17/11/19

Ένας μοναχικός φοιτητής στο Πολυτεχνείο

Έργο του Νίκου Παπαδημητρίου



ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ

Το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Σεργόπουλου, ΕΑΤ-ΕΣΑ. Μια μαρτυρία για τα χρόνια της δικτατορίας, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις, αναφέρεται στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και στη διαφυγή του συγγραφέα, που είχε συλληφθεί και βασανιστεί στα γεγονότα της Νομικής.

Αυτό που γινόταν ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Συνέρρεαν γεμάτοι ενθουσιασμό φοιτητές και νεολαίοι, που ποτέ προηγουμένως δεν είχαν πατήσει το πόδι τους σε φοιτητική συγκέντρωση· όμως συνέρρεε και πλήθος κόσμου όχι μόνο για συμπαράσταση, αλλά και για να συμμετάσχει. Από την τελευταία φοιτητική συγκέντρωση της 20ής Μαρτίου στη Νομική, που κατέληξε στη βίαιη εκκένωση της Σχολής από την Αστυνομία, είχε μεσολαβήσει ένα οκτάμηνο σιγής. Αυτούς τους οχτώ μήνες είχαν αλλάξει πολλά. Το κοινωνικό σώμα ή έστω ένα μέρος του είχε αποβάλει τον φόβο και τις επιφυλάξεις και τώρα του δινόταν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξεσπάσει.
Βλέποντας πώς είχε η κατάσταση και εκτιμώντας κάθε δυνατή παράμετρο, κατέληξα αμέσως στο βέβαιο συμπέρασμα ότι όλο αυτό το πράγμα θα κατέληγε σε αιματοχυσία. Η σύγκρουση ήταν προδιαγεγραμμένη. Η κατάσταση θα εξελισσόταν ανεξέλεγκτα, όπως και πράγματι έγινε. Το ζητούμενο για μένα ήταν να μη συλληφθώ εκ νέου. Διότι έτσι και με ξανάπιαναν αλίμονο και τρισαλίμονό μου. Μια δεύτερη σύλληψη με ξεπερνούσε. Επομένως δεν μπορούσα να αφεθώ στην πανηγυρική αντιχουντική και αντιαμερικανική συνθηματολογία και έπρεπε να οργανώσω τη διαφυγή μου. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος ήταν να περικυκλώσουν το Πολυτεχνείο και να μας πιάσουν σαν τα ποντίκια μες στη φάκα.
Για τον λόγο αυτό έπρεπε να βρίσκομαι σε κατάσταση επιφυλακής και να έχω μια σταθερή ροή πληροφοριών από αυτούς που βρίσκονταν έξω. Για κάθε ενδεχόμενο λοιπόν, μαζί με άλλους, χρησιμοποιώντας καδρόνια και πέτρες κατασκευάσαμε αυτοσχέδια σκαλοπάτια στην πίσω πλευρά ώστε να πηδήξουμε τα κάγκελα και να βρεθούμε στην οδό Μπουμπουλίνας. Το σχέδιο αυτό εφαρμόστηκε μέχρι τέλους. Βέβαια υπήρχε και μια άλλη λύση, που θα έκανε περιττή αυτή την προνοητικότητα: να συνεχίσω τη συμμετοχή μου περιφερόμενος έξω, στους γύρω δρόμους. Αυτό δεν το επιθυμούσα, γιατί ήθελα να είμαι μέσα στον χώρο του Πολυτεχνείου. Εννοείται ότι το βράδυ της 15ης προς τη 16η δεν κοιμήθηκα γιατί είχα άγχος για τις εξελίξεις. Γύριζα πέρα δώθε, συμμετείχα με έξαψη σε ατελείωτες συζητήσεις για το «δέον του αγώνα και το μετά», και τώρα που τα ιστορώ καταλαβαίνω ότι αυτή ήταν η αληθινή μαγεία των ημερών. [...]
Ήμουν εναντίον της φιλελευθεροποίησης που επιχειρούσε το καθεστώς με τον Σπ. Μαρκεζίνη, εκτιμούσα ότι αυτή η λύση ήταν το φιλί της ζωής που αναζητούσε η χούντα και θεωρούσα ότι ήταν πλέον αποδυναμωμένη, αλλά προφανώς δεν μπορούσα να προτείνω κάποια λύση για την τελεσίδικη πτώση της. Την Ιστορία είναι δύσκολο να την ερμηνεύσεις όταν συντελείται, πολύ περισσότερο όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο να την προβλέψεις. Πάντως έχει έναν σφυγμό που μπορείς να τον πιάσεις και να μην κινείσαι ενάντια στο ρεύμα της.
Για μας που ήμασταν μέσα στο Πολυτεχνείο, εκείνη την ώρα δεν είχε απολύτως καμιά σημασία ποιος πήρε την απόφαση καταστολής και εκκένωσης. Από νωρίς το απόγευμα της Παρασκευής της 16ης Νοεμβρίου είχε αρχίσει να στήνεται ένα σκηνικό πολέμου με δακρυγόνα και πραγματικά πυρά. Ένα ετερόκλητο πλήθος, Κυπατζήδες, Εσατζήδες, χαφιέδες, αστυνομικοί και δεν ξέρω ποιοι άλλοι είχαν ακροβολιστεί γύρω από τον χώρο και στόχευαν τον κόσμο που είχε δημιουργήσει μια ζώνη προστασίας. Στις δύο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 16ης, δηλαδή τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Νοεμβρίου, ακούστηκε η ανατριχιαστική βουή των τανκς που κατέβαιναν από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Σταμάτησαν στην πλατεία Αιγύπτου, δηλαδή στη γωνία της οδού Μαυρομματαίων. Πέντε απ’ αυτά προωθήθηκαν στην οδό Πατησίων στην περιοχή του Πολυτεχνείου και ένα πήρε θέση ακριβώς μπροστά από την πύλη. Εκείνη τη στιγμή ο Κώστας Λαλιώτης και ο Κυριάκος Σταμέλος διαπραγματεύονταν την ειρηνική αποχώρηση των φοιτητών. Το τελευταίο σύνθημα που φωνάξαμε ρυθμικά και απελπισμένα ήταν: «Εί-σα-στε α-δέλ-φια - μας, Εί-σα-στε α-δέλ-φια - μας», φυσικά χωρίς ανταπόκριση. Τότε πια βρήκα το κουράγιο να φύγω. Μισή ώρα αργότερα το μοιραίο άρμα συνέτριψε την Πύλη με τα γνωστά επακόλουθα. Με την ενέργεια αυτή το Πολυτεχνείο δεν ανήκει πια στους δημιουργούς και τους πρωταγωνιστές του, ίσως δεν ανήκει ούτε στην ίδια την Ιστορία. Έγινε σύμβολο, έγινε μύθος, και στο διάβα του χρόνου θα επιδέχεται ατελείωτες ερμηνείες. Πάντως, η αναμφισβήτητη αλήθεια είναι ότι το Πολυτεχνείο υπήρξε.
Βρέθηκα στην οδό Σπυρίδωνος Τρικούπη… «και να με ’δώ με τόσα φώτα, εγώ μωρός όσο και πρώτα». Ένα πετυχημένο σχέδιο διαφυγής πρέπει να ακολουθείται και από την πρόβλεψη ενός ασφαλούς καταφυγίου. Τέτοια πρόβλεψη δεν είχα επεξεργαστεί, ίσως διότι οι παραστάσεις που αντίκρισα μπαίνοντας στο Πολυτεχνείο ήταν τόσο πρωτόγνωρες, τόσο εντυπωσιακές, τόσο κυριαρχικές, ώστε δεν μου έδωσαν τον απαραίτητο χρόνο και την απαραίτητη ψυχραιμία να ολοκληρώσω το αρχικό σχέδιο της ασφαλούς διαφυγής. Έτσι λοιπόν ήρθα αντιμέτωπος με μια σειρά οδυνηρών γεγονότων: η επιστροφή στο σπίτι θα ήταν αυτοκτονική, η επάνοδος στη Θεσσαλονίκη θα ήταν ταπεινωτική, και η αναζήτηση φίλων απέβη αρνητική. Από εκείνη την ώρα, δηλαδή από τις τέσσερις το πρωί της 17ης Νοεμβρίου 1973, ξεκίνησε η δική μου Οδύσσεια. Άνοιξε ένα καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή μου που περικλείει τις εμπειρίες και τις ταλαιπωρίες ενός φυγάδα, ενός πλάνητα, ταλαιπωρίες που δύσκολα μπορεί κανείς να αποκρυπτογραφήσει πίσω από το απλό ρήμα «κρύβομαι». Οι κομμουνιστές της δεκαετίας του ’40 και του ’50 είχαν ολόκληρους μηχανισμούς προστασίας των στελεχών τους που έβγαιναν στην παρανομία. Τι κάνει όμως ένας μοναχικός φοιτητής που δεν ανήκει σε κάποια οργάνωση, που μετά το Πολυτεχνείο τον κυνηγούν θεοί και δαίμονες και οι φωτογραφίες του, προφίλ και ανφάς, κοσμούν τα Αστυνομικά Τμήματα της μείζονος πρωτευούσης; Θα σας απαντήσω εγώ λοιπόν τι κάνει: σε πρώτη φάση κλαίει τη μοίρα του και σε δεύτερη φάση προσπαθεί να επιβιώσει.
Αφού λοιπόν δεν έβρισκα κάποια άμεση και πρόσφορη λύση, σκέφτηκα ότι δεν θα ήταν σκόπιμο να κυκλοφορώ νυχτιάτικα στην ευρύτερη και επικίνδυνη ζώνη των επιχειρήσεων ώστε να κινδυνεύω από μια τυχαία σύλληψη. Γι’ αυτό κατέφυγα στην ασφαλή Κατοχική Σκομπία, δηλαδή στο Κολωνάκι. Με το φως της ημέρας συμπλήρωνα σαράντα οχτώ ώρες συνεχούς αγρυπνίας κάτω από συνθήκες υπερέντασης, αλλά με το φως που ανέτειλε φωτίστηκε και το μυαλό μου από μια ιδέα που αποδείχθηκε σωτήρια. Ζήτησα από κάποιον οικογενειακό φίλο να μου επιτρέψει να επισκεφθώ το εξοχικό του στον Ωρωπό, δίχως να διευκρινίζω τους λόγους. Είχα βάσιμες ελπίδες ότι θα πίστευε πως θα το χρησιμοποιούσα για τους ίδιους ακριβώς λόγους που το χρησιμοποιούσε και αυτός ως λάτρης του ωραίου φύλου. Με πλατύ χαμόγελο μου παρέδωσε το κλειδί κι εγώ τον παρακάλεσα για ευνόητους λόγους να τηρήσει αυστηρούς όρους εχεμύθειας. Το σπίτι αυτό δεν ήταν εύκολα επισκέψιμο αν δεν διέθετες ιδιωτικό αυτοκίνητο και εντέλει κατέληξα εκεί στα πρόθυρα της κατάρρευσης στη μία η ώρα το μεσημέρι.
Αν μπορούσα να ταφώ εδώ θα ήταν καλά, αλλά έπρεπε να δώσω σημεία ζωής. Έτσι λοιπόν, μετά από ένα διήμερο τηλεφώνησα στον ιδιοκτήτη και τον διαβεβαίωσα ότι… περνάμε μια χαρά, ότι… τον ευγνωμονούμε για τη φιλοξενία, ότι εγώ δεν έμεινα αδρανής και περιποιήθηκα το σπίτι και τον κήπο που ήθελαν μια φροντίδα εξαιτίας της μακράς απουσίας του, και ότι τον παρακαλούσαμε αν μπορεί να μας επιτρέψει την παραμονή ακόμα για ένα τριήμερο ή τετραήμερο. Αποδέχτηκε την παράκληση με ειλικρινή ευχαρίστηση. Βέβαια ο φίλος μου ουδόλως ηλίθιος ήταν και από την ειδησεογραφία των ημερών υπήρχε κίνδυνος να κάνει κάποιους σχετικούς συνειρμούς, δεδομένου ότι γνώριζε μερικές εμπλοκές μου με τα πολιτικά δρώμενα, αλλά ήταν χαρακτήρας ευθύς και πραγματικά με εκτιμούσε. Τέλος πάντων αυτή ήταν η μόνη λύση που είχα βρει, τίποτα στη ζωή δεν υπάρχει χωρίς ρίσκο και ένα ένστικτο μου έλεγε ότι ήμουν ασφαλής.
Πράγματι, μετά από έξι μέρες συνολικά του παρέδωσα το κλειδί. Όταν κατά τη μεταπολίτευση του εξομολογήθηκα για ποιον ακριβώς λόγο του ζήτησα να μου παραχωρήσει το σπίτι και όταν τον ρώτησα αν υποψιάστηκε κάτι, μου απάντησε ότι εκείνο τον καιρό ήταν τόσο απασχολημένος με τα οικογενειακά και τα επαγγελματικά του προβλήματα ώστε το θέμα αυτό δεν τον απασχόλησε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: