Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Εσωτερικό 3 (χωρίς τίτλο), 2002, εκτύπωση inkjet σε ξύλο, 66 x 57 εκ. |
ΤΟΥ
ΘΑΝΑΣΗ ΜΗΝΑ
«Καμιά
φορά τώρα, καθώς οδηγώ στο χιόνι, βλέπω μοναχικούς ανθρώπους να περπατούν να
περπατούν δίχως να φαίνεται κάποιος προορισμός στους στόχους ή στο βάδισμά
τους». Οι αράδες αυτές συμπυκνώνουν του βιβλίου του David Park (Ιρλανδικό Μυθιστόρημα της Χρονιάς για
το 2019), που μιλά για την απώλεια και τη μνήμη, για τη σχέση πατέρα και γιου.
Αφηγητής είναι ο πατέρας. Πραμονή των Χριστουγέννων, ξεκινά από το Μπέλφαστ
(γενέτειρα του συγραφέα, 1953), διαπλέει τον παγωμένο πορθμό που χωρίζει την
Ιρλανδία από την Αγγλία και οδηγεί επί
ώρες στη χιονισμένη ενδοχώρα για να επιστρέψει στο σπίτι τον άρρωστο γιο του, ο
οποίος βρίσκεται αποκλεισμένος στη μακρινή φοιτητούπολη του Σάντερλαν, όπου
σπουδάζει. Στη διαδρομή παρατηρεί και αναθυμάται. Λόγια που δεν ειπώθηκαν, οικογενειακά
μυστικά που δεν αποκαλύφθηκαν, δεσμοί που περέμειναν άρρηκτοι. Ενοχές,
οικογενειακές και άλλες, που περιμένουν την εξιλέωση.
Επιστρέφοντας
στη σχέση πατέρα και γιου, ένα στοιχείο που τους κάνει συμμέτουχους στην ενσυναίσθηση, παρά τις όποιες αποκκλίσεις, είναι
σαφώς η μουσική. Πιο πολύ Van Morrison, Robert Wyatt και Johnny Cash ο πρώτος, πιο πολύ Smiths, National και Great Lake Swimmers ο δεύτερος, σε κάθε
περίπτωση πάντως, υπάρχει σημείο σύγκλισης που δημιουργεί κοινό έδαφος για να
ανοιχτούν περισσότερο ο ένας στον άλλον. Η χρήση της μουσικής δεν γίνεται
διακοσμητικά από τον Park.
Έχει οργανικό ρόλο στη σχέση πατέρα και γιου.
Η
πλοκή είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Το μυθιστόρημα κυλά αργά, σαν μια αλληλουχία από
λήψεις σε μονόπλανο. «Όμως τώρα, μολονότι το χιόνι μοιάζει να ομογενοποιεί τον
κόσμο, εγώ έχω την αίσθηση του κάθε κραδασμού στο αμάξι και καταγράφω τα πάντα
που βλέπω σαν κάποια ορόσημα που με οδηγούνε στον δρόμο – ένας χιονοσκέπαστος
πέτρινος τοίχος, ένα δέτρο με ιδιαίτερο σχήμα που μοιάζει να φοράει
ανεμοδαρμένο νυφικό, οδικά σήματα καλυμμένα με στρώσεις λευκού». Σκόπιμα ο
συγγραφέας μας συστήνει τον αφηγητή του ως φωτογράφο στο επάγγελμα, θέτοντας
λες εξαρχής μια συνθήκη: ότι θα πρέπει να τον ακολουθήσουμε στο road trip μέσα από τον ασπρόμαυρο φακό του.
Στη
διάρκεια της διαδρομής, ο οδηγός επίσης ξεφυλλίζει το τετράδιο της ζωής του με
τη σύζυγό του, Λόρνα. Ως επί το πλείστον ευτυχισμένες στιγμές, για τις οποίες ο
αφηγητής δηλώνει ευγνώμων, πλην όμως, δεν παύει να αναρρωτιέται αν ο
μονοχρωματικός κόσμος μες στον οποίο προχωρά μπορεί να διευκολύνει ή να
δυσχεραίνει τη σχέση τους. Τα ερωτήματα θα μείνουν μετέωρα ως το τέλος, που
επιφυλάσει στον αφηγητή της ιστορίας μια αναμέτρηση με το παρελθόν.
Καθώς
πλησιάζουμε προς το φινάλε, διαπιστώνουμε, μαζί με τον αφηγητή, ότι ο
προορισμός σαν να μακραίνει ανεξήγητα κι ότι ο κόσμος τριγύρω ολοένα και
κρυώνει. Οι σελίδες φορτίζονται συναισθηματικά συναισθηματικά στο τέλος. Είναι
η ενσυναίσθηση του ταξιδιώτη προς τους άστεγους που συναντά στον δρόμο του, για
κάθε ψυχή που έχει ανάγκη από καταφύγιο, «καθώς πέφτει επιτέλους ο ήλιος πάνω
σε τούτο τον καλυμμένο με χιόνι κόσμο, για κάθε άλλο ταξιδιώτη, που είναι
χαμένος κι αυτός σε μια άγνωστη γη».
Επιμένω
στη μουσική. Μπόλιασε την ιρλανδική ποίηση και πρόζα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου