ΤΟΥ ΖΙΛ
ΝΤΕΛΕΖ
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ,
από το βιβλίο του Ζιλ Ντελέζ, Διαφορά και
επανάληψη, Εισαγωγή, μετάφραση Κώστα Μπουντά, που
κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Εκκρεμές
Ένα βιβλίο φιλοσοφίας οφείλει να είναι από τη
μια ένα πολύ ιδιαίτερο είδος αστυνομικού μυθιστορήματος και από την άλλη ένα
είδος επιστημονικής φαντασίας. Λέγοντας «αστυνομικό μυθιστόρημα», εννοώ ότι οι
έννοιες πρέπει να παρεμβάλλονται με έναν τρόπο που να τους επιτρέπει να
επιλύουν μια συγκεκριμένη κατάσταση. Να μεταβάλλονται μαζί με τα προβλήματα. Να
έχουν ζώνες επιρροής μέσα στις οποίες δρουν, καθώς θα δούμε, σε σχέση με
«δράματα» και με κάποια «σκληράδα». Φυσικά, πρέπει να έχουν συνάφεια μεταξύ
τους, αλλά αυτή η συνάφεια δεν πρέπει να προέρχεται από τις ίδιες. Πρέπει να
την παίρνουν από αλλού.
Το μυστικό του εμπειρισμού είναι εδώ. Ο
εμπειρισμός δεν είναι διόλου μια εναντίωση στις έννοιες, ούτε μια απλή κλήση
στη ζωντανή εμπειρία. Τουναντίον, καταπιάνεται με την πλέον τρελή δημιουργία
εννοιών που έχουμε ποτέ δει ή ακούσει. Εμπειρισμός είναι ο μυστικισμός της
έννοιας και η μαθηματικοποίησή της. Χειρίζεται την έννοια σαν το αντικείμενο μιας συνάντησης, σαν ένα «εδώ και
τώρα» ή, μάλλον, σαν ένα Έρεβον, από το οποίο
πηγάζουν ανεξάντλητα τα διαρκώς καινούργια και εκ νέου διαμοιραζόμενα «εδώ» και
«τώρα». Μόνον ο εμπειριστής μπορεί να πει ότι οι έννοιες είναι τα πράγματα τα
ίδια, αλλά τα πράγματα σε κατάσταση ελεύθερη και άγρια, πέρα από «ανθρωπολογικά
κατηγορήματα».
Φτιάχνω, ξαναφτιάχνω και καταστρέφω τις έννοιές μου με βάση έναν
κινούμενο ορίζοντα, ένα κέντρο διαρκώς αποκεντρωμένο, μια περιφέρεια αέναα
εκτοπισμένη που τα επαναλαμβάνει και τα διαφοροποιεί. Είναι δουλειά της
μοντέρνας φιλοσοφίας να ξεπεράσει τα δίπολα έγχρονο/άχρονο, ιστορικό/αιώνιο,
συγκεκριμένο/οικουμενικό. Στα χνάρια του Νίτσε, ανακαλύπτουμε το ανεπίκαιρο σαν
κάτι πιο βαθύ από τον χρόνο και την αιωνιότητα: Η φιλοσοφία δεν
είναι φιλοσοφία της ιστορίας ούτε φιλοσοφία της αιωνιότητας, αλλά μάλλον ανεπίκαιρη,
πάντα και αποκλειστικά ανεπίκαιρη, με άλλα λόγια, «αντίθετη στον χρόνο, προς χάριν, το ελπίζω, ενός
επερχομένου χρόνου». Ακολουθώντας τον Σάμιουελ Μπάτλερ, ανακαλύπτουμε το Έρεβον, που σημαίνει το αρχικό
«πουθενά» αλλά συγχρόνως και το «εδώ και τώρα», εκτοπισμένο, μεταμφιεσμένο,
μεταλλαγμένο, και διαρκώς επαναδημιουργούμενο. Ούτε εμπειρικά συγκεκριμένα ούτε
αφηρημένα καθόλου, αλλά το Cogito προς χάριν ενός
αποσυναρμολογημένου εγώ. Πιστεύω σ’ έναν κόσμο όπου οι ατομικότητες είναι
απρόσωπες και οι ενικότητες προατομικές: πιστεύω στo μεγαλείο του «κάποιος». Η επιστημονική φαντασία
προκύπτει προφανώς από αυτό το Έρεβον. Το βιβλίο αυτό θα έπρεπε να παρουσιάσει μια συνοχή που πια δεν είναι δικιά μας
‒των ανθρώπων‒ αλλά ούτε του Θεού ούτε του κόσμου. Υπ’ αυτή την έννοια, το
βιβλίο αυτό θα μπορούσε να είναι αποκαλυπτικό ‒ να ανήκει στον τρίτο χρόνο στη
σειρά του χρόνου.
Επιστημονική φαντασία και με μια άλλη έννοια,
εκεί που οι αδυναμίες του έργου γίνονται προφανείς. Πώς μπορεί κανείς να κάνει
διαφορετικά από το να γράφει γι’ αυτά που δεν γνωρίζει ή που γνωρίζει ελλιπώς;
Γιατί μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούμε να φανταστούμε ότι έχουμε κάτι να
πούμε. Γράφει κανείς στο μεταίχμιο της γνώσης του (à la pointe de son savoir), σε αυτό το ακραίο σημείο που η γνώση μας ξεχωρίζει από την άγνοια κι έχει ως αποτέλεσμα την αλληλοπεριχώρησή
τους. Μόνο κατ’ αυτό τον τρόπο ωθείται κανείς να γράψει. Άρση άγνοιας
σημαίνει αναβολή του γραψίματος στο αύριο ή, μάλλον, την πλήρη αδυναμία του.
Ίσως σε αυτό το σημείο να υπάρχει μια σχέση με τη γραφή ακόμα πιο απειλητική
από αυτήν που υποτίθεται ότι υπάρχει με τον θάνατο και τη σιωπή. Μίλησα λοιπόν για την επιστήμη με έναν
τρόπο που, δυστυχώς, αισθάνομαι να μην είναι επιστημονικός.
Έρχεται ο καιρός όπου δεν θα είναι πια δυνατό
να γραφτεί ένα βιβλίο φιλοσοφίας όπως γινόταν μέχρι τώρα: «Αχ! Το παλιό
στυλ...» Η έρευνα για καινούργια φιλοσοφικά μέσα έκφρασης εγκαινιάστηκε από τον
Νίτσε και σήμερα πρέπει να συνεχιστεί με αναφορά στην ανανέωση κάποιων άλλων
καλών τεχνών, όπως το θέατρο και ο κινηματογράφος. Θα μπορούσαμε έτσι από αυτή
τη στιγμή να αναρωτηθούμε πάνω στη χρήση της ιστορίας της φιλοσοφίας. Έχω τη
γνώμη ότι η ιστορία της φιλοσοφίας πρέπει να παίξει ρόλο ανάλογο με τον ρόλο
του κολάζ στη ζωγραφική.
Η ιστορία της φιλοσοφίας είναι η αναπαραγωγή της ίδιας της φιλοσοφίας. Θα
έπρεπε η βιβλιοκρισία στην ιστορία της φιλοσοφίας να επενεργεί σαν ένα
πραγματικό δίδυμο και να επιφέρει τη μεγαλύτερη δυνατή μεταλλαγή που
χαρακτηρίζει τα αντίγραφα. Nα φανταστούμε έναν Χέγκελ φιλοσοφικά
γενειοφόρο κι έναν Μαρξ φιλοσοφικά φρεσκοξυρισμένο, κι ακόμα μια
Τζοκόντα με μουστάκι. Θα έπρεπε να φτάσουμε στο σημείο να μιλάμε για ένα βιβλίο
αρχαίας φιλοσοφίας σαν να είναι ένα πλασματικό και ξεθωριασμένο βιβλίο. Είναι
γνωστό ότι ο Μπόρχες αριστεύει σε βιβλιοκρισίες πλασματικών βιβλίων. Και
πηγαίνει ακόμη πιο πέρα όταν εκλαμβάνει ένα πραγματικό βιβλίο, τον Δον Κιχώτη παραδείγματος χάριν, σαν να
ήταν πλασματικό, ένα βιβλίο που ένας πλασματικός συγγραφέας, ο Πιερ Μενάρ, έχει
αναπαραγάγει, θεωρώντας τον κι αυτόν με τη σειρά του πραγματικό. Σε αυτή την
περίπτωση, η πιο ακριβής επανάληψη, η πιο αυστηρή, έχει ως αντίκρισμα τη
μεγαλύτερη δυνατή διαφορά. «Τα κείμενα του Θερβάντες και του Μενάρ είναι λέξη
προς λέξη πανομοιότυπα, αλλά το κείμενο του Μενάρ είναι απείρως πλουσιότερο».
Οι βιβλιοκρισίες της ιστορίας της φιλοσοφίας πρέπει να αντιπροσωπεύουν κάτι το
αργό, κάτι το παγωμένο, την ακινησία
του κειμένου ‒ όχι μόνο του κειμένου στο οποίο αναφέρονται, αλλά
επίσης και του κειμένου μέσα στο οποίο εγγράφονται. Έτσι ώστε να έχουν μια
διττή ύπαρξη, και για διπλό ιδανικό, την καθαρή επανάληψη του παλιού και του
τωρινού κειμένου, του ενός μέσα στο άλλο. Ακριβώς γι’ αυτό ‒προκειμένου
να έρθω κοντά σε αυτή τη διττή οντότητα‒ ενσωμάτωσα στο κείμενό μου πότε πότε
κάποιες σημειώσεις ιστορικού περιεχομένου.
Βασίλης Σκυλάκος, Χωρίς τίτλο, 1984, μικτή τεχνική σε λαμαρίνα, 95 x 95 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου