Βαγγέλης Βλάχος, Intercontinental (Athens, 1999), 2017, έξι πινακίδες με φωτογραφίες, μεταβλητές διαστάσεις. Φωτ.: Χρόνης Γιαννόπουλος |
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΙΧΑΛΑΡΙΑ, Εκτροφείο
θηραμάτων, διηγήματα, Εκδόσεις Γκοβόστης, σελ. 80
Μπορώ να ισχυριστώ ανεπιφύλακτα ότι
η πρώτη εμφάνιση της Γεωργίας Μιχαλαριά στο πεδίο της αφήγησης είναι
εντυπωσιακή. Εκμεταλλευόμενη όλες τις δυνατότητες που της παρέχει μια
καταλαγιασμένη και, θα τολμούσα να πω, αφομοιωμένη εκδοχή του μεταμοντέρνου,
επιδίδεται, με άκρα νηφαλιότητα, σε αποτυπώσεις ως επί τω πλείστον
ανεστραμμένων εικόνων της τρέχουσας πραγματικότητας, στις απροσδιόριστες
εκτάσεις της οποίας ζουν και κινούνται, σαν εν ακινησία ευρισκόμενα πρόσωπα που
η μοναξιά τους, συνειδητή ή ασυνείδητη, επιλεγμένη ή επιβαλλόμενη από τις
περιστάσεις, συχνά αποκτά υπέρογκες, σχεδόν μεταφυσικές διαστάσεις.
Όλα, στην αφήγηση της Γεωργίας
Μιχαλαριά, ρέουν, ρέπουν προς τα μέσα∙ ακόμα και οι εξωτερικές, ατμοσφαιρικές
συνθήκες, όπως αυτές του καιρού, βιώνονται στους περίκλειστους χώρους
απομονωμένων τοπίων ή σπιτιών. Η επικοινωνία εξάλλου, η όποια επικοινωνία,
μοιάζει να γίνεται περισσότερο ανάμεσα σε παρόντες-απόντες, παρά ανάμεσα σε
κανονικούς καθημερινούς ανθρώπους.
Η αφηγήτρια, εν προκειμένω, φαίνεται
να έχει εντρυφήσει στην άσκηση της κυριολεξίας∙ χωρίς να θέλει να εντυπωσιάσει,
αρκείται στην απέριττη, σχεδόν συνωμοτικά σιωπηλή κατάδειξη των συμβάντων και
των καταστάσεων, δίνοντας βαρύτητα στις βασικές και καθολικά αναγνωρίσιμες
έννοιες, ωθούμενη από την αμετακίνητη βεβαιότητα ότι τα αφηγηματικά δρώμενα
πρέπει να εκτυλίσσονται ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο∙ με εναλλασσόμενες τις
εκδοχές του γκρίζου, αφού ο άπλετος, αδιαμεσολάβητος φωτισμός απογυμνώνει τα
πράγματα και τα καθιστά αμφισβητήσιμα. Επιπροσθέτως, ο αδύναμος φωτισμός,
εντέχνως μετακινούμενος, δημιουργεί και ενισχύει το στοιχείο του παραδόξου, που
υπάρχει διάσπαρτο σε όλα σχεδόν το διηγήματα του βιβλίου. Μάλιστα, πρόκειται
για ένα παράδοξο συστηματικά, ορθολογιστικά συγκροτημένο, διεμβολισμένο και
εμπλουτισμένο από επιπρόσθετα στοιχεία φαντασίας και φαντασίωσης.
Οι πρωταγωνιστές, οι αντιήρωες
μάλλον των ιστοριών της βρίσκονται και κινούνται, στην πλειονότητά τους, στις
παρυφές της μάλλον ερήμην τους ρέουσας καθημερινότητας και μοιάζει να
καταπραΰνουν την ενδιάθετη θλίψη τους με την «οικεία», σχεδόν τελετουργική
επανάληψη των αποδεικτικών της μοναξιάς τους πράξεων και παραλείψεων, έτσι
εγκλωβισμένοι καθώς είναι σε μια από ανεξιχνίαστα κέντρα εξουσίας επιβαλλόμενη
κανονικότητα. Αμείλικτα περιορισμένοι στο οπτικό πεδίο της αφηγήτριας,
παρακολουθούνται από την απαιτούμενη απόσταση ασφαλείας και καταγράφονται με
πάσα λεπτομέρεια οι ενδεικτικές των εσωτερικών τους αδιεξόδων σκέψεις,
εκφράσεις, κινήσεις και χειρονομίες, με αισθητή τη μέριμνα η καταγραφή, εν
προκειμένω η αφήγηση, να μην παραμένει αδιάφορη, αμέτοχη, αλλά να διατηρεί την
όποια δραματικότητα των συμβάντων, των περιστάσεων και των καταστάσεων που την
ενεργοποιούν.
Ακόμα και όταν όλα εξελίσσονται στο
φως μιας εύρυθμης κανονικότητας, ακόμα και τότε καιροφυλακτεί∙ υποβόσκει,
επίβουλο, απροσδιόριστο, το ασαφές, που δεν περιβάλλει μόνο τα πρόσωπα των
ιστοριών, αλλά και την ίδια την αφηγήτρια, η οποία συχνά μοιάζει να αφηγείται
απολογούμενη δι’ ίδιον λογαριασμό και για λογαριασμό των ηρώων της, σαν
αισθανόμενη ότι παρακολουθείται από κάτι ασάλευτες σκιές, που εξυπηρετούν
σκοτεινές και ανεξιχνίαστες σκοπιμότητες. Παράλληλα, διασαλεύει τεχνηέντως τα
όρια ανάμεσα στο πραγματικό και το ονειρικό, με συνέπεια η πραγματικότητα να
προβάλλει διαβρωμένη, αλλοιωμένη από τη φαντασία.
Είναι προφανές ότι αποστρέφεται την
κοινοτοπία, γι’ αυτό και αποφεύγει συστηματικά, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο,
τις βιωματικές καταθέσεις∙ δεν δείχνει να εκτιμά τη βιογραφικής υφής αφήγηση
και σε καμιά περίπτωση δεν ενδίδει στις φανερές ή στις συγκαλυμμένες προκλήσεις
του εύκολου συναισθηματισμού και της επιδερμικής συγκίνησης. Αντιμετωπίζει τα
πρόσωπα των ιστοριών της σαν υποκείμενα, ερήμην τους υφιστάμενα τη διαδικασία
της ψυχανάλυσης∙ παρακολουθεί και καταγράφει τις σκέψεις και τα συναισθήματά
τους, επιφυλάσσοντας για τον εαυτό της τον ρόλο ενός πολύ διακριτικού, σχεδόν
αδιόρατου ψυχαναλυτή, με το δικαίωμα και τη δυνατότητα να παρεμβαίνει όσο και
όπου κρίνει απαραίτητο, προκειμένου να συμβάλει στην ενίσχυση του αναγνωστικού
ενδιαφέροντος των ιστοριών της.
Ο χρόνος είναι σταματημένος,
ακινητοποιημένος στο παρόν της γραφής, χωρίς ιδιαίτερες διαφωτιστικές ή
επεξηγηματικές επισημάνσεις, ενώ ο χώρος, ακόμα και όταν περιγράφεται
λεπτομερώς, μοιάζει απροσδιόριστος, βυθισμένος στο ημίφως, γεγονός που συχνά
επιτείνει την αίσθηση μιας υφέρπουσας, ανατρεπτικής των όσων συμβαίνουν,
δύναμης. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι, στα περισσότερα διηγήματα του βιβλίου
και, εν πάση περιπτώσει, σ’ αυτά που προδίδουν τις φανερές και τις ενδιάθετες
αφηγηματικές προθέσεις και τάσεις της αφηγήτριας, χώρος και χρόνος, σε αγαστή
συνεργασία και με τη συνεπικουρία επιστημονικών μεθόδων της νεωτερικότητας,
συμβάλλουν στη δημιουργία, αν όχι στην κατάδειξη, ενός κόσμου, όπου η
ιδιωτικότητα είναι καταργημένη και οι εγωτικές δηλώσεις έχουν καταργήσει τον
διάλογο, τουλάχιστον στη δημόσια σφαίρα. Με τα πρόσωπα, υποταγμένα σε αδήριτους
κανόνες συμπεριφοράς, να αρκούνται στον ρόλο του απλού κομπάρσου σε ένα έργο
που ούτως ή άλλως θα παιχτεί, με ή χωρίς τη συμμετοχή τους.
Εν κατακλείδι: το Εκτροφείο
θηραμάτων συντίθεται από ασπρόμαυρες ιστορίες, κάθε μια από τις οποίες
αποτελεί το σκηνικό στο πλαίσιο του οποίου οι ήρωες, οι αντιήρωες μάλλον,
άνθρωποι διαβρωμένοι από αλλεπάλληλα κύματα ψυχικής ακηδίας, ακινητοποιούνται
και φωτίζονται στις συνηθισμένες ή στις ασυνήθιστες φάσεις της καθημερινότητάς
τους, με δεδομένο ότι οι φράσεις, οι κινήσεις, οι χειρονομίες τους δεν είναι,
εντέλει, παρά περισπασμοί που, συνειδητά ή όχι αδιάφορο, αποσκοπούν στην
αποφυγή ή στην καθυστέρηση της συνάντησής τους με το επίφοβο και το σκοτεινό.
Εξάλλου, η διαρκής αντιστοιχία –και όχι αντιπαράθεση– του υλικού και του άυλου
κόσμου, του καλού και του κακού, της τρέλας και της λογικής, δημιουργεί και
επιτείνει την αίσθηση του παράδοξου, στις διαφορετικές εκφάνσεις του οποίου
διακρίνεται η αλληγορία, το ρήγμα, μάλλον, ανάμεσα στο αλληγορικό και το
πραγματικό.
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι
ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου