Γιάννη Μόραλης, Βυθισμένη πολιτεία, 1965, ταπισερί, 224 x 425 εκ., Συλλογή Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης |
ΤΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ
JUAN GABRIEL VASQUEZ, Οι
υπολήψεις, Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 190
«Ύστερα ερχόταν η μνήμη
κρατώντας στο ένα χέρι τα φίδια του παρελθόντος και στο άλλο τη σκοτεινή
απαντοχή. (Εδώ υπάρχει μια σιωπή μεγάλη, ένα κενό που θα μπορούσε να χωρέσει
όλες τις πλαδαρές φιγούρες της πραγματικότητος)»
Κώστας Καρυωτάκης
Ίλιγγος αδημονίας και
ευτυχισμού (λέξη του Κρυστάλλη που με ξάφνιασε) με διακατέχουν κάθε φορά που
συμβαίνει ο βιρτουόζος της λογοτεχνικής μετάφρασης, Αχιλλέας Κυριακίδης, να
μεταφράζει ένα νέο βιβλίο. Όπως είναι γνωστό και ειπωμένο, οι μεταφραστικοί του
τρόποι αναπροσανατολίζουν σε ό,τι καλύτερο τη νεοελληνική γλώσσα σε μορφή και
νόημα, ενώ προσκαλούν τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες σε δημιουργική
ανα-διανομή του πλούτου μιας οικουμενικής λογοτεχνίας.
Στη συγκεκριμένη
περίπτωση, ο Κυριακίδης «παραδίδει» άλλο ένα βιβλίο του Juan Gabriel Vasquez, τον οποίο σύστησε στο αναγνωστικό
κοινό το 2014 με το «Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν».
Όπως και σε όλα τα
προηγούμενα βιβλία του, έτσι και εδώ, η μνήμη, τα όριά της, οι λειτουργίες και
οι σύνθετες κατασκευές της αποτελούν κεντρικό θέμα του βιβλίου, ενώ παράλληλα
διατυπώνεται ανοιχτά το ερώτημα για τα όρια της σάτιρας και τις άμεσες, αλλά
και έμμεσες συνέπειες της.
Ένας καταξιωμένος πολιτικός
γελοιογράφος με πορεία σαράντα χρόνων και μεγάλη επιρροή στην πολιτική σκηνή
της Κολομβίας, έρχεται αντιμέτωπος μετά τη βράβευσή του, με ένα καθοριστικό συμβάν
από το παρελθόν, αλλά και την επαναπροσέγγιση με την πρώην γυναίκα του. Καθώς
τα γεγονότα εκτυλίσσονται ο πρωταγωνιστής εξετάζει κριτικά το παρελθόν,
επαναπροσδιορίζοντας ζητήματα εαυτού, σχέσεων, επαγγελματισμού. Έρχεται, λοιπόν,
αντιμέτωπος μαζί του, διαπιστώνοντας τις άρρηκτες σχέσεις των μνημονικών
κατασκευών με το παρόν και το μέλλον. Παρατηρώντας την πρώην γυναίκα του,
διαπιστώνει πως «το δικό της χαμόγελο ήταν μελαγχολικό, το χαμόγελο των
απολεσθέντων πραγμάτων» (σ.48). Η οριστικότητα των απολεσθέντων πραγμάτων και
ανθρώπων, η ανατροφοδότηση των κατασκευών της μνήμης είναι τελικά αυτή που
οδηγεί, αν όχι στη συμφιλίωση -όρο που μάλλον ο συγγραφέας θεωρεί επιτηδευμένο
και κενό πολιτικού περιεχομένου-, αλλά στην αποδοχή και την κριτική της πορείας
του ως σύζυγος, πατέρας, φίλος και γελοιογράφος. Έτσι, ενώ στην αρχή ο ήρωας παρουσιάζεται
ως κάποιος που «θεωρεί ότι η ζωή ήταν αυτή που έπρεπε να τον ψάχνει» (σ. 15),
στην εξέλιξη της ιστορίας, όλα τα δεδομένα και οι μνήμες τους ανατρέπονται και
αναθεωρούνται.
Παρόλο που στην αρχή διαπιστώνεται:
«Τι παράξενο πράγμα είναι η μνήμη: μας επιτρέπει να θυμόμαστε κάτι που δεν
έχουμε ζήσει», στη συνέχεια το κέντρο βάρους βρίσκεται στη φράση: «φτιάχνω
μνήμη» (σ.72). Το ρήμα καταδεικνύει τη μη γραμμικότητα της μνήμης, τη
ρευστότητα, αλλά και την εμπλοκή των προσωπικών και συλλογικών αφηγήσεων στη
διαμόρφωσή της, την επίδραση του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, την κινητοποίηση
διαφορετικών συναισθημάτων, αλλά και τα όρια των αντοχών τού κάθε ανθρώπου να
επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του και τη ζωή, να κατανείμει τα μνημονικά στοιχεία
και να «φτιάξει μνήμες» με νέους και συχνά επώδυνους όρους.
Εδώ, η διάκριση
προσωπικού, επαγγελματικού και δημόσιου προφίλ δεν είναι ευδιάκριτη διαδικασία.
Καθώς παρατηρεί τις συνέπειες των προσωπικών και επαγγελματικών επιλογών, η
μνημονική αναθεώρηση έχει συνέπειες στη δική του υπόληψη, αλλά και σε αυτή των άλλων.
Επισημαίνεται ότι οι «υπολήψεις» στον ιδιωτικό, δημόσιο και πολιτικό χώρο δεν
είναι δεδομένες, αλλά αντικείμενο διαπραγμάτευσης, που στην κριτική αναδιάρθρωση
του παρελθόντος συνδέονται με τον αφανισμό και την ανάληψη ευθύνης για τη
διάδοση ενός γεγονότος στο κοινό. Στο τέλος, η αναθεώρηση και η ανάληψη ευθύνης
ως προς τις συνέπειες που είχε η στάση του πρωταγωνιστή στις ζωές της δικής του
οικογένειας, αλλά και των άλλων, θέτει ανοιχτά τα διλήμματα για τη φήμη, την
ευτυχία, την επίδραση του λόγου και της εικόνας, είτε με τη μορφή ενός κριτικού
κειμένου, είτε με τη μορφή μιας πολιτικής γελοιογραφίας.
Επιβεβαιώνεται τελικά
ότι καμία κριτική αποτίμηση ενός προσώπου ή ενός έργου δεν είναι θεωρητική ή
ουδέτερη. Συχνά μπορεί να έχει συνέπειες καταστροφικές, όχι μόνο για το έργο
που κρίνεται, αλλά και για το κρινόμενο πρόσωπο. Επομένως, για άλλη μια φορά,
αναδύεται η εξουσία του κριτικού και τα πολιτικά πλαίσια του κριτικού λόγου. Στο
βιβλίο τίθεται διαρκώς το ερώτημα για το διακύβευμα της ηθικής και πολιτικής
στάσης ως προς τα πρόσωπα που σχολιάζονται κριτικά και διακωμωδούνται-λοιδορούνται.
Θυμάμαι εδώ, τη σεξιστική επίθεση στη γελοιογραφία του τύπου στην τότε γενική γραμματέα
του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα. Η παρουσίαση της φτέρνας της, στο καλοκαιρινό πέδιλο, στάθηκε
αφορμή «δηλητηριωδών» σχολίων, μόνο και μόνο επειδή διαφοροποιούνταν από τις
κυρίαρχες εκδοχές θηλυκότητας.
Στο βιβλίο ο
πρωταγωνιστής, αναλαμβάνοντας την ευθύνη σε όσα έχουν συμβεί, αναθεωρεί
ολοκληρωτικά την καριέρα του ως πολιτικού γελοιογράφου, αναγνωρίζοντας την
εξουσία που έχει ασκήσει και τον κύκλο των «αυλοκολάκων» που τον στήριξαν.
Η Λευκή βασίλισσα από
την «Αλίκη μες στον καθρέφτη», προσθέτει, ωστόσο: «Είναι πολύ φτωχή η μνήμη που
δουλεύει μόνο προς τα πίσω». Η φράση μάς θέτει αντιμέτωπους με πολιτικά
ερωτήματα ως προς το πώς θα συνεχίσουμε στο μέλλον. Σύμφωνα με τον ήρωα του
βιβλίου είναι εφικτό «ν’ αντικρύσουμε το μέλλον» με όλες τις συνέπειές του σε
διαφορετικά επίπεδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου