ΔΙΗΓΗΜΑ
Αλέκος Φασιανός, Μια Καθαρή Δευτέρα, μεταξοτυπία, 75 x 135 εκ. |
ΤΗΣ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑΣ ΛΥΜΠΕΡΗ
Eκείνο
το πρωί, ένιωθε την τρέλα να βάζει φωτιά στο μυαλό του. Σαν να μίκραινε το
δωμάτιο και τον έπνιγε. Ένα μόνο σκεφτόταν: Να φύγει. Να πάει μακριά. Να φύγει,
έτσι, χωρίς κανένα σχέδιο. Χωρίς προορισμό. Απλώς φυγή. Να πας κάπου, όπου δεν
σε ξέρει κανείς και δεν ξέρεις κανέναν. Να τα αφήσεις όλα πίσω σου. Μπαίνεις
στο τρένο, στο λεωφορείο, στο αεροπλάνο, και χάνεσαι. Χωρίς προορισμό. Έβαλε
λίγα ρούχα σ’ ένα σάκο και βγήκε στο δρόμο. Πήρε τον ηλεκτρικό για το λιμάνι. Ξαφνικά,
μια ιδέα τον τάραξε: Να βρει έναν προορισμό με σημασία. (Τι εννοούσε άραγε η φράση
αυτή; Αποφάσισε να μην το ψάξει – κράτησε το μυαλό του ακίνητο σαν ψόφιο
ποντίκι.)
Στο κατάστρωμα επικρατούσε φασαρία. Μια παρέα νεαρών έπιναν μπύρες
παίζοντας κάποιο παιχνίδι με τράπουλες. Όλοι γελούσαν, χειρονομούσαν. Η ζωή
προβάλει, σκέφτηκε. Αλλά μέσα του, την ίδια στιγμή, ξετυλιγόταν το κουβάρι της
πιο σκληρής σιωπής. Η δυσαρέσκεια τον πλημμύρισε. Τον ενοχλούσαν όλα αυτά. Ήταν
βαρβαρότητα να σου χαλάνε έτσι την ησυχία. Να μην σε υπολογίζουν καθόλου. Να μη
σέβονται έναν άνθρωπο, που, τέλος πάντων, ήθελε να κοιμηθεί.
Μια κοπέλα πλησίασε και του έδωσε να πιει από το μπουκάλι της. Τα χείλη
της ήταν υγρά. Ο φίλος της πλησίασε κι αυτός, του ζήτησε να τσουγκρίσουν. Τα
πρόσωπά τους ηλιοκαμένα, γεμάτα υγεία. Μισούσε την υγεία τους, τη χαρά τους, την
ελαφρότητά τους, την ανοησία τους. Έδειξε τα δόντια του, προσποιούμενος κάτι
σαν χαμόγελο – τα ούλα του φάνηκαν γυμνά. Η κοπέλα τον άγγιξε. Τα δάχτυλά της τέλειωναν
σε μακριά περιποιημένα νύχια. Ξαφνικά του φάνηκε χυδαία η μορφή της. Ποια ήταν;
Και πως τολμούσε να διακόπτει τη μοναξιά του;
Νωρίτερα κοίταζε τις γραμμές που άφηνε
πίσω του το πλοίο. Οπωσδήποτε, ήταν γραμμές ειρήνης αυτές. Πλώρη, πρύμνη – μια
διαδρομή για μοναχικούς που πηγαινοέρχονται σε λιμάνια και στο τέλος ξεχνάνε
και οι ίδιοι τον προορισμό τους. Οι αισθήσεις τότε αποκοιμιούνται, γαληνεύουν.
Το πλοίο ακινητεί. Η ζωή πνίγεται μέσα στους αφρούς.
Οι νεαροί γέλαγαν τώρα δυνατά. Ο
εκνευρισμός μέσα του μεγάλωσε. Άφησε το μπουκάλι να πέσει. Το αίμα του έβραζε.
Η κοπέλα είχε σκύψει επάνω του. Τα μαλλιά της τον άγγιζαν. Γέρνοντας, η μπλούζα
της άνοιξε και φάνηκε η αρχή του στήθος της. Ο φίλος της δίπλα κατάπινε τη
μπύρα του βγάζοντας μυκηθμούς ζώου.
Οι παρέες, οι φιλίες, οι έρωτες. Δεν
τα είχε γνωρίσει – ποτέ δεν του άρεσε να τον πλησιάζουν πολύ. Φοβόταν το βλέμμα
του άλλου. Την κριτική. Την ματαίωση. Την ασυνεννοησία. Τη ρήξη. Τον πόνο. Τον
επικείμενο θάνατο των πλασμάτων που γεννάνε με τη φαντασία τους ένα παιδί - μια σχέση, την αρχή και το τέλος της. Το
τέλος πάντα είναι φριχτό, οφείλει να είναι. Κάποιοι πεθαίνουν από έλλειψη
αισθημάτων, από έλλειψη χρόνου, ή από έλλειψη ανταπόκρισης, οι ιστορίες
τελειώνουν, οι ζωές παίρνουν άλλες τροπές, άλλες κινήσεις ξετυλίγονται, οι
λαβύρινθοι μένουν χωρίς πρόσωπα, μέχρι να βρουν άλλους καινούργιους ενοίκους.
Το ζευγάρι είχε σταθεί τώρα ακριβώς
πίσω του. Άκουγε σχεδόν την αναπνοή τους. Γύρισε και τους είδε να φιλιούνται.
Στο μεταξύ το πλοίο είχε προσαράξει. Ήταν ένα λιμάνι πριν τον προορισμό που ο
ίδιος είχε βιαστικά επιλέξει – μια επιλογή χωρίς αληθινή επιθυμία, χωρίς κάποιο
άλλο επιχείρημα εκτός από την προοπτική του τυχαίου. Ναι, κάποτε οι επιλογές
γίνονται από σκέτη πλήξη. Καθώς η ενόχληση μέσα του ολοένα μεγάλωνε, ψαχούλεψε
το σάκο του στα δεξιά, ελέγχοντας προς στιγμήν τα υπάρχοντά του. Εκείνοι
συνέχισαν να φιλιούνται ξεδιάντροπα, ο νεαρός τη χάιδευε παντού – είχε γλιστρήσει
το χέρι του μέσα στο φουστάνι της. Δεν άντεξε άλλο. Άρπαξε το σάκο κι έτρεξε
προς τη σκάλα.
Οι άνθρωποι έβγαιναν πολλοί μαζί,
στριμωγμένοι. Τα αυτοκίνητα κόρναραν. Κατέβηκε αργά αργά τη σκάλα. Αλλαγή
προορισμού. Ούτε αυτό το είχε σχεδιάσει. Απλώς συνέβη. Κάτι άλλο τον είχε
οδηγήσει κι ετούτη τη φορά στη φυγή. Μέσα
σε μια στιγμή αλλάζει το τοπίο, τα αισθήματα, οι άνθρωποι, οι πράξεις. Αυτό
είναι άραγε ελευθερία;
Η αναστροφή του προγράμματος τον
ανακούφισε. Ένιωθε πάλι το αίμα να κυλάει ήσυχα στις φλέβες του. Αναποδογύρισμα
της ζωής, του χρόνου, αναποδογύρισμα του τυχαίου. Παρουσίαση νέας τυχαιότητας.
Ίσως μια λάμψη από το μέλλον καταφτάνει για να ορίσει την πραγματικότητα. Αυτή
τη φορά θα φρόντιζε να μείνει μόνος. Απορούσε πώς μερικοί άνθρωποι δεν σέβονται
καθόλου τους άλλους. Η ιδιωτικότητα είναι μια κατάσταση ιερή. Το πρωταρχικό
δικαίωμα του ανθρώπου. Χωρίς αυτήν τίποτε δεν ευδοκιμεί στα φωτεινά κλίματα.
Χρειάζεται να ζεις μαζί της. Να την προστατεύεις σαν πολύτιμο αγαθό. Να την κρύβεις
στο στήθος του. Ή στο ποτήρι σου. Να την πίνεις γουλιά γουλιά.
Ναι, αυτές οι άτυχες συγκυρίες των γνωριμιών
στις διακοπές πάντα αφήνουν μια πικρή γεύση. Μένει πίσω μια συγκεχυμένη εικόνα
– έτσι ορίζουμε τη συνάντηση ανθρώπων που δεν είναι συγγενείς ή έστω φίλοι,
όσους συνυπάρχουν φευγαλέα, έτσι τους ονομάζουμε, συγκεχυμένη εικόνα. Πώς
αλλιώς να τους περιγράψεις; Βρίσκονται στο ίδιο κάδρο, τα βλέμματά τους
διασταυρώνονται, αλλά σε λίγο θα χαθούν μεταξύ τους δια παντός. Ο χρόνος
αποφασίζει να ενώσει αυτά τα πλάσματα για ελάχιστο διάστημα, μ’ έναν τρόπο πολύ
συνηθισμένο, είναι η αλήθεια. Όμως πίσω από το συνηθισμένο πάντα παραμονεύει το
ασυνήθιστο. Ποιος μπορεί να εκτιμήσει τι συμβαίνει πραγματικά; Ναι, ίσως η
ασημαντότητα μιας ώρας μπορεί να εξελιχτεί σε φαινόμενο μαγικό. Ίσως ναι. Ίσως όχι.
Ένιωθε τα σωθικά του ακόμα σκισμένα, ματωμένα.
Εκείνοι οι δυο τον είχαν κομματιάσει; Εκείνοι οι δυο με τα χάδια τους και τα
γέλια τους, με την αυθάδεια και τα φιλιά
τους; Μήπως εκείνοι του έδειχναν τον προορισμό που ο ίδιος προόριζε για τον
εαυτό του, το κρυφό σχέδιο που ζούσε στον βαθύτερο πόθο του, έναν προορισμό που
φοβόταν πως δεν θα κατόρθωνε να πλησιάσει ποτέ;
Η νύχτα διαλυόταν αργά. Ευτυχώς το απρόοπτο
δεν αλλάζει την πραγματικότητα. Το απρόοπτο σε σπρώχνει να κάνεις άλλα
πράγματα, αυτό να λέγεται. Αλλά στο τέλος νικά η ασήμαντη ώρα. Ναι, πράγματι
υπάρχει εκείνος ο προορισμός που προσκαλεί σ’ ένα θαύμα. Αλλά ποιος μπορεί να τον
αναλάβει; Χρειάζεται κόπος γι’ αυτό. Χρειάζεται φλόγα. Χρειάζεται διακινδύνευση.
Χρειάζεται πίστη.
Στην προκυμαία, τα ταξί κόρναραν ψαρεύοντας
πελάτες. Όσοι είχαν αποβιβαστεί, βημάτιζαν χωρίς βιασύνη, απολαμβάνοντας τις
ωραίες εικόνες των γλάρων. Το φως είχε απλωθεί παντού. Ένιωσε εκείνη την
παράξενη ανακούφιση που νιώθει κάποιος όταν έχει ξεφορτωθεί ένα κακό βάρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου