ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
ΠΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ, Νύχτα εγκληματική με πράσινους καπνούς κρυσταλλωμένους στον ορίζοντα, εκδόσεις Σκαρίφημα, σελ. 62
Ομολογώ ότι δεν είχα διαβάσει ξανά κείμενο του Πάνου Καραβία. Ο τίτλος του παράξενος και αινιγματικός, αναλυτικός και ταυτόχρονα υπαινικτικός. Η όσμωση του λόγου με τις αφαιρετικές σκοτεινές μονοτυπίες της Σελέστ Πολυχρονιάδη, που συνοδεύουν την έκδοση και κοσμούν το εξώφυλλο, απόλυτη. Το αφηγηματικό του σύμπαν, εμπνευσμένο από τα χρόνια της γερμανοϊταλικής κατοχής, ζοφερό, αποπνικτικό, αδιέξοδο. Ένα διαχρονικό αντιπολεμικό μανιφέστο χωρίς ανώφελες λυρικές εξάρσεις και μελοδραματικές αναφορές στα συμφραζόμενα του πολέμου. Μια φόρμα σύντομη, λιτή, αδρή που διαστέλλει το ιστορικό, χωροχρονικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται. Με εικόνες-μηνύματα που φέρουν μια έντονη συγκινησιακή φόρτιση και φθάνουν ακαριαία στον προορισμό τους, στήνοντας με ανόμοια και ετερόκλητα υλικά την ανελέητη εικόνα του κόσμου και το εφιαλτικό σκηνικό του πολέμου.
Αν το αφήγημα του συγγραφέα έφερε στο μυαλό του Στέφανου Ροζάνη την Γκουέρνικα του Πικάσο και την ασπρόμαυρη εικαστική καταγγελία ενός κόσμου ανορθολογικού, εξαρθρωμένου και αποσυναρμολογημένου σε άχρηστα μέλη και θραύσματα χωρίς συνοχή, όπως διεισδυτικά αναλύει στο εισαγωγικό του σημείωμα, στο δικό μου μυαλό ήρθε η ταινία του Ντάλτον Τράμπο «Ο Τζόνι πήρε το όπλο του». Καθώς όλα έχουν συμβεί και τελεσίδικα κριθεί, πριν. Πριν την ερήμωση των τόπων, τον αφανισμό των ανθρώπων, τον ακρωτηριασμό των σωμάτων, την απώλεια των αθώων αγαπημένων πλασμάτων. Πριν ο φόβος και η απελπισία εγκατασταθεί στις καρδιές των ανθρώπων. Πριν ο παραλογισμός σκοτώσει την ελπίδα. Πριν μια «νύχτα εγκληματική με πράσινους καπνούς κρυσταλλωμένους στον ορίζοντα» σκεπάσει την πλάση, σαν πέπλο συμφοράς και απόλυτης οδύνης, εμποδίζοντας τον ήλιο να ανατείλει. Πριν «μια σιωπή τρόμου», όπως γράφει ο ίδιος ο Πάνος Καραβίας, απλωθεί παντού.
Ο ήρωάς του, μια φιγούρα απόκοσμη, ένα ακρωτηριασμένο μαύρο πουλί. Ένας χωλός, ψηλός και ισχνός χορευτής με ξύλινο πόδι, που περιπλανάται πεισματικά στον έρημο αφιλόξενο τόπο, προσπαθώντας να συγχρονίσει το άρρυθμο βήμα του με τον κτύπο της καρδιάς του. Ένα ακοίμητο μυαλό σ’ ένα πάσχον σώμα, που δεν μπορεί να τρέξει, να αποδράσει, να γονατίσει σε μια αβρή υπόκλιση σεβασμού, ικεσίας και παράδοσης. Κοιτάζει. Ακίνητος, σαν τοτέμ μέσα στο μαύρο κουρελιασμένο του πανωφόρι. Αδάκρυτος, το νεκρό βρέφος να ρίχνεται από τους γονείς του στην θάλασσα όπου τα καράβια με δυσοίωνους τριγμούς βυθίζονται στα κύματα. Θυμάται. Την μικρή του αδελφή που χάθηκε κλαίγοντας μέσα στο πλήθος των αλλοφρόνων που τρέπονταν σε άτακτη φυγή κυνηγημένοι από την φωτιά, μέσα στους καπνούς από τα πυρπολημένα σπίτια και τους αδιάφορους αστεϊσμούς των στρατιωτών, αναζητώντας τις κούκλες της. Τα τέλεια πορσελάνινα ανδρείκελα, πολύτιμα απομεινάρια, «από κερί και βαρύτιμο ξύλο του Λιβάνου» μιας εύθραυστης θνησιγενούς εποχής ευτυχίας και ανεμελιάς. Μνημονεύει. Την εκτομή του ποδιού του από τον μηρό και κάτω σ’ ένα σκοτεινό θάλαμο νοσοκομείου. Το σανιδένιο άκαμπτο πόδι, που αντικατέστησε το δικό του, να τρίζει οικτρά σε κάθε του βήμα. Τους γόους των ετοιμοθανάτων. Μια συμφωνία από κραυγές απελπισίας νέων ανθρώπων, σχεδόν παιδιών, που προσπαθούσαν μάταια να κρατηθούν στη ζωή που δεν πρόλαβαν να ζήσουν. Με «κρανία σπασμένα, μισά πόδια, στόματα που πνίγονταν στο αίμα, μάτια που έτρεχαν πολτός στους επιδέσμους, σπλάγχνα που έπρεπε να τα κρατούν με τα χέρια τους… κορμιά σφιχτοδεμένα μέσα σε ξύλα». Βλέπει. Έναν μακάβριο χορό σκελετών, ένα θλιβερό πλήθος πεινασμένων στις ουρές των συσσιτίων, να ικετεύουν για λίγο φαγητό και την άλλη στιγμή να κατρακυλούν ξέπνοοι και παγωμένοι στο ρείθρο του πεζοδρομίου. Αναπολεί. Οπτασίες αγαπημένων γυναικών με μελωδικές φωνές και μαρμάρινα στήθη, σε φωτεινά δωμάτια και φιλόξενα κρεβάτια. Εξαίσια οράματα που φωτίζονται από την λαχτάρα της ομορφιάς, το θάλπος της αγάπης, την ταραχή του έρωτα, τη ζεστασιά και τη γαλήνη παρελθόντων καιρών.
Εικόνες υποβλητικές, αινιγματικές, μέσα στην αναπαραστατική ιλαροτραγική τους δυναμική, σ’ αυτήν την Γκουέρνικα του λόγου, όπως την ονομάζει ο Στέφανος Ροζάνης, που αφυπνίζει τις συνειδήσεις καταδεικνύοντας τον παραλογισμό και την κτηνωδία του πολέμου. Κι ο ήρωας του «μια κουρελιασμένη σημαία που ανεμίζει πάνω σ’ ένα ξύλινο πόδι».
Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου