8/9/19

Ανθρωπολογία των παραμυθιών

Delia Gonzales, The Osiris Gate I & II, 2017, γυψοσανίδα, 145 x 320 x 57 εκ. Φωτ.: Amedeo Benestante 


ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΜΜΑΝΟΥΕΛΑ ΚΑΤΡΙΝΑΚΗ, Τo στοίχημα της Σταχτοπούτας. Μελέτη για τον κανιβαλισμό στα λαϊκά παραμύθια, εκδόσεις Εύμαρος, σελ. 200

Το θέμα του κανιβαλισμού είναι από τα πιο συναρπαστικά κι αρχέγονα ζητήματα της ανθρωπολογικής σκέψης. Αποτελεί μέγιστη απαγόρευση στις περισσότερες κοινωνίες. Μαζί με την αιμομιξία, με την οποία συχνά συμβαδίζει, ή και την αναπαριστά συμβολικά, όπως μας λέει η συγγραφέας, απαρτίζουν ένα ζεύγος-ταμπού, δυο κακά προς αποφυγήν μιάσματος. Συνήθως όμως το θέμα του κανιβαλισμού αντιμετωπίζεται με άρνηση από τους ερευνητές, που τον καταδικάζουν ηθικά, αμφισβητώντας την ύπαρξή του ακόμα κι όταν πρόκειται ξεκάθαρα για φαντασίωση.
«Αυτό το τραγούδι δεν είναι ελληνικό, δεν είναι ούτε δημοτικό, είναι δάνειο και μάλιστα από τη λόγια παράδοση», μας έλεγε πριν από κάποιες δεκαετίες ο αείμνηστος, μεγάλος εθνομουσικολόγος Baud-Bovy, μιλώντας για το άσμα της Μάνας φόνισσας, η οποία σκοτώνει το γιό της και δίδει το συκώτι του, μαγειρεμένο, στον πατέρα του, για να το φάει, ως άλλος Ατρέας...
Η Εμμανουέλα Κατρινάκη χρησιμοποιεί επτά παραμύθια με ανθρωποφαγικά κεντρικά επεισόδια για να αναπτύξει το θέμα της. Συγκεντρώνει για το καθένα όσο μπορεί περισσότερες εκδοχές, έχοντας μελετήσει τα ανέκδοτα αρχεία ενδελεχώς κι έχοντας δουλέψει στον ελληνικό Κατάλογο παραμυθιών που εξέδωσε το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, (Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας). Παρακολουθεί από πολύ κοντά την προφορικότητα των παραμυθιών που ανέκαθεν μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα, όπου η κάθε εκδοχή είναι μοναδική. Αυτό οφείλεται εν μέρει και στον σφαλερό χαρακτήρα της ανθρώπινης μνήμης. Το βαθύτερο νόημα της κάθε παραλλαγής φωτίζεται διαφορετικά ανάλογα με το τι μας μεταφέρει ο κάθε αφηγητής, τι θυμάται και τι παραλείπει, ανοίγονται έτσι οι δρόμοι προς το λανθάνον περιεχόμενο του εκάστοτε μυθικού σχήματος.

Ας πούμε μαζί με την Εμμανουέλα Κατρινάκη ότι κάθε παραμύθι, κάθε τύπος, όπως είθισται να λέμε, θέτει ένα ερώτημα υπαρξιακό. Η απάντηση που του δίδεται από τη συλλογική μνήμη δεν είναι μονοσήμαντη. Ας πάρουμε για παράδειγμα την περιώνυμη Σταχτοπούτα. Όπως ξέρετε, στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια, το παραμύθι μας παραδίδει την προïστορία της ηρωίδας. Πώς βρέθηκε να είναι ορφανή και να ταλαιπωρείται από την κακιά μητριά της και από τις ετεροθαλείς αδερφές της. Ένα βράδυ, που έγνεθαν η μάνα με τις τρεις κόρες της, έβαλαν ένα στοίχημα, για να μην τις πάρει ο ύπνος: Οποιανής της κοπεί η κλωστή να τη φάνε. Κι έχασε η μάνα. Και έφαγαν τη μάνα τους οι αδερφές της, ενώ η Σταχτοπούτα μάζεψε κι έθαψε τα κοκαλάκια της και κάθισε μέσα στη στάχτη να πενθεί, εξ ου και το όνομά της (το «πουτί » στη στάχτη). Στο σχετικό κεφάλαιο, η συγγραφέας μας βοηθά να κατανοήσουμε την κατασκευή του θήλεως μέσα από την αναπαράσταση της μητροκτονίας και του κανιβαλικού γεύματος. Παρατηρούμε την τεράστια διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην βρώση της μητέρας-τροφού (που κάποτε μεταμορφώνεται σε γαλακτοφόρα αγελάδα, που τη σφάζουν και την τρώνε) και στην αποχή από την κατανάλωση που συνδυάζεται με το πένθος για το θάνατό της. Αυτή είναι η θέση της Σταχτοπούτας. Κι ας έχει πάρει μέρος κι εκείνη στο φοβερό στοίχημα μαζί με τις αδερφές της. Συνεπώς έχουμε στο παραμύθι αυτό:
-Ενσωμάτωση άμεση της μητέρας, από τις αδερφές, που δεν αυτονομούνται ποτέ κι εξάλλου δεν παντρεύονται, δηλαδή δεν φεύγουν ποτέ από την πατρική εστία.
- Ενδοβολή, όπως θα έλεγε η Μαρία Τορόκ, για την ηρωίδα, εφόσον αντί να καταβροχθίσει τη σάρκα της μάνας της, κληρονομεί τη γυναικεία ταυτότητά της, μέσα από το πένθος και την τήρηση των ταφικών τελετουργικών εθίμων που επιτρέπουν τον αποχωρισμό. Η Σταχτοπούτα αποχωρίζεται τη μητέρα για να την ξαναβρεί ατόφια μέσα της, μεταμορφονώμενη η ίδια σε γυναίκα, αποκτώντας θηλυκή ταυτότητα, αστραφτερή, γοητευτική για τον πρίγκηπα, ντυμένη με τα ρούχα που της δόθηκαν ως μητρική κληρονομιά, μέσα από τις στάχτες. Με τις μαγικές φορεσιές και το περίφημο πασουμάκι της μας θαμπώνει όλους, ανά τις δεκαετίες, από την παντόφλα των λαïκών παραλλαγών, μέχρι το γυάλινο γοβάκι του Χόλυγουντ.
Yπάρχει ένας εσωτερικός ειρμός στο βιβλίο, πέρα από το θέμα του κανιβαλισμού. Η συγγραφέας αναδεικνύει μιαν ισχυρή αλληλουχία εικόνων, ανασκευάζει μια συνδυαστική αλυσίδα μοτίβων που διατρέχει ολόκληρη την μελέτη της κι αφορά το βρέφος, την πρώιμη φάση της ζωής. Είτε πρόκειται για την αρχέγονη πείνα του βρέφους και τη σχέση του με τη μητέρα-τροφό, που οδηγεί σε φαντασιώσεις καταβρόχθισης, όπως στη Σταχτοπούτα, είτε πρόκειται για το αδηφάγο μωρό-βρυκόλακα, όπως στη Στρίγγλα, για τον μικροσκοπικό Πιατελάκο, τον Κοντορεβυθούλη και τον Δεκατρή, παρατηρούμε ότι η απεικόνιση του βρέφους, στην πρωταρχική σχέση του με τη μητέρα, αλλά και στην εμβρυακή του φάση, διασχίζει ως αρχή περισυλλογής την παρούσα μελέτη.
To λαϊκό παραμύθι είναι σε μεγάλο βαθμό αλογόκριτο στην Ελλάδα. Tα σχετικά αρχεία υπήρξαν σκονισμένα κι αξεσκόνιστα, για χρόνια. Οι καταγραφές τους, δημοσιευμένες στους Καταλόγους μας, μαρτυρούν σήμερα την ύπαρξη ενός αφηγηματικού θησαυρού, που με τους παραμυθιακούς τύπους και τις πολυάριθμες εκδοχές τους, φωτίζει εντελώς ιδιαίτερα, όχι μόνον πλέον την παιδική ηλικία, αλλά και την πρωτο-βρεφική, και μπορεί να συμβάλλει στις μελέτες της περιγεννητικής και της πρωτογενούς σχέσης παιδιού-μητέρας.
Αυτά τα παραπάνω, έπρεπε να έχει μάτια για να τα διακρίνει κανείς κι αυτιά για να τα ακούσει, μέσα στα παραμύθια. Βρέφη κι εμβρυακές μορφές αναπαρίστανται ως βρυκόλακες στις παραδόσεις του Ν. Πολίτη (για παράδειγμα, τα σμερδάκια, τα άταφα, αβάπτιστα μωρά της ντροπής, τα πεταμένα σε σακούλες που ως βρυκόλακες επιτίθενται στα γαλακτοφόρα ζώα, ή τα τελώνια ).
Η Φρανσουάζ Ντολτό έλεγε πως η πρώτη αναπαράσταση του βρυκόλακα είναι το έμβρυο που απομυζεί τις ουσίες που του παρέχει ο οργανισμός της μητέρας για να αναπτυχθεί – και στη συνέχεια βέβαια το νεογέννητο βρέφος που θηλάζει.
Όλα αυτά προηγούνται της βρώσης και των κανιβαλιστικών φαντασιώσεων της καταβρόχθισης. Ο κανιβαλισμός αποτελεί μια πρωτόγονη αρχαïκή ορμή, αυτό το μαθαίνουμε, νωρίς σχετικά, από τον Φρόυντ, όταν σχολιάζει το στοματικό στάδιο μιλώντας για τα τρία στάδια της σεξουαλικότητας. Το θέμα μελετούν κι ο Καρλ Αμπραάμ και η Μελανί Κλάιν, στην Ψυχανάλυση των παιδιών, την οποία χρησιμοποιεί η συγγραφέας για να ερμηνεύσει το παραμύθι του Μισοκωλάκη και του «Παιδιού μέσα στο σακί της δράκισσας».
Η καθαρά πρωτότυπη συμβολή της Εμμανουέλας Κατρινάκη αφορά τους μικροσκοπικούς, εμβρυακούς, νεογέννητους αλλά και τους γεννημένους μισούς-ήρωες του παραμυθιού, αρχής γενομένης από τον Κοντορεβιθούλη των ελληνικών παραλλαγών, που γεννιέται από άστοχη γονεïκή ευχή, εναντίον τους. Όσο πιο μισοί, τόσο πιο δυνατοί είναι. Η Françoise Héritier-Augé (1992) ερμηνεύοντας τη μορφή του μισού άντρα, που υπάρχει σε όλες τις ηπείρους, μιλά για την κάθετη διχοτόμηση που αυξάνει τις μαγικές δυνάμεις της μονάδας -του μισού ανθρώπου- κι ειδικά τη δύναμη της αναπαραγωγής και της σεξουαλικότητας. Επειδή όμως η γενετήσια δύναμη δεν έχει λειτουργική σχέση με το παραμύθι του ελληνικού λιλιπούτειου ήρωα, σκέφτηκα ως πιθανότερη την ερμηνεία της Geneviève Haag, (2019, Η κατασκευή του σωματικού εγώ). Η ψυχαναλύτρια αυτή που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με αυτιστικά παιδιά υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη δύο πλευρών στο βρεφικό σώμα, που αναπτύσσονται με διαφορετικό τρόπο γύρω από τον κεντρικό άξονα της σπονδυλικής στήλης. Υποστηρίζει ότι, η μία πλευρά του βρέφους που θηλάζει, η -ψυχικά- προσκολλημένη στο στήθος της μητέρας, είναι ισχυρότερη κι αναπτύσσεται περισσότερο από την άλλη, που παραμένει πλέον αδύναμη. Θα μπορούσε άραγε αυτή η απεικόνιση του μισού πανίσχυρου αγοριού, του Μισοκωλάκη που νικάει τη Λάμια στο παραμύθι μας, να θεωρηθεί σχετική με τη «μονόπλευρη» ανάπτυξή του;
Το τελικό μήνυμα είναι μάλλον αισιόδοξο για τους ήρωες των ελληνικών λαïκών παραμυθιών, που ζουν καλά, αλλά και για μας, που ζούμε καλύτερα: «καθώς τελειώνει κάθε παραμύθι μας ενσωματώνει μέσα του, επειδή οι πρωταγωνιστές κι οι πρωταγωνίστριές του δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο καθένας κι η καθεμιά από μας».

Η Άννα Αγγελοπούλου είναι ψυχαναλύτρια και ανθρωπολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια: