15/12/19

Μπορεί να υπάρξει ελευθερία χωρίς ισότητα;

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΑΜΕΣΙΝΗ (επιμέλεια), Ανισότητες, νεοφιλελευθερισμός και ευρωπαϊκή ενοποίηση, εκδόσεις νήσος/ Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, σελ. 351

I
Ο συγκεκριμένος τόμος προέκυψε από το υλικό των εργασιών ενός πολύ σημαντικό συνεδρίου, το οποίο διοργάνωσαν το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και το δίκτυο transform Europe (πρόκειται δίκτυο αποτελούμενο από ιδρύματα και ινστιτούτα κομμάτων, τα οποία ανήκουν στο Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς), στις 23-25 Νοεμβρίου του 2017.  Πρόκειται, λοιπόν, για μια συγκροτημένη παρέμβαση των φορέων της  Ευρωπαϊκής Αριστεράς, η οποία αφορά την κρίση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, άρα και τις βαθιές ανισότητες. Ο αναγνώστης θα βοηθηθεί ιδιαίτερα, εάν διαβάσει και την εκτενή, περιεκτική, αλλά και οδηγητική ως προς την παρακολούθηση της συνολικής προβληματικής των κειμένων του τόμου, εισαγωγή, η οποία διατηρεί τη δική της αυτοτέλεια. Δεν είναι δηλαδή απλώς μια εισαγωγική περιγραφή –παρότι αναφέρει εν περιλήψει τι διαλαμβάνεται σε κάθε εισήγηση– αλλά ένα συστηματικό κείμενο, το οποίο εξηγεί πώς τίθεται το πρόβλημα, ότι οι ανισότητες συνδέονται μεν, αλλά είναι και διακριτές μεταξύ τους, ότι υπάρχουν ανισότητες που έχουν περιοριστεί, όπως οι ανισότητες φύλου, την ίδια στιγμή που οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες βαθαίνουν και δείχνουν την ένταση με την οποία αναδεικνύεται και πάλι το κοινωνικό ζήτημα και οι ταξικές του μορφές.
Η προβληματική των κειμένων που συναπαρτίζουν αυτόν τον τόμο αρθρώνεται σε πέντε μέρη: Το πρώτο αφορά τον πλούτο, το εισόδημα και την φτώχεια, ως παραμέτρων για την εξέταση των οικονομικών ανισοτήτων, και περιλαμβάνει κείμενα από τις εισηγήσεις των Βέρνερ Ράζα, Βίμερ Σάλβερνα, Τζέρεμι Λίμαν και Θεόδωρου Ν. Μητράκου. Το δεύτερο μέρος έχει αντικείμενο τις ανισότητες στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, σε σχέση με την ανεργία, και περιλαμβάνει κείμενα των Τζιλ Ρούμπερι, Γκέρχαρντ Μπος, Αριστέας Κουκιαδάκη και Έφης Αχτσιόγλου. Το τρίτο μέρος είναι εστιασμένο στο ζήτημα των ανισοτήτων σε σχέση με τις ανισότητες φύλου, γενεών, αλλά και το πώς πλήττεται από αυτές η νεολαία, και περιλαμβάνει κείμενα των Νίκου Παϊζη, Δημήτρη Παρσάνογλου, Μιχάλη Βακαλούλη, Πάολα Βίλα, Γκαμπριέλα Μπερλόφα, Ελεονόρα Ματεάτσι, Αλίνα Σάντορ και Άννας Βουγιούκα.
Το τέταρτο μέρος αφορά τις ανισότητες σε σχέση με το κράτος πρόνοιας και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και περιλαμβάνει κείμενα των Διονύση Ν. Γράββαρη, Ραφαέλ Μουνιόζ ντε Μπουστίγιο, Άννας-Μαρίας Σιμονάτσι, Χρίστου Παπαθεοδώρου και Θεανώς Φωτίου. Τέλος, το πέμπτο μέρος είναι για την ευρωπαϊκή ενοποίηση και τις ανισότητες στην Ευρώπη και περιλαμβάνει τις εισηγήσεις των Δημήτρη Παπαδημούλη, Κωνσταντίνας Κούνεβα, Σκα Κέλερ, Βάλτερ Μπάιερ, Ευκλείδη Τσακαλώτου, Γκάμπι Τσίμερ και Αλέξη Τσίπρα. Η θεματική του συνεδρίου δεν επιχείρησε να καλύψει όλες τις πλευρές αυτής της κρίσης, αλλά εστιάστηκε κυρίως στις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η συγκεκριμένη εστίαση περιορίστηκε στις οικονομικές και τις προδήλως πολιτικές συνέπειες.
Στη συνέχεια θα προσπαθήσω να δείξω την αξία αυτού του τόμου ως προς το ότι μας επιτρέπει, ξεκινώντας από εκεί που καταλήγει η προβληματική αυτών των κειμένων, δηλαδή στην εξέταση των οικονομικών, κυρίως, ανισοτήτων, να διερευνήσουμε το πώς οι ανισότητες που προκαλεί ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός αλλοιώνουν ουσιώδη χαρακτηριστικά του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλάζουν τον χαρακτήρα της ίδιας της πολιτικής και κατατείνουν σε ολοκληρωτισμό, ικανό να απειλήσει ακόμη και θεμελιώδεις συνταγματικές ελευθερίες. Μπορούμε να ξεκινήσουμε, λοιπόν, από την αρχή της ισότητας. Άλλωστε η θέση της Αριστεράς ως προς την αρχή της ισότητας είναι μέρος του ορισμού του τι σημαίνει Αριστερά. Η ίδια η διάκριση Αριστεράς και Δεξιάς έχει καθοριστεί από το ζήτημα της ισότητας και την ουσιώδη συσχέτισή του με το ζήτημα της ελευθερίας. Η ιστορική διαμόρφωση, όμως, της συγκεκριμένης διάκρισης έχει αναδείξει και αντίστοιχους ιστορικούς συμβολισμούς με ιδεολογικό περιεχόμενο. Αυτό σημαίνει το ζήτημα της σχέσης ισότητας και ελευθερίας τίθεται ήδη από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά και, μάλιστα, και ως λόγο για να εναντιωθεί μέρος του φιλελευθερισμού της εποχής (Γκιζώ) στην Επανάσταση λόγω της αρχής της ισότητας, η οποία θα περιόριζε την ελευθερία. Σε αυτή την περίπτωση, η ελευθερία δεν λογίζεται ως πολιτική ελευθερία, αλλά σε αναφορά προς την ιδιοκτησία.
Σήμερα, το ζήτημα της ισότητας, καθώς και της σχέσης της με την ελευθερία, συνυφαίνεται με το δημοκρατικό ζήτημα, ακριβώς επειδή οι βαθιές, άγριες ανισότητες απειλούν την ίδια τη δημοκρατία. Το δημοκρατικό πολίτευμα φαίνεται να υποκαθίσταται από τον φονταμενταλισμό της αγοράς, ο οποίος ταυτίζεται με μια ιδέα της ελευθερίας χωρίς πολιτικό περιεχόμενο, αλλά με σταθερή αναφορά στην οικονομική ελευθερία, την ελευθερία των συναλλαγών, της κίνησης των κεφαλαίων, άρα και με μια αντίστοιχη ιδέα ως προς τα δικαιώματα, η οποία αποκλείει πλήρως τα κοινωνικά δικαιώματα, ενώ ταυτοχρόνως αμφισβητεί και την αναγκαιότητα του πολιτικού δικαιώματος, τουλάχιστον ως προς την ενεργό άσκησή του. Τα κείμενα του τόμου μάς επιτρέπουν να κατανοήσουμε αυτή την εξέλιξη, αρκεί να σκεφτούμε την εξάπλωση του αμερικανικού οικονομικού μοντέλου, αλλά και τη βίαιη επιβολή του διά της απειλής βαρύτατων οικονομικών κυρώσεων σε βάρος φτωχών ή υπό ανάπτυξη χωρών, με αποτέλεσμα η οικονομική εξαθλίωση που επακολουθεί να απολήγει σε περιορισμό ή και άρση των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Έτσι το αμερικανικό μοντέλο επεκτάθηκε βαθμηδόν και στην Ευρώπη υποκαθιστώντας τα κοινωνικώς κεκτημένα – ύστερα από πολυετείς αγώνες – δικαιώματα με την πολιτική της απορρύθμισης και της ευελιξίας των εργασιακών σχέσεων, με αποτέλεσμα τη σταδιακή αποδιάρθρωση και του κανονιστικού πλαισίου της εργατικής νομοθεσίας, το οποίο εξασφάλιζε τη συνοχή αυτών των σχέσεων. Η απορρύθμιση και η ευελιξία δεν είναι τίποτε περισσότερο από τη μεθοδική αποδιάρθρωση αυτού του πλαισίου. Βεβαίως, κάθε τέτοιο ριζικό εγχείρημα χρειάζεται έναν «καλό σκοπό». Ως τέτοιος σκοπός προβλήθηκε ο ανταγωνισμός. Δεν είναι κακό να είναι ανταγωνιστική η οικονομία. Το ζήτημα είναι αν ρυθμίζεται και πώς αυτός ο ανταγωνισμός, ώστε να μην είναι διαλυτικός. Αυτό το πρόβλημα, όμως, είχε ήδη λυθεί με την αποδιάρθρωση του εν λόγω κανονιστικού, νομοθετικού πλαισίου (π.χ. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίες), το οποίο θα μπορούσε να τον ρυθμίζει. Αυτό το ρυθμιστικό πλαίσιο, από την άλλη, προβλήθηκε ως σημαντικό εμπόδιο, το οποίο παρεκώλυε τις δυνάμεις της αγοράς, άρα και την επιδιωκόμενη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Αυτός ο στόχος συνδέθηκε και με μία δήθεν εγγενή λειτουργική δυνατότητα της αγοράς: τη δυνατότητά της να αυτορρυθμίζεται.

II
Έτσι επιβλήθηκε ο φονταμενταλισμός της αγοράς. Κανένας φονταμενταλισμός, όμως, δεν μπορεί να σταθεί, εάν δεν έχει έναν εχθρό. Ο φονταμενταλισμός υπάρχει πάντοτε σε αναφορά προς κάτι που προβάλλεται ως κακό, ως ριζικώς εσφαλμένο, ως απόκλιση, επί της ουσίας, από τον γνώμονα που προκρίνει ο φονταμενταλισμός. Στην εξεταζόμενη περίπτωση του φονταμενταλισμού της αγοράς, όλα τα παραπάνω είναι η κοινωνική δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη, εν τέλει η αξία και η επιδίωξη μιας δίκαιης κοινωνίας. Υπάρχουν, βέβαια, και κάποια δεδομένα: Ο παγκοσμιοποιημένος, χρηματιστικός καπιταλισμός εν επιτρέπει την άσκηση της παλαιότερης μακροοικονομικής πολιτικής, η οποία αποσκοπούσε στην προστασία των εργαζομένων. Η αναδιανομή του εισοδήματος, μέσω των κρατικών δαπανών, η οποία και πρέπει να αποτελεί διαρκές ζητούμενο, προσκόπτει στα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και τις μεγάλες φορολογικές επιβαρύνσεις. Η κρίση στρατηγικής στην οποία περιήλθαν σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν μπορεί να εξηγηθεί, χωρίς να ληφθεί υπόψη και αυτή η παράμετρος. Συνεπώς, είναι αναγκαίος ένας στρατηγικός αναπροσανατολισμός, που να κατατείνει σε μια θεώρηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δίκαιης κοινωνίας, της ισότητας και της ελευθερίας, επί τη βάσει των νέων δεδομένων, των νέων διακυβεύσεων και του διεθνούς πεδίου.
Ο σύγχρονος καπιταλισμός, πριν από οποιονδήποτε άλλον, συνδέει την αρχή της ισότητας με την ίδια τη δημοκρατία. Ως εκ τούτου, αρνούμενος πλήρως την πρώτη, υπονομεύει τη δεύτερη. Η κυρίαρχη μορφή του αντιλαμβάνεται τη δημοκρατία ως ανυπέρβλητο, σχεδόν, εμπόδιο στον οικονομικό ανταγωνισμό και το απεριόριστο κέρδος. Ωστόσο, τίποτε δεν φαίνεται να συνηγορεί υπέρ της υπόθεσης ότι εξαιρετικώς περιορισμένες δημόσιες παρεμβάσεις από το κράτος, και η απαλοιφή της αλληλεγγύης ως στοιχείο του κοινωνικού και του πολιτικού δεσμού, εξασφαλίζουν την οικονομική αποτελεσματικότητα που επιφέρει ο απεριόριστος ανταγωνισμός. Από την άλλη, αυτή η υπόθεση προβάλλεται ως αδιαμφισβήτητη βεβαιότητα. Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, αρνούμενος τη δημοκρατία και τη σύστοιχη αυτής διαβουλευτική συνθήκη, αναπαράγεται ιδεολογικώς μέσω των δήθεν αυτονόητων βεβαιοτήτων του. Μία από αυτές, περιγράφει τη δημοκρατία ως υπερβολικά δαπανηρή, ώστε να έχει πάρα πολύ μεγάλο κόστος και, ως εκ τούτου, να συνεπάγεται πάρα πολλά μειονεκτήματα. Τα μειονεκτήματα είναι πάντοτε προς τι. Για τον νεοφιλελευθερισμό το μέγιστο μειονέκτημα της δημοκρατίας είναι η αρχή της ισότητας, την οποία ο νεοφιλελευθερισμός αντιδιαστέλλει προς την ελευθερία, αλλά με μία πολύ συγκεκριμένη σημασιολόγηση της ελευθερίας. Αυτή νοηματοδοτείται σε σχέση με την αποτελεσματικότητα της οικονομίας της αγοράς. Συνεπώς, το μέγιστο μειονέκτημα της δημοκρατίας αφορά ακριβώς αυτή τη συνθήκη της ελευθερίας: την οικονομία της αγοράς. Σε αυτή τη θεώρηση, πλέον, όπως η ισότητα αντιδιαστέλλεται προς την ελευθερία, έτσι και η αγορά αντιδιαστέλλεται προς την πολιτική, αλλά και την ίδια την κοινωνία. Άλλωστε, η κοινωνία είναι η συνθήκη στην οποία τίθεται το πολιτικό αίτημα της δίκαιης αναδιανομής. Μία, λοιπόν, από τις δογματικές προϋποθέσεις από τις οποίες αφορμάται η νεοφιλελεύθερη θεώρηση της ισότητας, άρα και της ίδιας της δημοκρατίας, είναι ότι εξ ορισμού υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στην οικονομίας της αγοράς και της δημοκρατίας, άρα ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία συνέργεια, η οποία θα συνίστατο στο να θέτει η δημοκρατία ρυθμιστικούς κανόνες στην οικονομία της αγοράς, ώστε η τελευταία να μην καταρρεύσει μέσα στους αυτοματισμούς της. Έγινε πριν λόγος για ρυθμιστικούς κανόνες τους οποίους θέτει η δημοκρατία στη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς. Αυτό ισχύει πρωτίστως για την ίδια την κοινωνία. Η κοινωνία θέτει και τηρεί κάποιους βασικούς, θεμελιώδεις κανόνες, ώστε να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή της, τη διασφάλιση και διατήρηση της συνοχής της, αλλά και την πρόοδό της. Οι κανόνες είναι σαν εγγυητική συνθήκη των παραπάνω.  Το ότι ο νεοφιλελευθερισμός υπονομεύει τη δημοκρατία, επειδή θέτει ρυθμιστικούς κανόνες στην οικονομία της αγοράς συνδέεται και με το ότι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αντιδιαστέλλει την οικονομία της αγοράς προς την κοινωνία. Συνεπώς, ουδόλως ενδιαφέρεται για τους θεμελιώδεις κανόνες του οποίους χρειάζεται η κοινωνία, για να αναπαράγεται, να διατηρεί τη συνοχή της και να προοδεύει. Η απορρύθμιση αυτών των κανόνων, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι κανόνες της εργατικής νομοθεσίας, σχετίζεται άμεσα με την παγκοσμιοποίηση, η οποία, διευρύνοντας το πεδίο της αγοράς, περιορίζει, ταυτοχρόνως, το εύρος της δημόσιας σφαίρας. Ο στόχος της αποτελεσματικής οικονομικής ανταγωνιστικότητας επιβάλλει την εξασθένηση της αλληλεγγύης και την αποδιάρθρωση της εσωτερικής συνοχής των κοινωνιών, εφόσον όλες οι αντινομίες της αγοράς πολλαπλασιάζουν και τις εσωτερικές, σε κάθε κοινωνία, διαιρέσεις. Ο φονταμενταλισμός της αγοράς επιβάλλεται μέσω του δογματισμού του, δηλαδή με το να αποκλείει τη διερεύνηση και αναζήτηση εναλλακτικών δυνατοτήτων για την αντιμετώπιση και επίλυση οικονομικών προβλημάτων. Αυτό συνδέεται με τον περιορισμό των δυνατοτήτων που προσφέρει η ίδια η πολιτική. Ο φονταμενταλισμός της αγοράς, στρεφόμενος εναντίον της ισότητας και της αλληλεγγύης, στρέφεται και εναντίον της πολιτικής, αλλάζοντας τις μείζονες πολιτικές διακυβεύσεις, τις οποίες υποκαθιστά με την πρόταξη αποκλειστικώς οικονομικών στόχων. Όμως, αυτός ο αποκλεισμός της πολιτικής περιορίζει και την ίδια τη δημοκρατία, με αποτέλεσμα ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός να γίνεται όλο και περισσότερο ολοκληρωτικός.

III
Ποια είναι, όμως, τα γνωρίσματα αυτού του νεοφιλελεύθερου ολοκληρωτισμού, ο οποίος απελευθερώνεται περιορίζοντας τη δημοκρατία; Καταρχάς θα τα αναζητήσουμε στο πώς αντιλαμβάνεται ο νεοφιλελευθερισμός των κράτος και, μάλιστα, σε σχέση με την ισότητα. Σε αντίθεση προς την κοινολεκτική παραδοχή ότι ο νεοφιλελευθερισμός αποσκοπεί στον δραστικό περιορισμό του κράτους, αυτό που επιδιώκει είναι ένα ισχυρό κράτος ως προς την πολιτική της καταστολής, της απορρύθμισης της εργατικής νομοθεσίας και της ένταξης των κοινών, δημοσίων αγαθών στην αγορά, ενώ, παραλλήλως, συρρικνώνει το κράτος σε ό, τι αφορά τη διατήρηση των κοινωνικών δικαιωμάτων, των πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών, καθώς και της απρόσκοπτης διαβούλευσης και ενημέρωσης των πολιτών. Πρόκειται για την πολιτική η οποία διευκολύνει την ανέλεγκτη λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς και εντάσσει σε αυτήν την αγορά τα δημόσια αγαθά, που, με την πολιτική του κοινωνικού κράτους, ως δημοκρατικού, συνταγματικού κοινωνικού κράτους δικαίου, είχαν αποσπαστεί από αυτόν τον μηχανισμό, προκειμένου να διατηρηθεί αλώβητος ο δημόσιος χαρακτήρας τους. Με αυτόν τον τρόπο και σύμφωνα με αυτή την πολιτική θεώρηση για τον ρόλο του κράτους, το τελευταίο εγκαταλείπει τον ρυθμιστικό του ρόλο και την εποπτική λειτουργία του ως προς το μεριμνά για την ίση πρόσβαση όλων των πολιτών στα δημόσια αγαθά, σύμφωνα με την αρχή της ισότητας. Ως προς αυτό, το κράτος οφείλει να είναι και αποτελεσματικό, διότι η ικανοποίηση της αρχής της ισότητας επιβάλλει να έχουν όλοι, όχι μόνο ίση αλλά και εξίσου αποτελεσματική πρόσβαση στα δημόσια αγαθά της κοινωνικής ασφάλισης, πρόνοιας, παιδείας και υγείας, αλλά και της εργασίας ως προϋπόθεσης για τη βιοτική αυτοτέλεια, η οποία, με τη σειρά της, καθίσταται προϋπόθεση αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η υπαγωγή όλων των παραπάνω στη λογική και τους αυτοματικούς μηχανισμούς της αγοράς και της ανταγωνιστικής προσφοράς των υπηρεσιών πολλαπλασιάζει, διευρύνει και βαθαίνει τις ανισότητες. Αυτό, όμως, εντείνει και την κρίση της αντιπροσώπευσης, διότι από αυτές τις βαθιές ανισότητες πλήττονται τα οικονομικώς ασθενέστερα στρώματα, τα οποία υποαντιπροσωπεύονται και προβάλλουν αυτήν την κρίση σε όλο το πολιτικό σύστημα, αλλά και στο ίδιο το πολίτευμα. Ταυτίζουν δηλαδή την κρίση που προκαλείται από τις οικονομικές ανισότητες και τους αποκλείει από την αντιπροσώπευση με την ίδια τη δημοκρατία, εφόσον η δυσχερής οικονομική τους θέση τους αφήνει εκτός του πεδίου όπου θα ήταν δυνατή η ισότιμη πρόσβαση στα κοινά αγαθά, τα οποία, όμως, πλέον  δεν είναι κοινά. Αυτό είναι μέρος της ίδιας της κρίσης της δημοσιότητας, της δημόσιας σφαίρας, η οποία αλώνεται από την επέκταση των συμφερόντων και ιδιωτικοποιείται. Οι οικονομικές ανισότητες, μετατρέπονται σε κοινωνικές και αυτές σε ανισότητες ως προς την ίση αντιπροσώπευση.
Από τα παραπάνω αναδεικνύεται μια θεώρηση του κράτους ως μηχανισμού διαχείρισης. Βεβαίως, ένα σύγχρονο και αποτελεσματικά οργανωμένο κράτος θα είναι και μηχανισμός διαχείρισης κρίσεως. Η νεοφιλελεύθερη, όμως, πολιτική για το κράτος το συλλαμβάνει ως μηχανισμό διαχείρισης θεσμικών μεταβολών, όπως είναι η αποδιοργάνωση του κανονιστικού πλαισίου και των θεσμικών εγγυήσεων των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων, τις οποίες επέβαλλε η εργατική νομοθεσία. Η εν τοις πράγμασι κατάλυση αυτής της νομοθεσίας είναι μέρος της διαχειριστικής λειτουργίας και πολιτικής του κράτους, όπως το αντιλαμβάνεται ο νεοφιλελευθερισμός. Με αυτό τον τρόπο, όμως, συντελείται και μια δραστική αλλαγή στη δημόσια σφαίρα, διότι, για παράδειγμα, οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, από το Σύνταγμα υπάγονται στη σφαίρα της συλλογικής αυτονομίας, δηλαδή στο πεδίο όπου γίνονται οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους εργαζόμενους και τους εργοδότες. Αυτό το πεδίο, όμως, είναι κανονιστικώς οριοθετημένο κατά τέτοιον τρόπο, ώστε η πλευρά των εργοδοτών να μπορεί να επεκταθεί μέχρι των προβλεπομένων ορίων. Με την κατάργηση αυτών των ορίων, επεκτείνεται καταλαμβάνοντας όσο χώρο μένει ελεύθερος. Σε αυτή την περίπτωση, το κράτος λειτουργεί ως επιχείρηση. Έτσι, όμως, μεταβάλλεται και η σχέση πολιτικής και κράτους, που είναι και το κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα. Συνέπεια αυτής της μεταβολής είναι το ότι αλλάζει και η σχέση κυριαρχίας, δηλαδή εξουσίας, και πολιτικής. Αυτή η αλλαγή μεταβάλλει και τη σχέση εξουσίας και νομιμοποίησης, εφόσον παρακάμπτεται η λαϊκή κυριαρχία. Συνεπώς, η υπονόμευση της αρχής της ισότητας και η διεύρυνση των ανισοτήτων οδηγούν και σε αλλαγές που επηρεάζουν τα χαρακτηριστικά του πολιτεύματος. Αυτές οι αλλαγές εμφανίζονται ως κρίσεις: κρίση της αντιπροσώπευσης, κρίση της λαϊκής κυριαρχίας, άρα κρίση της δημοκρατίας, καθώς και κρίση της φιλελεύθερης αρχής και της διάκρισης των λειτουργιών και της απρόσκοπτης έκφρασης. Η πρώτη αφορά τις επεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας στις άλλες αρχές, κάτι που μόνο ξένο δεν είναι στην αντίληψη του νεοφιλελευθερισμού για το πώς θα ασκείται η εκτελεστική εξουσία, και η δεύτερη περιορίζει τον πλουραλισμό των απόψεων, εφόσον τις κρίνει με γνώμονα το είναι κατά τη νεοφιλελεύθερη θεώρηση αυτονοήτως ορθό. Η σύμφυση του νεοφιλελευθερισμού με τον δογματισμό δεν είναι απλώς μια νοοτροπική αγκύλωση, αλλά συνθήκη αναπαραγωγής του πρώτου μέσω του δευτέρου. Συνεπώς, η νεοφιλελεύθερη πολιτική ως προς την ισότητα και τον ρόλο του κράτους επηρεάζει ουσιωδώς την ίδια την πολιτική: οδηγεί σε κρίση και τη δημοκρατική αρχή και τη φιλελεύθερη αρχή και την αρχή της αντιπροσώπευσης. Συνεπώς, επιφέρει κρίση στην ίδια τη αντιπροσωπευτική, συνταγματική, φιλελεύθερη δημοκρατία. Ο νεοφιλελεύθερος ολοκληρωτισμός αλλοιώνει και τις κύριες αρχές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η διαρκής επέκταση της ιδιωτικής σφαίρας, μέσω της ανέλεγκτης αγοράς, σε βάρος της δημόσιας σφαίρας, αφαιρεί από την πολιτική το κατεξοχήν γνώρισμά της: τον δημόσιο χαρακτήρα της. Ταυτοχρόνως, ο πολίτης μετατρέπεται σε άνθρωπο-επιχείρηση. Εάν κοιμάται σε χαρτόκουτο, φταίει ο ίδιος, επειδή δεν έκανε καλό management του εαυτού του. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο κοινωνικός ανταγωνισμός, απότοκος των βαθιών κοινωνικών ανισοτήτων, οδηγεί στην πολιτική υποαντιπροσώπευση, στην ιδιωτικοποίηση της πολιτικής και, τέλος, στην αφαίρεση του νοήματός της. Η προβληματική περί κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων θα μένει ελλιπής όσο δεν κατευθύνεται προς το πώς αυτές οι ανισότητες αλλάζουν το νόημα της πολιτικής, αλλά και του ίδιου πολιτεύματος. Η προγραμματική πολιτική μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων θα πρέπει να είναι και πολιτική υπεράσπισης στων συνταγματικών, δημοκρατικών ελευθεριών, δικαιωμάτων και αξιών, διότι πρωτίστως αυτές θα απειλήσει ο νεοφιλελεύθερος ολοκληρωτισμός, προκειμένου να εδραιώσει και να επιτείνει τις κοινωνικές ανισότητες. Και νομίζω ότι ο πλούτος των κειμένων αυτού του τόμου αυτό ακριβώς είναι που μας προσφέρει. Μας προσφέρει τη δυνατότητα, αφορμώμενοι από την προβληματική περί των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, να κατευθυνθούμε προς την ουσιώδη σύνδεσή τους με το ίδιο το πολιτικό-δημοκρατικό ζήτημα, δηλαδή τη σχέση πολιτικής και κράτους, διότι το κοινωνικό ζήτημα, που ποτέ δεν αποσύρθηκε από το προσκήνιο της ιστορίας, μετατρέπεται πλέον σε δημοκρατικό ζήτημα. Και για να κριθεί αυτό το ζήτημα υπέρ της ίδιας της δημοκρατίας και της προοπτικής μιας δίκαιης κοινωνίας, θα πρέπει να υπάρξει μία στρατηγικά οργανωμένη πολιτική θεσμικών εγγυήσεων της κοινωνικής συνοχής, καθώς και της αλληλεγγύης, δηλαδή να υπάρξουν οι όροι που θα εγγυώνται την κοινωνική δικαιοσύνη. Και έτσι επιστρέφουμε στην αφετηρία, δηλαδή στην προβληματική των κειμένων που απαρτίζουν αυτόν τον ενδιαφέροντα τόμο.

Ο Στέφανος Δημητρίου είναι αναπληρωτής καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

Απόστολος Καρακατσάνης, Are you trying to control, 2019, μελάνι και emulsion σε καμβά, 100 x 100 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: