαφέρον
αυτών των στοχαστών επικεντρωνόταν στους κοινωνικούς θεσμούς, τόσο από
συγκριτικής πλευράς, όσο και από πλευράς ιστορικής αλλαγής και ανάπτυξης, με
αποτέλεσμα στις μελέτες τους να βρίσκουμε όχι μόνο διεισδυτικές αναλύσεις και
θεωρίες αναφορικά με την άνοδο του βιομηχανικού καπιταλισμού, αλλά και σκέψεις
πάνω στους προεγγράμματους πολιτισμούς. Το Principles of Sociology (Αρχές
της Κοινωνιολογίας) του Herbert Spencer βρίθει από αναφορές σε δεδομένα από
άλλους πολιτισμούς. To Sociology of Religion (Κοινωνιολογία της
Θρησκείας) του Weber περιέχει τεράστιο όγκο αναφορών στα μεγάλα θρησκευτικά
συστήματα· ακόμη και οι μελέτες του Μαρξ, που είναι αφιερωμένες σχεδόν
αποκλειστικά στην κριτική ανάλυση του καπιταλισμού, περιλαμβάνουν άφθονο
συγκριτικό υλικό που αφορά την κοινωνική ζωή των προεγγράμματων και «αρχαίων»
κοινοτήτων.
Η ανάδυση της κοινωνιολογίας και
της ανθρωπολογίας ως ανεξάρτητοι ακαδημαϊκοί κλάδοι είχε, κατά την άποψή μου,
αρνητικές συνέπειες, οδηγώντας σε στενές και περιορισμένες οπτικές. Μια
πρόχειρη εξέταση των βασικών εγχειριδίων και στις δύο ειδικότητες, θα
αποδείκνυαν του λόγου το αληθές, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη τη θρησκευτική
οργάνωση και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Γενικώς, τα εγχειρίδια
κοινωνιολογίας ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τον Χριστιανισμό και την
εκκοσμίκευση και αντιμετωπίζουν τη θρησκεία σαν περιθωριακό ζήτημα, παρά το
γεγονός ότι στο πλαίσιο της παγκόσμιας ιστορίας οι θρησκευτικές ιδεολογίες
έπαιξαν θεμελιώδη ρόλο στις ανθρώπινες υποθέσεις. Τα εγχειρίδια ανθρωπολογίας,
από την άλλη, εστιάζουν κυρίως στις θρησκείες των φυλετικών πολιτισμών,
τονίζοντας, αδικαιολόγητα, τις πιο εξωτικές πλευρές. Υπάρχει πάντα ένα κεφάλαιο
για τη μαγεία ή μαγγανεία. Και στις δύο περιπτώσεις, αρκετά στοιχεία της
ιστορίας των θρησκειών παραμένουν εκτός, παρά το γεγονός ότι και αρκετοί
μελετητές και από τους δύο χώρους, έχουν πρόσφατα κάνει σημαντικές θεωρητικές
συμβολές σε ζητήματα που συνήθως αγνοούνται στα εισαγωγικά εγχειρίδια. Το
σημαντικότερο, όμως, είναι ότι έχει επέλθει ένας περιττός εννοιολογικός
διαχωρισμός ανάμεσα στις φυλετικές θρησκείες (όπως τις μελετούν οι
ανθρωπολόγοι) και την ιστορία των θρησκειών (όπως τη μελετούν οι κοινωνιολόγοι
και οι κατά περιοχή ειδικοί), που απαιτεί διαφορετική θεωρητική μεταχείριση της
κάθε ειδικότητας. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η έλευση της εγγραμματοσύνης
και της κρατικής οργάνωσης είχε σημαντικές συνέπειες σε ό,τι αφορά τη φύση και
οργάνωση των θρησκευτικών συστημάτων· το ότι, όμως, απαιτεί διαφορετική
θεωρητική προσέγγιση, είναι μάλλον αμφίβολο. Και όμως αυτό συνέβη.
Δύο σημεία αξίζουν ιδιαίτερης μνείας. Πρώτον, στη γενική
συζήτηση περί θρησκείας, οι θεωρίες που αφορούν την προέλευση και λειτουργία
της θρησκείας αναφέρονται πάντα στα θρησκευτικά συστήματα των προεγγράμματων
πολιτισμών. Ο Freud, στο Τοτέμ και Ταμπού, συνδέει την ψυχαναλυτική
θεωρία με τη φυλετική θρησκεία και ο Evans-Pritchard, στο σημαντικό κείμενο Theories
of Primitive Religion (Θεωρίες της Πρωτόγονης Θρησκείας), παρά τον
τίτλο, σημειώνει ότι η διχοτομία ανάμεσα «στις φυσικές και τις εξ αποκαλύψεως
θρησκείες είναι εσφαλμένη και συσκοτίζει τα πράγματα», υποστηρίζοντας ότι τα
δεδομένα που αντλούνται από τους φυλετικούς πολιτισμούς έχουν ουσιαστική
σημασία για μια συγκριτική ανάλυση που αποσκοπεί στον καθορισμό των πρώιμων
χαρακτηριστικών της θρησκείας γενικώς (1965: 2). Κατά τον ίδιο τρόπο, οι
συζητήσεις γύρω από την «άγρια σκέψη» ή τη λεγόμενη πρωτόγονη σκέψη σε
αντιπαράθεση με την επιστημονική αντίληψη, εξισώνουν τον πρώτο τρόπο σκέψης,
όχι με τη θρησκευτική σκέψη γενικώς, αλλά μόνο με την παραδοσιακή σκέψη των
προεγγράμματων πολιτισμών. Οι απόψεις του Durkheim σχετικά με τη «γενικότητα»
των πρωτόγονων ή συμβολικών ταξινομήσεων και τη μεταφορική φύση των
χριστιανικών εννοιών έχουν τελείως αγνοηθεί. Διατηρείται μια έντονη και περιττή
διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη λαϊκή και την ιστορική θρησκεία.
Δεύτερο, ενώ οι ιστορικές θρησκείες αντιμετωπίζονται ως
εννοιολογικές ενότητες από τους μελετητές της συγκριτικής θρησκειολογίας, οι
θρησκείες των φυλετικών πολιτισμών κατακερματίζονται και αντιμετωπίζονται αποσπασματικά.
Έτσι, τα περισσότερα γενικά εγχειρίδια συγκριτικής θρησκειολογίας αφιερώνουν
από ένα κεφάλαιο στο Ισλάμ, τον Βουδισμό και τον Ιουδαϊσμό, αντιμετωπίζοντας
αυτές τις θρησκείες ως συστήματα πεποιθήσεων και συνάμα ως συμπαγή ιστορικά
φαινόμενα, ενώ η «πρωτόγονη» θρησκεία αναλύεται κάτω από μια σειρά τίτλων:
μάνα, ταμπού, τοτεμισμός, μαγεία, σαμανισμός, μύθος και το ιερό. Οι
εννοιολογικές ιδέες που ενσωματώνουν αυτοί οι όροι δεν περιορίζονται, φυσικά,
στους φυλετικούς πολιτισμούς, αλλά μπορούν να αποτελούν όψεις ενός οποιουδήποτε
θρησκευτικού συστήματος. Παραδόξως, μερικοί ανθρωπολόγοι τείνουν να ακολουθούν
αυτή την προσέγγιση, διότι, αν και έχουν γραφτεί θαυμάσιες μονογραφίες για τις
φυλετικές θρησκείες, η γενική τάση ήταν να εστιάζουν σε μια μόνο πλευρά του
ιδεολογικού συστήματος. Ο συμβολισμός, η πνευματοληψία, ο μύθος και η
μαγγανεία, για παράδειγμα, αντιμετωπίζονται σαν αυτόνομες δέσμες πεποιθήσεων
και πρακτικών, ανεξάρτητες σχεδόν από τις άλλες όψεις του πολιτισμού και οι
θεωρητικές προοπτικές κατευθύνονται ειδικά σε μία μόνο όψη της θρησκευτικής
ζωής. Τέτοιες μελέτες μπορεί να είναι εθνογραφικές, όπως η κλασική μελέτη του
Evans-Pritchard για τη μαγγανεία στους Azande ή μπορεί να είναι γενικές, όπως
για παράδειγμα η μελέτη του Lévi-Strauss για τον τοτεμισμό και η μελέτη του
Lewis για τις πνευματοληπτικές λατρείες.
Η βασική μαρξιστική παραδοχή, παρατηρεί ο Lévi-Strauss,
είναι ότι «ο τρόπος με τον οποίο ζουν οι άνθρωποι, επηρεάζουν τον τρόπο που
σκέπτονται». Η παραδοχή αυτή είναι ίσως το μόνο κατευθυντήριο νήμα της παρούσας
μελέτης, που αποτελεί μια εισαγωγή στο έργο ορισμένων στοχαστών και ακαδημαϊκών
που προσπάθησαν να κατανοήσουν ή να εξηγήσουν θεωρητικά τα θρησκευτικά
φαινόμενα. Έχει γραφεί, ελπίζω, από μια σκοπιά κριτικής συμπάθειας, οπότε δεν προβάλλει
κάποια προσωπική μου θέση. Ερμηνεύω, τόσο την ανθρωπολογία όσο και τη θρησκεία,
με την πλέον ευρεία έννοια. Οποιοσδήποτε μελετά την ανθρώπινη κατάσταση είναι,
κατά την άποψή μου, ανθρωπολόγος, ενώ ο όρος «θρησκεία» καλύπτει, κατ’ εμέ, όλα
τα φαινόμενα που εμφανίζουν μια ιερή ή υπερεμπειρική ποιότητα: τοτεμισμός,
μύθος, μαγγανεία, τελετουργία, συμβολισμός, πίστη σε πνεύματα και όλα τα
υπόλοιπα.
Τέλος,
επιβάλλεται να πω λίγα λόγια για την προσέγγισή μου στο θέμα. Πριν μερικά χρόνια, ο
Alisdair MacIntyre (1964) έθεσε το ερώτημα κατά πόσο η κατανόηση της θρησκείας
είναι συμβατή με την θρησκευτική πίστη. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο
σκεπτικιστής εξηγεί το νόημα της θρησκείας προκειμένου να το απορρίψει, ενώ για
να διατηρηθεί αυτό το νόημα θα πρέπει κανείς να πιστέψει στη θρησκεία αγνοώντας
το κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο, με δεδομένη την ευρεία διάχυση των
φυσιοκρατικών εξηγήσεων, είναι μάλλον δύσκολο. Αφήνω κατά μέρος τα φιλοσοφικά
αυτά ζητήματα και δηλώνω, ως άθεος, ότι στις έρευνές μου προσπάθησα να ακολουθήσω
την προσέγγιση που πρότεινε ο Betrand Russell σε σχέση με τη φιλοσοφία, δηλαδή,
ότι η ορθή στάση δεν είναι ούτε η ευλάβεια ούτε η περιφρόνηση, αλλά μάλλον μια
στάση κριτικής συμπάθειας. Δεν χρειάζεται να προσθέσω ότι αυτό με οδηγεί να
αναρωτηθώ κατά πόσο η άποψη του Evans-Pritchard ότι η θρησκεία «μπορεί να
κατανοηθεί μόνο από τα μέσα» πράγματι ισχύει.
Ο Μπρίαν Μόρρις
διδάσκει Ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου