Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Οι λίρες της θείας Σωτηρίας, 2014, εκτύπωση inkjet σε αλουμίνιο, 44 x 56 εκ. |
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΪΒΑΝΑΣ, Περί πόθου και πάθους στην πεζογραφία του
Βαλτινού, εκδόσεις βιβλιοπωλείου της Εστίας, σελ. 267
Πρόκειται
για μια εστιασμένη περίπτωση μελετητή που είναι μέχρι τώρα «ειδικευμένος» στο
λογοτεχνικό έργο του διακεκριμένου σεναριογράφου και ακαδημαϊκού Θανάση
Βαλτινού. Το αμέσως προηγούμενο πόνημα του Δημήτρη Παϊβανά, που κυκλοφορεί
επίσης από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας είναι η μονογραφία του «Βία και αφήγηση:
Ιστορία, ιδεολογία και εθνικός πολιτισμός στην πεζογραφία του Θανάση Βαλτινού»,
και κυκλοφόρησε το 2012. Στη νέα του επιστημονική μελέτη διερευνά με σχολαστικά
διεξοδικό τρόπο το σκοτεινό και σκιώδες «υπό-κείμενο» (“subtext” ή “sous-texte”) των υβριδικών και «ανένταχτων»
πεζογραφικών κειμένων του διακεκριμένου Θανάση Βαλτινού που ξεχωρίζουν από το
έντονο στοιχείο της δραματικότητας που συνέχει το σύνολο του πρωτοποριακού,
ρηξικέλευθου και αταίριαστου αν όχι και «αιρετικού» έργου του.
Οξυδερκείς
παρατηρήσεις σε επί μέρους θέματα επιτρέπουν στον συνδημιουργικό νου του
«επαρκούς αναγνώστη» που γνωρίζει το έργο του μελετώμενου να βγάλει τα δικά του
συμπεράσματα και να κάνει τις δικές του παράλληλες σκέψεις που τον οδηγούν σε
κριτικές εκτιμήσεις παράλληλες, αν και όχι απαραίτητα ταυτόσημες με του άριστου
φιλολόγου και ερευνητή που υπογράφει αυτή τη μελέτη.
Ειδική
μνεία θα κάνω στο υποκεφάλαιο «Η σωματική διάσταση του πόθου» που εντάσσεται
στο κεφάλαιο «Κατ’ επάγγελμα νοσταλγοί – Θα
βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν». Πρόκειται για μια απολύτως ενδελεχή κι
εμπεριστατωμένη ανάλυση της ιδιαιτερότητας για να μην πω του «συγγραφικού
ψυχισμού» που εκδηλώνει εκών-άκων ο Θανάσης Βαλτινός σε μινιμαλιστικά και
πυκνογραμμένα κείμενά του που αφήνουν πολλά περιθώρια για ερμηνείες και
πολλαπλές αναγνώσεις.
Εκεί
όμως που ο εξαίρετος Δημήτρης Παϊβανάς υπερβαίνει εαυτόν και γίνεται κριτικός
των κριτικών που γράφτηκαν για το μάλλον μονόχορδο και μονότονο (εννοώ «χωρίς
εξέλιξη της πλοκής και των προσώπων») δραματικό αφήγημα «Φτερά Μπεκάτσας» είναι
στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο «Περί εξουσίας και πόθου». Τόσο ιδιοφυή ανάλυση
ομολογώ πως δεν έχω διαβάσει τα τελευταία είκοσι χρόνια για ένα φαινόμενο
κρυπτικής κωδικοποίησης εννοιών και νοημάτων σε πολύ βαθιά υποστρώματα του κειμένου,
που ταιριάζει κατά τη γνώμη μου στο λεγόμενο «θέατρο του παράλογου», λόγω της
τελετουργικής επαναληπτικότητας ανούσιων πραγμάτων. Η μη εξελίξιμη, μονότονη
και βαρετή από ένα σημείο και μετά υστερία της παγιδευμένης συζύγου που
προφασίζεται διαρκώς «ασυμφωνία χαρακτήρων» και παραπέμπει «στα δικαστήρια» τη
λύση της δραματικής σύγκρουσης με τον μάλλον υποχωρητικό και συμβιβασμένο
σύζυγό της είναι κατ’ αρχήν «παρ-άλογη» (από δραματουργικής πλευράς,
τουλάχιστον) επειδή δεν υφίσταται διάλογος σε πραγματικό επίπεδο, παρά τον
αληθοφανή ρεαλισμό των περιγραφομένων γεγονότων.
Κι
αυτό το γράφω μετά λόγου γνώσεως, γιατί ακριβώς αυτήν την παρωδία των
μικροαστικών και ανόητων συνηθειών της «αγίας καθημερινότητας» επιτυγχάνουν να
σατιρίσουν και ο Μπέκετ και ο Ιονέσκο και ο Αρραμπάλ. Μέσα από κλισέ και
πρότυπα, επανέρχεται διαρκώς το θέμα της δουλικής μίμησης διαφημισμένων αγαθών
που συντείνουν στο κοινωνικώς αποδεκτό περιεχόμενο του όρου «ευτυχία» ενώ το
σώμα ασφυκτιά και η φροϋδική «αρχή της ηδονής» όχι μόνον δεν ικανοποιείται αλλά
οδηγεί και σε νευρώσεις αυτοκαταστροφικού αλλά και καταστροφικού,
ψυχοπαθητικού, αντικοινωνικού εν τέλει τύπου.
Κατά
την ταπεινή μου γνώμη και διαβάζοντας την εκπληκτική ανάλυση αυτού του έργου
από τον ιδιοφυή Δημήτρη Παϊβανά, ο Θανάσης Βαλτινός αγγίζει τα όρια των
«μεγάλων» του διεθνούς ρεπερτορίου, επειδή «φιλοσοφεί μετ’ ευτελείας» κι
ουδέποτε φωναχτά, χωρίς υπεραναλύσεις, θεωρητικολογίες κι επιδεικτικές
ρητορείες. Δείχνει, σημαίνει, καταδεικνύει μέσα από τα παραδείγματα των
«αποτυχημένων» ηρώων και ηρωίδων του το αρχετυπικό χάσμα μεταξύ πολιτισμένου
και «φυσικού» ανθρώπου, για να θυμηθούμε τον Ρουσώ. Και δεν παίρνει θέση υπέρ
της μίας ή της άλλης πλευράς, δεν μεροληπτεί, αφήνει την πλάστιγγα να
ισορροπήσει μόνη της.
Ενδιαφέρων
είναι και ο παραλληλισμός του Θανάση Βαλτινού με τον Παπαδιαμάντη που επιχειρεί
να υπονομεύσει ο Δημήτρης Παϊβανάς και το επιτυγχάνει με εύστοχο τρόπο στο
κεφάλαιο «Βαλτινού Φαρμακεία: Ερωτύλοι ασκητές και ανέραστοι κοσμοκαλόγεροι».
Εδώ η εκούσια αποχή από τις κοινωνικές συμβάσεις αποκλείει το άτομο από την
συνήθη αγοραπωλησία του έρωτα. Οι σαρκικές επαφές ως συναλλαγή και η σχέση των
ανθρώπων με τον πόθο που ακυρώνεται κάθε φορά που έρχονται σε επαφή με κάποιο
υλοποιημένο «Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» τους, για να θυμηθούμε τον
Μπουνιουέλ.
Ο
Θανάσης Βαλτινός είναι κατεξοχήν αφηγητής του κινηματογράφου, είναι
σεναριογράφος ακόμα κι όταν πεζογραφεί. Δεν πεζολογεί όμως ποτέ. Ο λόγος του
είναι ποιητικός και «έν-υλος», εικονοποιημένος, είναι συγκρουσιακός και προκαλεί
δράση. Αυτό ακριβώς είναι που φαίνεται πως δεν καταλαβαίνουν οι περισσότεροι
αμήχανοι κριτικοί λογοτεχνίας όταν αντιμετωπίζουν τα κείμενά του ως
αναγνώσματα, κάτι που επισημαίνει με αξιοθαύμαστη οξυδέρκεια και ο μελετητής
Δημήτρης Παϊβανάς. Τα τυπωμένα κείμενα του Θανάση Βαλτινού είναι παρτιτούρες
που αναζητούν την ανθρώπινη φωνή, τον σκηνοθέτη και τους ερμηνευτές τους. Και
στον βαθμό που δεν μπορεί να παίξει όλους αυτούς τους ρόλους ο αναγνώστης, όσο
«επαρκής» κι αν είναι, όσο έμπειρος στην Κριτική κι αν τυγχάνει, αν δεν έχει
ασκηθεί στην ενσυναίσθηση όπως κι ένας ηθοποιός δεν μπορεί να υπό-κριθεί και να
ανταποκριθεί στον τυπωμένο λόγο ενός από τους μεγαλύτερους ζώντες λογοτέχνες
του καιρού μας.
Ο
Θανάσης Βαλτινός είναι μεγάλος γιατί δεν παραθέτει ιδεολογήματα επί χάρτου αλλά
«σημαίνει», σηματοδοτεί, μας αφήνει ελεύθερους παραδίδοντας κείμενα «ανοικτά»,
αν και οριοθετημένα, πρόσφορα για άπειρες παραλλαγές. Κι εδώ λειτουργούν τα
πρόσωπά του ως συνεκδοχικά παραδείγματα και μεταφορές. «Το μέρος αντί του όλου».
Το καμένο δέντρο έναντι του πυρπολημένου δάσους. Αυτό είναι που δεν
καταλαβαίναμε μέχρι τώρα. Ότι με το μικροσκόπιο του επιστήμονα λογοτέχνη ο
Θανάσης Βαλτινός μελετά κι ερευνά την ανθρώπινη κατάσταση υποβάλλοντάς μας για
έλεγχο και συζήτηση τα πορίσματά του για την ανθρώπινη συνθήκη στα χρόνια του
μεταιχμιακού καιρού μας, όχι με την υπαρξιακή φιλοσοφία του Καμύ ή του Σαρτρ
αλλά με την δωρική λιτότητα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, όπου όλα γίνονται,
ακόμα κι όταν δεν λέγονται όλα. Αυτή η αφηγηματική οικονομία είναι θαρρώ
υπόδειγμα δραματικής γραφής τόσο για την σύγχρονη ποίηση όσο και για την
πεζογραφία.
Τα
γραπτά του Θανάση Βαλτινού ανήκουν στο θέατρο (με την ευρύτερη έννοια), στον
κινηματογράφο, έτσι όπως θα μετεξελιχθεί στην ψηφιακή εποχή που ανατέλλει. Ο
Θανάσης Βαλτινός δεν είναι «ολιγογράφος» όπως νομίζουμε. Έχει την αίσθηση του
δραματικού χρόνου που αντέχει ο «θεατής», τη συμπύκνωση εκείνη που του
επιτρέπει να καταλάβει τον αναγνώστη του «εξ απήνης». Δεν πειράζει που δεν
καταλαβαίνουμε πράγματα. Δεν υπάρχει κάτι να καταλάβουμε πέρα από τη
χαρτογράφηση μιας ζωής που είναι από μόνη της αφήγημα, δράση-αντίδραση,
διάδραση και αντικείμενο μελέτης.
Ευχαριστούμε
τον Δημήτρη Παϊβανά που μας «φώτισε» με ρηξικέλευθο τρόπο το συνολικό μέχρι
τώρα έργο ενός γνήσιου «εργάτη» του Λόγου και της Τέχνης. Κάτι καλύτερο κι
αρτιότερο δεν θα περιμέναμε από μία συλλογή επιστημονικών μελετημάτων. Νομίζω
πως πρέπει να τιμηθεί ως δοκίμιο. Το προτείνω άνευ επιφυλάξεων. Τα βραβεία
αξίζουν όταν επισφραγίζουν το σημαντικό έργο εμβληματικών λογοτεχνών. Κι ο
Δημήτρης Παϊβανάς συνδυάζει σε αυτό του το πόνημα τον επιστήμονα και τον
αφηγητή έντεχνου Λόγου.
Ο
ποιητής, θεατρολόγος και κριτικός Κωνσταντίνος Μπούρας είναι δρ Τμήματος Ξένων
Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιόνιου Πανεπιστήμιου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου