ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ (μετάφραση – διασκευή –
σημειώσεις), Ο συγγραφέας του Ζαά.
Δεκαοκτώ κείμενα των ελληνιστικών χρόνων, εκδόσεις Άγρα, σελ. 146
Αλέκος
Φασιανός, Ο χορός, ακρυλικό σε χαρτί, 46 x 33 εκ. |
Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ένας πολύ καλός,
έγκυρος κλασσικός φιλόλογος, και επίσης ένας πολύ καλός, έγκριτος πεζογράφος
(αντιπαρέρχομαι την πολιτική του σχολιογραφία των τελευταίων ετών, γιατί δεν
είναι του ίδιου επιπέδου). Οι δύο ιδιότητες, του φιλολόγου και του πεζογράφου,
δεν συνυπάρχουν αρμονικά στη σαρανταπεντάχρονη διαδρομή του, αφού, όπως
συμβαίνει συχνά, και ειδικότερα στα καθ’ ημάς, η μία αξιώνει να ορίσει, εν
τέλει να στοιχειώσει την άλλη. Στην περίπτωση του Γιατρομανωλάκη, και αντίθετα
με ό,τι συνέβαινε στα πρώτα του βήματα, αυτή που φαίνεται πως κυριαρχεί, και σε
τελευταία ανάλυση έρχεται να επιβάλει τις δεσμεύσεις της στην άλλη, είναι η
ιδιότητα του φιλολόγου.
Τούτο νομίζω πως φαίνεται χαρακτηριστικά στο ανά
χείρας βιβλίο, όπου μάλιστα ο Γιατρομανωλάκης επιχειρεί να «μυθιστοριοποιήσει»
τη φιλολογική του σκευή. Έχουμε λοιπόν την εξής αφηγηματική σύμβαση, την οποία
περιγράφω συνοπτικά, επισημαίνοντας τις προφάνειές της: Δεκαοκτώ (!) κείμενα,
της ελληνιστικής εποχής, προερχόμενα από έναν αδημοσίευτο (!) κώδικα, από τους
αρχαιότερους (!) κλασσικών κειμένων, ο οποίος ευρέθη άγνωστο πώς (!) στα χέρια παλαιού
συμφοιτητή (!) του, και μετέπειτα παπυρολόγου (!), ο οποίος τον ονόμασε με το
όνομα Ζαά, από το όνομα του αιγύπτιου εργάτη (!) που τον ανεύρε (!) σε παράνομη
(!) ανασκαφή στον Οξύρρυγχο (!) στα μέσα της δεκαετίας του 1990 (!)· ο δε
συμφοιτητής του έχει πεθάνει (!) πριν προλάβει να εκδώσει τον κώδικα, πρόλαβε
όμως να στείλει (!) στον Γιατρομανωλάκη μια φωτοτυπία (!) του· η τύχη του
κώδικα αγνοείται (!)...
Εκατόν πενήντα τρία χρόνια μετά την Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη, την
υποτιτλιζόμενη από τον συγγραφέα της ως «Μεσαιωνική μελέτη», ο Γιατρομανωλάκης
επιχειρεί να συγγράψει ένα μυθιστόρημα που θα υποδύεται έναν άλλο ρόλο: ότι δεν
είναι μυθιστόρημα. Και αυτό το κάνει, κομίζοντας ψευδοτεκμήρια. Ναι, όντως,
κανένας αφηγηματικός λογοτεχνικός τρόπος δεν εξαντλείται επειδή τον μετήλθε
κάποιος συγγραφέας· όμως, από την εποχή του Ροΐδη μέχρι σήμερα, ο λογοτεχνικός
τρόπος της μεταμυθοπλασίας, και ειδικότερα της τεκμηριωτικής εκδοχής της, έχει
διανύσει μια μεγάλη διαδρομή, προτεινόμενος ως τρόπος λογοτεχνικής αφήγησης και
όχι βέβαια ως παίγνιο (φιλολογικής ή άλλης εμπνεύσεως).
Ας θέσω ως κριτήριο ένα από τα πάμπολλα εργαλεία και
τεχνικές που η τεκμηριωτική μεταμυθοπλασία έχει μετέλθει, κάποτε με απαράμιλλη
χάρη, επεξεργασία και πειστικότητα, δηλαδή την αληθοφάνεια, η οποία δεν
αποτελεί απλώς μια παιγνιώδη (ή και παρωδιακή) τεχνική της, αλλά βασικό
συστατικό στοιχείο της αλήθειας ενός τέτοιου λογοτεχνικού κειμένου, δηλαδή του
αισθητικού του προτάγματος. Η τεκμηριωτική μεταμυθοπλασία εισάγει αυτούσιο τον
λόγο φωνών της ιστορίας, αλλάζοντας ουσιωδώς την υφή του λογοτεχνικού κειμένου,
και συνακόλουθα τη σχέση της τέχνης με την πραγματικότητα. Με αυτόν τον λόγο
έχει να αναμετρηθεί, δηλαδή να τιθασεύσει αυτές τις φωνές, καθώς και τις
απαιτήσεις που εγείρουν επί του κειμένου, αλλά και να αφεθεί στη δίνη τους,
εξάγοντας μέσα από άλλες διαδικασίες τη λογοτεχνικότητα, η οποία με τη σειρά
της διαυγάζεται ως φυσικό απότοκο της ίδιας της πραγματικότητας.
Αντίθετα, στο κείμενο του Γιατρομανωλάκη, η
αληθοφάνεια είναι εμφανώς κατασκευασμένη, έχει ρόλο διακοσμητικό. Είναι το
πρόσχημα για μια φιλολογική περιήγηση, στην εποχή όπου θέλει να παραπέμψει η
αφήγηση, ώστε να μας εισάγει στο «κυρίως σώμα» της. Πρόκειται για μια
πολυφορεμένη τεχνική της συμβατικής μυθοπλασίας, άσχετα από το κάθε φορά θέμα
της. Δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα, αν το βιβλίο, με το όλο στήσιμό του,
παρέπεμπε σε μυθιστόρημα (μυθοπλασίας, φυσικά) και όχι σε «μετάφραση-διασκευή»
δεκαοκτώ άγνωστων κειμένων των ελληνιστικών χρόνων, και άρα υπόρρητα σε
μεταμυθοπλασία. Επειδή όμως, ήδη από την πρώτη σελίδα του, επιχειρεί να αυτοσυστηθεί
ως αφήγημα μεταμυθοπλασίας, τα κριτήρια αλλάζουν, όπως και οι απαιτήσεις· κρίνεται
ως άλλο είδος αφηγηματικού λόγου.
Άλλωστε, η αληθοφάνεια, στοιχείο και έκφραση της
(αρχαιοελληνικής) ενάργειας, έχει μελετηθεί επισταμένως μέσα στους αιώνες, είτε
ως παράμετρος της δραστικότητας του λόγου (Πολύβιος, Κοντιλιανός...), είτε
γιατί συμβάλλει καθοριστικά στη λογοτεχνικότητα τέτοιων κειμένων και στην
πειστικότητα της εν γένει αφήγησης (Ρολάν Μπαρτ, Κάρλο Γκίνζμπουργκ...). Όταν
όμως χρησιμοποιείται προσχηματικά, ως φιλολογική μίμησις της μεταμυθοπλαστικής
αληθοφάνειας, τότε η αφήγηση προκύπτει στριφνή και άχαρη, μη πειστική· αντί ο
αναγνώστης να απολαμβάνει τη σχετικοποίηση και την ανακατάταξη των λογοτεχνικών
ειδών, ταλαιπωρείται χωρίς λόγο.
Η γνώμη μου είναι πως οι φιλολογικές (και δι’ αυτών
οι ευρύτερες πνευματικές) δεσμεύσεις του Γιατρομανωλάκη δεν του επιτρέπουν να
κάνει τις θεωρητικές παραδοχές που είναι μπροστά του, και να προβεί,
αποενοχοποιημένα, στις ανάλογες λογοτεχνικές επιλογές, με αποτέλεσμα, ο
ασφυκτιών μέσα στο εξαντλημένο μοντερνιστικό του σύμπαν πεζογράφος να αντιδρά
σπασμωδικά. Κρίμα, γιατί, όπως είπα και στην αρχή, ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης
είναι πολύ καλός πεζογράφος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου