15/12/19

Κολοκοτρώνης - Μπολιβάρ

Ο Νίκος Εγγονόπουλος απέναντι στον μακρυγιαννισμό

Απόστολος Καρακατσάνης, All you need is love, 2019, μελάνι σε καμβά, 170 x 200 εκ.


ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Αναλογία πρώτη: Στην αρχή του ποιήματος Μπολιβάρ (1942-1943), βρίσκουμε την αναλογία ανάμεσα στον Μπολιβάρ και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Όπως έχει δείξει ο Γιάννης Δάλλας (Πλάγιος λόγος), στα Ελληνικά Χρονικά  του Μάγερ, το 1825, ένας ανώνυμος συντάκτης γράφει για τον Ανδρούτσο: «αι περιστάσεις τον έκαμαν να φαίνεται μέχρι τινός εις τα όμματα του κόσμου, χωρίς να είναι των όντι, είς από τους καλλιτέρους αρχηγούς των Ελληνικών πραγμάτων, και το παραξενώτερον! να νομίζεται από τινας ως ο πλέον φιλελεύθερος, και άξιος να βαπτισθή με το όνομα ‘Βολιβάρ της Ελλάδος’». Ο Εγγονόπουλος μάλιστα επιβεβαίωσε αυτό το διακειμενικό εύρημα του Δάλλα, όταν το δημοσίευσε για πρώτη φορά, τηλεφωνώντας του και δίνοντάς του συγχαρητήρια: “Μπράβο σας κύριε Δάλλα, μπράβο σας!” (προφορική μαρτυρία του Γιάννη Δάλλα στον γράφοντα).
Αναλογία δεύτερη: Ο Πλούταρχος, στο έργο του με τον χαρακτηριστικό τίτλο Βίοι Παράλληλοι, περιγράφει το τέλος του Θησέα, ο οποίος, εν μέσω εμφύλιων ταραχών, φεύγει από την Αθήνα, και δολοφονείται σπρωχνόμενος από τον (φίλο του) Λυκομήδη σε έναν γκρεμό, στο υψηλότερο μέρος της Σκύρου. Λίγες γραμμές παρακάτω, βρίσκουμε το μότο που προτάσσει ο Εγγονόπουλος στον Μπολιβάρ, το οποίο έπεται της φράσης “χρόνοις δ᾿ ὕστερον Ἀθηναίους ἄλλα τε παρέστησαν ὡς ἥρωα τιμᾶν Θησέα”.
Μέσα στη δίνη του εμφυλίου, το 1825, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, επικεφαλής των στρατευμάτων της ανατολικής Στερεάς, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται από τον (φίλο του) Γκούρα, και τελικά δολοφονείται, ριπτόμενος  στο γκρεμό, από το υψηλότερο σημείο της Αθήνας, την Ακρόπολη.

Αντίστιξη πρώτη: Την ίδια στιγμή που αρχίζει η περιπέτεια του Ανδρούτσου, ο οποίος, όπως και το σύμβολο «Μπολιβάρ» του Εγγονόπουλου, «θε νάτανε αυτός ο ίδιος στρατός κι’ εχθρός, ηττημένος και νικητής μαζί, ήρωας τροπαιούχος κι’ εξιλαστήριο θύμα», ο επίσης ρουμελιώτης, αλλά ασήμαντος μικρο-οπλαρχηγός Μακρυγιάννης, πρώην υφιστάμενος του Ανδρούτσου, αναδεικνύεται σε στρατιωτικό στέλεχος μέσα από αυτή ακριβώς την εμφύλια διαμάχη, όπου μάλιστα οι ρουμελιώτες οπλαρχηγοί εκμισθώνονται από την κυβέρνηση για να πολεμήσουν απέναντι στην πλευρά Κολοκοτρώνη-Ανδρούτσου. Πώς “κολλάει” όμως ο Μακρυγιάννης;
Αντίστιξη δεύτερη: Με τον Μπολιβάρ, και όλες τις αναλογίες του, ακόμα και με τη φράση “είσαι ωραίος σαν Έλληνας”, ο Νίκος Εγγονόπουλος, με εξαιρετικά διορατική ιστορική αίσθηση της συγκυρίας, δεν ελληνοποιεί” τον λατινοαμερικάνο επαναστάτη, για να δώσει μια διέξοδο στον καθ’ ημάς μοντέρνο εθνικισμό, αλλά διεθνοποιεί το αντιφασιστικό πνεύμα του Β΄παγκοσμίου πολέμου και της Κατοχής, ακριβώς την ίδια στιγμή που, οι της γενιάς του ’30, ανακαλύπτουν τον Μακρυγιάννη και τον καθιστούν σύμβολο της μοντέρνας λαϊκότητας” και της διαχρονικής ψυχής του έθνους (Σεφέρης 1937 και 1938, στα Νέα Γράμματα,  Θεοτοκάς 1941, Σεφέρης 1943, Δημαράς 1947).
Αναλογία τρίτη: Μέσα από το «παραξενώτερον», της ανάδειξης του Ανδρούτσου σε κεντρικό πρόσωπο, ο Εγγονόπουλος μας πάει στο ιστορικό πλαίσιο του εμφυλίου, όπου ανάλογη μοίρα με τον Ανδρούτσο (χωρίς βέβαια την τραγική του κατάληξη) έχει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος είναι βέβαια ο επικεφαλής της Επανάστασης αλλά και της πλευράς που ηττάται στον εμφύλιο, και οδηγείται στην φυλακή της Ύδρας (1825).
Αναλογία τέταρτη: «Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού Έρε,/ Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας». Στην κορυφή του υψηλότερου βουνού της Ύδρας, Έρε, βρίσκεται το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, όπου φυλακίστηκε ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος επίσης: «θε νάτανε αυτός ο ίδιος στρατός κι’ εχθρός, ηττημένος και νικητής μαζί, ήρωας τροπαιούχος κι’ εξιλαστήριο θύμα».
Αντίστιξη τρίτη: Εκτός του Μακρυγιάννη, σε πρωταγωνιστή του εμφυλίου έχει αναδειχθεί ο Υδραίος πλοίαρχος, Κυριάκος Σκούρτης (αδελφοποιτός με τον Κολοκοτρώνη, όπως και ο Γκούρας με τον Ανδρούτσο). Ο Σκούρτης, μετά την αθέτηση από τον Κουντουριώτη της συμφωνίας για συμβιβασμό, με βάση την οποία ο Κολοκοτρώνης έχει έρθει στο Ναύπλιο, είναι επικεφαλής του κυβερνητικού ναυτικού αποσπάσματος, που συλλαμβάνει τον Κολοκοτρώνη και τον οδηγεί στην Ύδρα και στη φυλακή. Στη συνέχεια, ανταμείβοντας τον Σκούρτη για αυτές τις υπηρεσίες του, η “μερίδα” Κουντουριώτη τον ορίζει αρχιστράτηγο των ελληνικών δυνάμεων, αντί του Κολοκοτρώνη, απέναντι στον στρατό τού, ήδη αποβιβασθέντος στην Πελοπόννησο, Ιμπραήμ. Όπως διηγείται ο Τερτσέτης, ο Κολοκοτρώνης “Όταν ήκουσεν, ότι ο Σκούρτης εκλέχθη στρατάρχης, είπε: ΄Τώρα δεν λείπει, παρά να διορίσουν και τον γέρο-Νοταρά ναύαρχο, αντί του Μιαούλη΄”. Στη συναφθείσα μάχη του Κρεμμυδίου (1825), ο νεόκοπος “στρατηγός” Σκούρτης έκανε τραγικά λάθη, καθ’ ότι αγνοούσε παντελώς τις τεχνικές του πολέμου στην ξηρά –έδινε μάλιστα τα παραγγέλματα προς το στράτευμα στη ναυτική ορολογία– και η μάχη κατέληξε σε συντριπτική ήττα των ελληνικών δυνάμεων. «Στρατηγέ/ τι ζητούσες στη Λάρισα/ συ/ ένας/ Υδραίος;».
Όπως μας έχει δείξει η φιλολογική έρευνα, τίποτα, ακόμα και το πιο “αθώο” στοιχείο που μας δίνει ο Εγγονόπουλος δεν είναι τυχαίο. Πόσω μάλλον το “Στρατηγέ” και το “Υδραίος” (ενδεικτικός είναι ο ειρωνικός τρόπος που εκφέρει τις δύο λέξεις ο Εγγονόπουλος, διαβάζοντας το ποίημα), που “φωτογραφίζουν” τον Σκούρτη. Όπως, επίσης, και το “Λάρισα” (: λίθινη ακρόπολη, οχυρό· από το λάας -λίθος, και το ρισα - ρίζα), αφού το κάστρο του Άργους, που βρίσκεται μακριά και απέναντι από το Ναύπλιο και τη θάλασσα, γαντζωμένο στα πρώτα κράσπεδα, στα ριζά του ορεινού όγκου της Πελοποννήσου, ονομάζεται, ακριβώς, Λάρισα.
Αναλογία πέμπτη: Μετά τη μάχη του Κρεμμυδίου, και αυτή στο Μανιάκι, και του Ιμπραήμ προελαύνοντος, διογκούται η κατακραυγή προς την κυβέρνηση, με αίτημα την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη· μαζί και η “ανοιχτή δυσαρέσκεια”, ήτοι απειλή ανταρσίας, ακόμα και των προσκείμενων στην κυβέρνηση οπλαρχηγών, καθιστούν το αίτημα της αποφυλάκισης πάνδημο, το δε όνομα του Κολοκοτρώνη, ταυτόσημο με τη σωτηρία της επανάστασης, “ευρίσκεται εις τα χείλη όλων”, όπως μας πληροφορούν τα απομνημονεύματα, όπως μας λέει και το ποίημα, αφού κατά τη συνήθη πρακτική του ο Εγγονόπουλος συνεχώς μπαίνει και βγαίνει στη θέση των ηρώων του: «Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,/ Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια,/ Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου», με αποτέλεσμα την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη (1825), προκειμένου, ως ο καθ’ ύλην αρμοδιότερος, να αναλάβει την ηγεσία του αγώνα.
Αντιστροφή: Έτσι λοιπόν ο Εγγονόπουλος, με τον παροιμιώδη υπαινικτικό τρόπο του, μέσα από διαδοχικές αναλογίες και αντιστίξεις, μέσα και από την αλληλουχία των γεγονότων, κειμενικών και ιστορικών, που όλα τους συμβαίνουν την άνοιξη του 1825, και κυρίως διά του “Στρατηγού”, μετατοπίζει την εστίασή του, και τελικά φωτίζει όχι τον Ανδρούτσο (στον οποίο άλλωστε, με ένα αφηγηματικό τέχνασμα, δεν επανέρχεται) αλλά το ευρύτερο σύμβολο Μπολιβάρ-Κολοκοτρώνης, στο οποίο δικαιώνεται η απόλυτη ταύτιση των δύο όντως στρατηγών και συμβόλων: “παρόμοια σύμβολα”.
Επαλήθευση πρώτη: Ο Εγγονόπουλος έχει ήδη εισαγάγει στο ποίημα μία ακόμα, υπόρρητη, ταυτοτική αντίστιξη, επίσης με τον Σκούρτη, επικεντρώνοντας στον επίσης Υδραίο πλοίαρχο, Αντώνιο Οικονόμου,  “που τόσο άδικα τον σφάξαν”, τον οποίο μάλιστα τοποθετεί σε τιμητική θέση, ανάμεσα στον Ρήγα και τον Ροβεσπιέρο. Ο Οικονόμου είναι αυτός που με λαϊκή εξέγερση κατά των προκρίτων κήρυξε την επανάσταση στην Ύδρα, και εν τέλει δολοφονήθηκε έξω από το Άργος, με εντολή των Υδραίων προκρίτων, παρά την προσπάθεια του Κολοκοτρώνη να τον σώσει, στέλνοντας δύναμη 200 ανδρών, που όμως δεν πρόλαβε να φθάσει και να αποτρέψει τη δολοφονία του. Στον Οικονόμου έχει επίσης αναφερθεί, ήδη το 1939, στο ποίημα “Ύδρα”, όπου τον αντιπαραθέτει στην πλευρά τού (κατονομαζόμενου) Κουντουριώτη, αλλά και τον σκιαγραφεί επαινετικά.
Επαλήθευση δεύτερη: Ο Εγγονόπουλος επανέρχεται άμεσα –ή και ταυτόχρονα– στον Κολοκοτρώνη, στα ποιήματα που γράφει ακριβώς εκείνη την περίοδο και  δημοσιεύονται στη συλλογή του Η επιστροφή των πουλιών (1946), και συγκεκριμένα στο ποίημά του “Ανδανιεύς”, φτιάχνοντας μια αναλογία του κατονομαζόμενου Κολοκοτρώνη με τον (κοντοχωριανό του) ήρωα του Β΄ Μεσσηνιακού πολέμου, Αριστομένη (ο “Ανδανιεύς”), ο οποίος με “μπαμπεσιά” του Αριστοκράτη ηττήθηκε, συνελήφθη και ρίχτηκε στον Καιάδα, απ’ όπου όμως σώθηκε, κλπ κλπ. Κι έτσι φωτίζει τα μυστήρια της Ανδανίας και (ακόμα περισσότερο) τις τριαδικές ταυτίσεις στον Μπολιβάρ, “Κι’ είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί κι ο αητός”, δηλαδή τα συμφραζόμενα  του μυστικισμού και του τεκτονισμού, στα οποία υπάρχουν ικανές και δηλωτικές αναφορές του Εγγονόπουλου και των ηρώων του,[1] ανοίγοντας τη βεντάλια και γειώνοντας την αντιστοιχία των αναφορών του στο όλο ιστορικό παρελθόν.
Ο Εγγονόπουλος διάβαζε, διάβαζε πολύ, “χωνεύοντας” μέσα στα ποιήματά του απίστευτες ιστορικές λεπτομέρειες, όπως έχουν διαπιστώσει όλοι οι μελετητές του. Αυτονοήτως, είχε διαβάσει τις βασικές αφηγήσεις του 1821, κι έτσι το σχήμα του για την Επανάσταση (και εξ αυτής το εν γένει ιστορικό του σχήμα) συνηγορεί ανοιχτά με τα Απομνημονεύματα του Φωτάκου, τα οποία όχι μόνο εκφράζουν τις απόψεις της πλευράς Κολοκοτρώνη-Ανδρούτσου-Οικονόμου αλλά και ο λόγος τους είναι υποδειγματικά “διαφωτισμένος”.[2] Έτσι, ο Εγγονόπουλος, με το σύνολο των αναφορών του (ελευθεροτέκτονες, Ροβεσπιέρος, Ρήγας... και βέβαια Κολοκοτρώνης, Ανδρούτσος, Οικονόμου...) αρθρώνει μια συνολική, αντίπαλη, “γαλλική”/επαναστατική αφήγηση και στάση, απέναντι στον ναΐφ, βαλκάνιο εθνικολαϊκισμό της μακρυγιαννικής αφήγησης, που εκείνη τη στιγμή υιοθετείται ως εθνική αφήγηση από τη γενιά του ’30, με δείκτη της κατεύθυνσης αυτής της διαδικασίας την ημερολογιακή εγγραφή του Σεφέρη, 20/8/1939, όπου η δηλωτική των στοχεύσεών της θέση του: τι είχε να κάνει ο Μακρυγιάννης με τα κηρύγματα των καρμπονάρων; Άλλωστε, την εποχή που γράφεται ο Μπολιβάρ, ο Εγγονόπουλος είναι αποσυνάγωγος από τις σελίδες του περιοδικού-κιβωτού της γενιάς του ’30, Τα νέα γράμματα, το οποίο τον απέκλειε  από τις τάξεις της μοντερνιστικής ορθότητας (Αλ. Αργυρίου, Ο Εγγονόπουλος του Μπολιβάρ”).
Θα επανέλθω, με την εντυπωσιακή, κατά τη γνώμη μου, διακειμενική συνομιλία του Μπολιβάρ με κείμενα της Εαμικής Αντίστασης, συνομιλία που δεν καταργεί αλλά επιτείνει τις αναλογίες με την Επανάσταση του 1821, αναλογίες που άλλωστε κυριαρχούσαν, στο φαντασιακό αλλά και τον λόγο του ΕΑΜ, μαζί με όλες τις εμφυλιακές συνδηλώσεις τους.


[1] Βλ. Αλεξάνδρα Σαμουήλ, “Πάντα αριθμώ διέταξας”. Αναλογία, αριθμολογία και ποίηση, 2018.
[2] Βλ. το πεζογραφικό βιβλίο μου Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη (2003)· τώρα στο Εμφύλιο σώμα (2014).

Δεν υπάρχουν σχόλια: