9/2/20

Δημοσθένης Κοκκινίδης

Οξύνους, ήπιος και καλλιεργημένος

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ

Η έκθεση του 1980 στην γκαλερί Ζουμπουλάκη ήταν αστραφτερή. Καθαρές προθέσεις, ανυπότακτη αφαίρεση. Έργα κυρίως μπλε κατεύθυνσης, με μερικούς άξονες ή μικρά ίχνη να δίνουν κλειδιά στην ζωγραφισμένη επιφάνεια. Ο Κοκκινίδης παρουσίαζε μια ώριμη και αποφασισμένη εργασία. Αυτό σα να μορφοποιούσε, σαφέστερα, την υψηλή διανοητική του ταυτότητα που είχε κατακτημένη ως δάσκαλος. Ήταν ο «διανοούμενος»  καθηγητής στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Μιλούσε για τον Λούκατς, τον Μπαχτίν, τον Πλεχάνωφ, τον Κρότσε, τον Πουλαντζά. Όλες οι φυλές θεωρητικών της εποχής μπορούσαν να συστεγαστούν στην ήπια προτροπή του: Διαβάστε! 
Τότε η κατανομή των φοιτητών στα εργαστήρια (στους δασκάλους-γκουρού δηλαδή) συχνά, γίνονταν με κλήρωση. Δήλωνες δύο εργαστήρια και αν το πρώτο είχε πλεονάζοντες φοιτητές γίνονταν κλήρωση. Ο πατέρας μου ήξερε τον Κοκκινίδη από την Επιθεώρηση Τέχνης. Συνεργάζονταν και οι δύο  με το ιστορικό περιοδικό.  «Ο Μόραλης είναι η πιο γνωστή προσωπικότητα, ο Κοκκινίδης είναι το ανανεωτικό πνεύμα», μου είχε πει ένα απόγευμα στη Σάμο, όταν του δήλωσα ότι θα δώσω εξετάσεις στην Σχολή Καλών Τεχνών. Μετά το προκαταρκτικό εργαστήρι με τον Δημήτρη Μυταρά, αυτούς τους δύο, Μόραλη - Κοκκινίδη, είχα διαλέξει. Κληρώθηκα στον Μόραλη, άλλοι φίλοι μου  πήγαν στον Κοκκινίδη, στο λεγόμενο κάτω πολυτεχνείο, ένα νεοκλασσικό στις εκβολές της Αγίου  Μελετίου στην Πατησίων.                               
Ο Δημοσθένης, είχε πάθος με την θεωρία, είχε την άποψη ότι η τέχνη είναι υπόθεση νοημοσύνης ή μάλλον ότι η πνευματική καλλιέργεια είναι στοιχείο που ενσωματώνεται στο ταλέντο, μετασχηματίζεται σε φόρμα, σε χρωματικό, συνθετικό αγαθό, μετουσιώνεται  σε σθένος. Να σημειώσω ότι τότε κυριαρχούσε ένα είδος εικαστικού εμπειρισμού, «τι τα χρειαζόμαστε αυτά, είναι για τους θεωρητικούς».

Από  την έκθεση του 1980, είχα κρατήσει, καθ’ όλη τη διάρκεια  των φοιτητικών μου χρόνων, μια αφίσα. Την κοίταζα , ενταγμένη στο καθημερινό, αφηρημένο βλέμμα. Μιλάς στο τηλέφωνο, ξυπνάς, την περιεργάζεσαι χωρίς να της δίνεις ιδιαίτερη σημασία. Ανακάλυψα ότι χρησιμοποιούσε μεταβάσεις, διαβαθμίσεις αδιόρατες μέσα στο μπλε, που περιτριγύριζε τους άξονες και τα καμπυλόγραμμα λεπτά ίχνη. Το βασικό στοιχείο του έργου ήταν αυτή η πλοκή στο Μπλε, που απλώς την ενέτειναν, την βοηθούσαν τα πιο ισχυρά πλαστικά στοιχεία. Τα ακρυλικά δεν είμαι σίγουρος ότι ήταν το καταλληλότερο υλικό για να πει ο Κοκκινίδης αυτό που ήθελε, αλλά είχα μπροστά μου μια συγκροτημένη και πυκνά συντεθειμένη επιφάνεια.
Αργότερα ανέπτυξε ένα πιο περίπλοκο λεξιλόγιο, πιο συμφιλιωμένος με την αφήγηση. Σα να αποδέχτηκε, ότι η μέγιστη αξιωματική του έργου δεν είναι η πλαστική αρτιμέλεια, αλλά τα παιδικά χρόνια, οι μνήμες, η φτώχεια, η δημοκρατία. Όπως συχνά συμβαίνει στους ζωγράφους όταν περνάνε τα χρόνια, όταν συμφιλιώνονται με τα ελαττώματά τους, όταν δέχονται ως ακριβά τα προσωπικά τους στοιχεία, όταν τα κατανοούν  ως μια μορφή διαρκούς νεωτερικότητας και όχι ως φιλολογικές ή περιγραφικές εκπτώσεις. 
Σήμερα, πολλοί καθηγητές στις Σχολές καλών τεχνών είναι μαθητές του, άρα πρέπει να υπήρξε από τους πιο «επιδραστικούς» εικαστικούς εκπαιδευτικούς. Αλλά θέλω να υπογραμμίσω ότι δεν επέλεγε τον αδύναμο συνεργάτη, ώστε να μη νοιώθει ανασφάλεια (όπως κάνουν πολλοί μικρόνοες), γιατί απλά ένοιωθε ασφάλεια εντός του διανοητικού και ζωγραφικού του ταλέντου. Βοήθησε την ΑΣΚΤ με την στήριξή του στον Παύλο Χριστοδουλίδη, στην θεωρία και αισθητική, στον Σάββα Κονταράτο, στην Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, και τόσους εξαιρετικούς καλλιτέχνες που εκκόλαψε. Στο Μορφωτικό ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, στη Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας της  σχολής  Μωραΐτη κ.λπ, κατέβαλε έναν σημαντικό πνευματικό οβολό.
Σε μια βραδιά, πριν λίγα χρόνια, στην Πινακοθήκη Γρηγοριάδη στο Νέο Ηράκλειο, με πρόφαση το έργο του κάναμε μια συζήτηση. Το γνωστό τραύμα της γενιάς του, με την αφαίρεση, την αριστερά, την στράτευση, το σύστημα διανομής της τέχνης, την εκπαίδευση. Μια χαρά ήταν με τα τσίπουρα, τα τσιγάρα, οξύς και οξύνους. Ευτυχώς θα λείψει, που σημαίνει ότι έχουμε την ανάγκη του.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι εικαστικός καλλιτέχνης, καθηγητής στην Αρχιτεκτονική του ΕΜΠ

Τέσσερις πολιτικοί, 1981

Δεν υπάρχουν σχόλια: