9/2/20

Γιώργος Κοτζιούλας

Μαρτυρία για τα πρώτα βήματα του αντάρτικου στην Ήπειρο

ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΤΖΟΥΚΑ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ, Αντάρτες, εκδόσεις Ασίνη, σελ. 272

Ο Γιώργος Κοτζιούλας υπήρξε, κατά τη διάρκεια του σχετικά σύντομου βίου του, πολυγραφότατος, αφήνοντας σπουδαίο λογοτεχνικό και μεταφραστικό έργο. Η πολιτική του στράτευση στο ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η γνωριμία και φιλία του με τον Άρη Βελουχιώτη, η συγκρότηση του «θεάτρου του βουνού» στην Ελεύθερη Ελλάδα, αποτέλεσαν αναμφίβολα σταθμούς στην προσωπική του διαδρομή και εύκολα μπορεί κανείς να αναλογισθεί το μέγεθος της απογοήτευσης και της συντριβής που ένιωθε μετά τη διολίσθηση στον ολοκληρωτικό εμφύλιο πόλεμο και την ήττα της κομμουνιστικής αριστεράς. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα πιο γνωστά του έργα είναι η εξιστόρηση της συναναστροφής του με τον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ στα βουνά της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ηπείρου. Η αποτύπωση των εμπειριών του από την περίοδο αποτέλεσε μάλιστα και το βασικό υλικό του έργου Όταν ήμουν με τον Άρη, που κυκλοφόρησε αρχικά από τις εκδόσεις Θεμέλιο (σε επιμέλεια Κώστα Κουλουφάκου).
Από το σύνολο του μέχρι πρόσφατα αδημοσίευτου υλικού ξεχωρίζει αναμφίβολα ένα εκτεταμένο κείμενο που αναφέρεται στην πρώτη περίοδο του αντάρτικου στην Ήπειρο και τιτλοφορείται Αντάρτες. Γραμμένο το φθινόπωρο του 1943, λίγο πριν την έναρξη των εμφύλιων συγκρούσεων ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ, αποτυπώνει με έξοχο τρόπο όλη τη διαδικασία συγκρότησης και ανάπτυξης του αντιστασιακού κινήματος στην περιοχή του Ανατολικού Ξηροβουνίου και των Τζουμέρκων, διαδικασία που έζησε από κοντά ο Κοτζιούλας. H αξία του κειμένου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ασίνη, με εισαγωγή και σχολιασμό της Σωτηρίας Μελετίου και φιλολογική επιμέλεια του Δημήτρη Χατζηχαραλάμπους, είναι ευδιάκριτη.
Χρησιμοποιώντας το γνώριμο ύφος του, ο Κοτζιούλας επιχειρεί μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση του τρόπου με τον οποίο οι τοπικές μικροκοινωνίες της Ηπείρου υποδέχθηκαν τις πρώτες απόπειρες σύστασης αντάρτικων ομάδων από τις δύο κυρίαρχες στην περιοχή (και πολιτικά ανταγωνιστικές) οργανώσεις, του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ. Χρησιμοποιώντας, για ευνόητους λόγους, ψευδώνυμα και όχι τα πραγματικά ονοματεπώνυμα των πρωταγωνιστών, ο συγγραφέας (που εμφανίζεται στο κείμενο ως Λάμπρος Βέργος) παραθέτει ουσιαστικά ένα μικρό χρονικό της επέκτασης της Αντίστασης σε έναν γεωγραφικό χώρο που σύντομα θα αποτελούσε τμήμα της απελευθερωμένης ορεινής επικράτειας, αλλά και «μήλον της έριδος» ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις. Η χρονική περίοδος που καλύπτει το κείμενο κυμαίνεται ανάμεσα στα τέλη του 1942 και στις αρχές του 1943, γεγονός μείζονος σημασίας για τα τεκταινόμενα στη διήγηση. Πρόκειται για την πρωτόλεια εποχή του αντάρτικου, σχετικά ανοργάνωτη και ελάχιστα γραφειοκρατικοποιημένη. Στην ευρύτερη περιοχή δρουν σχετικά ολιγάριθμοι αντάρτες του ΕΔΕΣ, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι οργανωμένοι στη βάση τοπικο-συγγενικών δικτύων και έχουν ως βασικό σημείο αναφοράς την προσωπική τους αφοσίωση στο στρατηγό Ναπολέοντα Ζέρβα. Από την πλευρά του ΕΑΜ, αν και είχε προχωρήσει αρκετά η δημιουργία πολιτικών οργανώσεων, είχε καθυστερήσει τοπικά η ανάπτυξη οργανωμένων ένοπλων ομάδων, οι οποίες τελικά εμφανίσθηκαν στην ορεινή Άρτα στα τέλη του 1942.

Οι τεράστιες δυσκολίες που ανακύπτουν από το εγχείρημα εμπέδωσης μιας νέας κατάστασης στην ορεινή Ελλάδα που να αντιτίθεται στις κατοχικές δυνάμεις καθίστανται προφανείς στην πορεία της αφήγησης. Ο εχθρός είναι προσώρας τα ιταλικά στρατεύματα, καθώς οι γερμανικές δυνάμεις δεν έχουν αναλάβει ακόμη τον έλεγχο του χώρου. Η κατοχική κυβέρνηση της Αθήνας εκπροσωπείται τυπικά από τους φανερά απρόθυμους χωροφύλακες και τα υπόλοιπα στελέχη του κρατικού μηχανισμού, που δεν απολαμβάνουν όμως κανένα κύρος. Το σκηνικό μοιάζει σε πρώτη φάση να δικαιώνει το -όχι ευκαταφρόνητο- μέρος του πληθυσμού που δεν διάκειται θετικά στο ενδεχόμενο του ανταρτοπολέμου. Ο κύριος φόβος είναι αυτός των μαζικών αντιποίνων, ενδεχόμενο που λογικά προξενούσε επιφυλάξεις στις τοπικές κοινωνίες. Από την άλλη πλευρά υπάρχει και μια παθητικότητα, τουλάχιστον σε ένα μέρος του πληθυσμού που προσπαθεί να επιβιώσει στις πολύ δύσκολες συνθήκες της Κατοχής. Η ανταλλακτική οικονομία έχει προσωρινά επιβληθεί, αλλά οι δεδομένοι περιορισμοί στις μετακινήσεις των ανθρώπων και η αποδιάρθρωση των προπολεμικών δραστηριοτήτων έχουν προξενήσει μια μεγάλη κοινωνική αναστάτωση σε μια πάμφτωχη περιοχή.
Υπό το βάρος των παραπάνω παρατηρήσεων, είναι ευνόητη η δυσκολία για τη ρήξη με τις νοοτροπίες της ουδετερότητας, του συμβιβασμού και της υποταγής στο κατοχικό σύστημα εξουσίας. Η δυσκολία αυτή, η οποία διαφαίνεται ξεκάθαρα στις πρώτες σελίδες του χρονικού του Κοτζιούλα, δίνει σταδιακά τη θέση της σε ένα πολλαπλασιασμό πρωτοβουλιών, οι οποίες αφορούν και τις δυο οργανώσεις, του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ. Στο κείμενο είναι πάμπολλες οι αναφορές στον άτυπο διαγκωνισμό τους για τον προσεταιρισμό των προσώπων εκείνων που λόγω τους κύρους τους, της θέσης τους στην κοινωνική ιεραρχία, της προγενέστερης πολεμικής τους εμπειρίας ή/και των εκτεταμένων συγγενικών τους δικτύων θα μπορούσαν να ενισχύσουν με την πολιτική τους ένταξη τις υπό συγκρότηση αντάρτικες ομάδες. Τα περιστατικά στα οποία αναφέρεται ο συγγραφέας σκιαγραφούνται άλλοτε με εύθυμους και άλλοτε με πιο δραματικούς τόνους. Οι αποσκιρτήσεις, οι μεταβολές στην πολιτική συμπεριφορά, οι υπαναχωρήσεις από αρχικές δεσμεύσεις δεν λείπουν, όπως δεν λείπει και μια απόχρωση διαφαινόμενης έντασης στις σχέσεις ΕΔΕΣιτών - ΕΛΑΣιτών.
To κείμενο του Γιώργου Κοτζιούλα συνιστά μια πρωτότυπη μαρτυρία για τον τρόπο με τον οποίο η δυναμική του ανταρτοπολέμου εισβάλλει στις ζωές και την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων της ηπειρώτικης υπαίθρου, τις δυσκολίες και τα διλήμματα που αντιμετώπιζαν οι αρχικοί πρωταγωνιστές του αντάρτικου, αλλά και για τις ρήξεις και τις τομές που κυοφορούνται στον κοινωνικό αυτό χώρο στις αρχές του 1943 (και οι οποίες θα γίνουν απολύτως ευδιάκριτες το επόμενο έτος). Η εισαγωγή και τα σχόλια της Σωτηρίας Μελετίου λειτουργούν αρκετά κατατοπιστικά, ενώ την έκδοση συμπληρώνουν ως παραρτήματα σχετικές επιστολές, ποιήματα, έγγραφα, φωτογραφικό υλικό, βιβλιογραφία και χρονολόγιο.

Ο Βαγγέλης  Τζούκας είναι δρ Κοινωνιολογίας και διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο

Μυρτώ Σταμπούλου, Διαμαντένια έρημος (η μεγαλύτερη τρύπα φτιαγμένη από
ανθρώπινα όντα στην γη)
, 2018, μολυβοκάρβουνο σε χαρτί ακουαρέλας, 174 x 137 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: