ΤΗΣ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑΣ ΛΥΜΠΕΡΗ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΖΗΛΑΚΟΣ, Νερά γελούνε, εκδόσει Σαιξπηρικόν, σελ. 48
Χαρά, όμορφη σπίθα των θεών/ Κόρη από τα Ηλύσια
πεδία (Ode an die
Freude -Ωδή στη Χαρά-, του Φρίντριχ Σίλλερ). Πρόκειται για το ποίημα των 108
στίχων, το οποίο έγινε ευρύτερα γνωστό, όταν μελοποιήθηκε από τον Μπετόβεν το
1824. (Την ωδή αυτή ο Μπετόβεν την ενέταξε στο χορωδιακό κομμάτι του 4ου και
τελευταίου μέρους της 9ης συμφωνίας του, που ονομάζεται και "Συμφωνία της
χαράς".) Υπηρετώντας μια ανάλογη διάθεση, ο Βασίλης Ζηλάκος θέτει στο
κέντρο της ποιητικής του συλλογής το μυστικιστικό φως της χαράς, όπως αυτό αναδύεται
από το κάλος του φυσικού κόσμου –την απτή ύλη–,
αλλά και από τον νοητό ήλιο του «Βασιλιά Ουρανού» (της πνευματικής
ζωής). Για τη διαδρομή προς τη χαρά, ακουμπάει σε συναισθηματικές νησίδες της προσωπικής
του ιστορίας (φευγαλέες λύπες και πένθη), σε στιγμιαίες εντυπώσεις (συνομιλίες
με την κοσμική ροή) αλλά και σε ισχυρά μεταφυσικά βιώματα, καθώς η συνοχή των
κόσμων κάνει φανερή την παρουσία της μέσα του και γύρω του.
Είναι γνωστό ότι οι αναγνώστες λογοτεχνίας προτιμούν
τη σκοτεινή ποίηση, θεματολογίες με τις σημάνσεις της τραγικότητας και του
υπαρξιακού βάρους. Τα παραδείγματα του Σαχτούρη και του Καρυωτάκη είναι από τα
πλέον χαρακτηριστικά αυτής της κατεύθυνσης. Εντούτοις δεν μπορώ να σκεφτώ κάποια
ποιητική περίπτωση που να βρίσκεται καθαρά στον αντίποδά τους. Ακόμη και ο
Ελύτης, του οποίου το έργο διαθέτει ως βασική ροπή τη συνάντηση με το φως, δεν
αποφεύγει τη μελαγχολία και την αναφορά στο πένθος (στοιχείο που, άλλωστε,
αποτελεί σταθερό μοτίβο της ποιητικής ιδιοσυγκρασίας). Σε ανάλογη κίνηση
βρίσκεται και ο Ζηλάκος στο παρόν βιβλίο γέρνοντας και προς τις δυο
καταστάσεις, (με αγγελικό και μαύρο φως), για να συνηχήσει στο τέλος με τους
στίχους του Σίλλερ: Όλα τα πλάσματα πίνουν χαρά/ στα στήθη της φύσης./ Όλοι,
καλοί και κακοί/ ακολουθήστε τα ίχνη του τριαντάφυλλου (από την Ωδή
στη Χαρά).
Οι επιδράσεις της Ρομαντικής Σχολής στο έργο
του Ζηλάκου είναι εμφανείς. Στο παρόν βιβλίο, όπως και σε ολόκληρη την ποίησή
του, το ρομαντικό βλέμμα αναγορεύει τη Φύση μεγάλη θεά, και από αυτήν ακριβώς
την ιερότητα ο ποιητής κλέβει τις λαμπερές ψηφίδες με τις οποίες κατασκευάζει
το δικό του σύμπαν. Στη Ρομαντική Σχολή άλλωστε οφείλει και την ειδική γλώσσα,
με την οποία αποκρυπτογραφεί τις ομιλίες του περιβάλλοντος κόσμου: συνδέοντας
με λεπτές ραφές το υλικό και το πνευματικό, όχι ως έννοιες, αλλά ως θαυμαστά
βιώματα, εις τρόπον ώστε, τα δυό αυτά να συνυπάρχουν με απλότητα. Εντούτοις,
παρούσα εδώ είναι και η Ασιατική παράδοση, που, ως γνωστόν, ενδιαφέρεται για
την «πραγματική» διάσταση της φυσικής ζωής.
Η φόρμα του βιβλίου χαρακτηρίζεται από έναν προσεχτικό
σχεδιασμό με αυστηρές δομές. Υπάρχει πρόλογος (ακολουθούμενος από 16 χάικου), επτά
ενδιάμεσες ενότητες (οι 6 πρώτες με 14 χάικου έκαστη, η 7η με 7
χάικου), και επίλογος – δηλαδή ένα ποιητικό σύνολο εννέα τμημάτων. (Ο αριθμός 9
ήταν ιερός για τους Πυθαγόρειους, συμβόλιζε την ολοκλήρωση και τη μύηση. Εδώ,
ως ολοκλήρωση μπορεί να νοηθεί το πέρας της διαδρομής του ποιητή και η τελική
συνάντησή του με τη χαρά.) Ο αριθμός 7 (των ενδιάμεσων ενοτήτων) μου φέρνει στο
νου τη μουσική κλίμακα, που παριστά και την ανιούσα των ήχων προς μια τελική
βαθμίδα, δηλαδή, κατ’ αναλογία, την εξελικτική πορεία της παρούσας αφήγησης, του
αισθήματος, του βιώματος, την κινητικότητα και την εσωτερική δράση σε μια
γεωμετρική πρόοδο.)
Η απαστράπτουσα γλώσσα του Ζηλάκου μας μεταφέρει
μοτίβα από βυζαντινές μουσικές. Κάποιες φορές είναι σαν να ακούμε μελωδίες και
εκκλησιαστικούς ρυθμούς και άλλοτε, ο ήχος της Ανατολικής πνευματικότητας δίνει τον τόνο,
με δάνεια από την απέριττη φωνή του Λι Πο. Η χρήση του χάικου μας αποζημιώνει
πλήρως, καθώς ο ποιητής αξιοποιεί με τον καλύτερο τρόπο
τη δυνατότητα της συντομίας και της ακαριαίας εντύπωσης, που αυτό το είδος
προτείνει.
Το βιβλίο βρίθει συμβολισμών και μυστικιστικών
κωδίκων που παραπέμπουν στη μεταφυσική, στη φιλοσοφία, στην κλασσική ορθόδοξη
θεολογία και στο σύγχρονο πνευματικό ρεύμα του εσωτερικού χριστιανισμού – επομένως, θα χρειαζόταν αρκετή εργασία για
μια σοβαρή κριτική αποτίμηση. Κατά την αίσθησή μου, η παρούσα ποίηση είναι
κυρίως «αποκαλυπτική», προερχόμενη από πνευματικά βιώματα και δευτερευόντως από
το γνωστικό πεδίο.
Η Χαρά, για τον Ζηλάκο, βρίσκεται μέσα στον
Αετό του Πνεύματος, και εκφράζεται με 99 ονόματα. (Ο αετός σε όλη την αρχαία
παράδοση αποτελούσε το σύμβολο των θεών και της δύναμης. Ήταν όμως και σύμβολο
των αθανάτων και της αθάνατης ψυχής. Στην ελληνική μυθολογία καταγράφεται ως
«πτηνό του ήλιου» και συνδέεται με τον Δία. Για τους χριστιανούς, αποτελεί το σύμβολο
του Αγίου Πνεύματος και του Ευαγγελιστή Ιωάννη.) Εδώ, ο ποιητής-περιπατητής, ευρισκόμενος
σε διαρκή κίνηση μέσα στο φυσικό περιβάλλον, περιγράφει τις αλλαγές της θέας,
αλλάζοντας περιοχές, τοπία, χρόνους, ψυχικές διαθέσεις, εναλλάσσοντας τον
εξωτερικό διάκοσμο με τούς εσωτερικούς κυματισμούς της ψυχής, εναλλάσσοντας την
απλή κίνηση των υλικών ματιών με την ανώτερη οπτική της συνείδησης. Η διαδρομή
του είναι προς τα επάνω (προς το φως) και προς τα κάτω (στην γήινη
πραγματικότητα), προς τα μέσα (στην εσωτερική του ζωή που λαμπρύνεται από τη
φαντασία, το πάθος, την αγνή θρησκευτικότητα) και προς τα έξω (στην υπόσταση
μιας Φύσης που παίρνει τον ρόλο θεϊκής αποκάλυψης).
Φωτιζόμενος από τον νοητό πνευματικό ήλιο, ο
Ζηλάκος νιώθει να έρχεται σε επαφή με την ενυπάρχουσα ομορφιά σε κάθε αυθεντικό
κομμάτι ζωής. Ο ίδιος συμμετέχει ενεργά στο θαύμα του κόσμου: Νερά γελούνε/πάνω από το δικό μου/παιδιού
κεφάλι… Το γέλιο (η χαρά), πληρεί το υγρό στοιχείο (που εκτός από τη φυσική
του μορφή, αποτελεί και μια μεταφορά του συναισθηματικού κόσμου). Η λέξη
κεφάλι, του στίχου, παραπέμπει επίσης στην ανθρώπινη διάνοια, αυτή που πρέπει
να υποσταλεί για να δώσει τη θέση της στο «παιδί» - στη θεία έμπνευση, το
καθαρό αθώο βλέμμα.
Εμβαπτισμένη ξανά στην αθωότητα, όπως την
περιγράφει η Νιπτική Παράδοση, η όραση του ποιητή «βλέπει αλλιώς»: Νύχτα φωτεινή/ τ’ αηδονοτράγουδα/ ψαύουν
ουρανό…. Θεοσκότεινη/ συλλαβή του
τζίτζικα/ αλλ’ αναμένει… Τ’ όμορφο παιδί/ φυσάει το κοχύλι. Ένα πουλί, δες!)… Τοπία,
φαινόμενα, όντα, ρυθμοί της Φύσης, φαντασίες
και αισθήσεις προεκτεινόμενες στο άπειρο, υπάρχουν εδώ, καθώς ο Ζηλάκος
διαβάζει πολλαχώς τον κόσμο για να οδηγηθεί στη «Χαρά». Μέσα από τη δική της
δωρεά, όπως ο ίδιος σημειώνει, θα κατορθώσει να «εκπνεύσει την Αγάπη». Εντούτοις,
πρόκειται για μια αγάπη υπερβατική -το ανθρώπινο πρόσωπο σχεδόν απουσιάζει από
το κάδρο.
Στα προηγούμενα βιβλία του, ο Ζηλάκος μου έδινε
την εντύπωση ενός ασκητή, που γνωρίζει καλά τη γλώσσα των ουρανών. Στο έργο Νερά γελούνε το επίτευγμά του είναι η
μεγαλύτερη προσήλωση στο γήινο πεδίο και η ωριμότερη διαχείριση της
συγκινησιακής του ζωής. Εντούτοις, αν θα
ήθελα να αναφερθώ σε μια αξία πέραν της μορφής, ως τελική αίσθηση του παρόντως βιβλίου,
αυτή συγκροτείται στον «επίλογο», με την αναφορά της προσευχής του, προς τους
ουρανούς και προς τον ανατέλλοντα ήλιο: Της
ψυχής τη βράση χαμήλωσε/ για να ψηθεί ο Γιός σου…
Ο «Γιός» δεν είναι παρά ο ίδιος ο ποιητής (όπως
στο χριστιανικό κοσμοείδωλο ο Χριστός είναι Υιός του Πατρός), ο ποιητής-νέος
Χριστός, που ελεύθερος από την ταραχή των συναισθημάτων (ως «ξηρά ψυχή», όπως
θα έλεγε ο Ηράκλειτος), έλκει τον προορισμό του, δηλαδή, γίνεται Δημιουργός προσφερόμενου
κάλλους, διαμέσου της καθολικής του ύπαρξης.
To ΚΟΙΝΟΝ του προσώπου μου βλέπω, κομμένο σαν εκείνο
του Ιωάννη του Βαπτιστή, και γράφω το μόνο που αξίζει να γραφτεί πρώτα από τον
ποιητή: Ήλιε Ήλιε μου/οι δικαστές μας πάνε/ πια να κοιμηθούν…
Οι στίχοι παρουσιάζουν το νέο καθεστώς του
χριστιανού μύστη, εκείνου που «δεν κρίνει πλέον το ανθρώπινο λάθος, ως Ιωάννης
Βαπτιστής» -δεν χρειάζεται πλέον δικαστές-, αλλά αρκείται στην ηλιακή ζωή του
Πνεύματος, που εμπεριέχει τον Καθολικό (Κοινόν) άνθρωπο, τον νέο Ιωάννη-Χριστό-Υιό
του Ελέους. Συνοψίζεται εδώ η Θεολογία και η Μυστική (εσωτερική) γνώση, καθώς
το όραμα του Β.Ζ. συνηχεί με τα απόκρυφα εκκλησιαστικά κείμενα και τις
ορθόδοξες χριστιανικές δοξασίες για το αναστάσιμο βίωμα του Πάσχα. Γι’ αυτό και
το πέρας της διαδρομής στο παρόν έργο είναι οι χαρμόσυνες καμπάνες. (Στις
τελευταίες αυτές γραμμές ακούω να συνυπάρχουν οι γνωστοί στίχοι του
Γουέρντσγουορθ: H καρδιά μου γεμίζει αγαλλίαση και χορεύει με τους
ασφοδέλους.)
Με
πυκνό και αφαιρετικό λόγο, ο Βασίλης Ζηλάκος μας δίνει αιχμές νοημάτων και
πνοές αισθημάτων, υφαίνοντας ένα δίχτυ μαγικό για τον αναγνώστη, με χρώματα και
εικόνες λεπτεπίλεπτες σαν μικρά φαγιούμ. Φροντίζει εντούτοις να κρατά σφραγισμένη
τη μυστικιστική του ταυτότητα, αφήνοντας μόνο μικρές νύξεις για όποιον θα
ενδιαφερόταν να εμβαθύνει. Ιδού πώς ένας ταλαντούχος ποιητής μπορεί να μιλάει σωπαίνοντας και να φανερώνει κρύβοντας.
Η
Κλεοπάτρα Λυμπέρη είναι συγγραφέας
Χριστίνα Μήτρεντσε, από τη σειρά Bibliophile, μικτή τεχνική, κολάζ, εξώφυλλα και σελίδες βιβλίου, 70 x 50 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου