15/6/19

Η πατρική κληρονομιά

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ολομόναχος, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 254
    
Άννα Λάσκαρη, Exercises of codes, 2019
Ο συγγραφέας, μόνος στο άδειο σπίτι, τρίβει με πείσμονα επιμονή και ακάματο ζήλο την επιφάνεια ενός ξύλινου τραπεζιού. Ο πατέρας του στα επείγοντα κείτεται στο φορείο έκθετος, φοβισμένος και ανυπεράσπιστος στα χέρια των γιατρών, μετά από ένα σοβαρό καρδιακό επεισόδιο. Ο μικρός του γιος σκάει στα γέλια καθώς του σερβίρει τα δημητριακά και το γάλα, εξαναγκάζοντάς τον πονηρά σε μια λυτρωτική σωματική επαφή. Μια τρυφερή αγκαλιά. Το εξημερωμένο φάντασμα του πατέρα του τον παραστέκει τις ώρες της μοναξιάς, τον συμβουλεύει ευπροσήγορα και ύστερα αποσύρεται διακριτικά. Σκηνές και εικόνες που διαδέχονται η μια την άλλη με κινηματογραφικό ειρμό και γλώσσα. Η παρελθούσα και η τωρινή ζωή του συγγραφέα σε επιλεγμένες αντιπροσωπευτικές σεκάνς και επαναλαμβανόμενα flash-back. Ένα γαϊτανάκι ανακλήσεων και νοσταλγικών αναδρομών γεμάτο από στιγμιότυπα της καθημερινότητας και μικρά παραλειπόμενα. Ρετάλια και σπαράγματα από απογοητεύσεις, φόβους ανεκπλήρωτες επιθυμίες και τρυφερές χαρούμενες στιγμές. Μια αλυσίδα από αρνήσεις, αμυντικές συμπεριφορές, ανεπούλωτα τραύματα και λόγια, που όταν έπρεπε δεν ειπώθηκαν, συνδέει τα πρόσωπα και τις γενιές.

Η εξομολογητική αυτή αφήγηση, ένα ανεπίδοτο γράμμα προς τον πατέρα, εμποτισμένη από την οδύνη του χαμένου χρόνου και την σπαραχτική επίγνωση του τετελεσμένου, γράφτηκε από τον συγγραφέα μετά από πρόσκληση του γαλλικού εκδοτικού οίκου Editions du Sonneur, για να ενταχθεί στη σειρά Ce que la vie signifie pour moi. Είναι μια προσωπική κατάθεση με δραματικούς τόνους και αυτοσαρκαστική διάθεση. Μια ομολογία της ανάγκης του συγγραφέα να καλύψει το χαμένο έδαφος και να κερδίσει, όσο είναι καιρός, το στοίχημα της οικειότητας και της ουσιαστικής επικοινωνίας με τον μικρό του γιο.
Η αποκάλυψη ενός οικογενειακού μυστικού θα ρίξει ένα διαφορετικό φως στη ζωή του νεκρού από καιρό πατέρα. Θα εξηγήσει τις ανακολουθίες και θα γεφυρώσει τα κενά και τα χάσματα της πατρικής ιστορίας. Μετά τον οδυνηρό χωρισμό και την απομάκρυνσή του συγγραφέα από την οικογενειακή εστία,  όταν κι ο ίδιος βρεθεί ξαφνικά εξόριστος, προδομένος, και ολομόναχος (όχι δραπέτης και φυγάς κατά το σύνηθες), η απρόσμενη φανέρωση, όσων αποσιωπούνταν και λογοκρίνονταν επιμελώς, θα λειτουργήσει σαν προφητεία ή προειδοποίηση. Το κάλεσμα μιας μοίρας που μοιάζει στατιστικά αναπόφευκτη, αλλά δυνητικά αναστρέψιμη. Για όποιον τολμηρό αποφασίσει να υπερβεί τα στερεότυπα και να  παρουσιαστεί στο κέντρο της οικογενειακής αρένας. Ορατός, συναινετικός και διαθέσιμος.
Οι πατεράδες συνήθως κρύβονται στα παρασκήνια φορτωμένοι επαγγελματικές υποχρεώσεις. Φορούν την πανοπλία του κύρους και της σοβαρότητας, που τους προστατεύει από το αβάστακτο φορτίο των γονικών υποχρεώσεων. Παραμένουν μέχρι το τέλος στο περιθώριο, σχεδόν άγνωστοι. Ανυπεράσπιστοι στις ερμηνείες και στις παρανοήσεις, έρμαια της άγνοιας των επιγόνων τους για το ποιοί πραγματικά είναι. Στις οικογενειακές φωτογραφίες στέκονται στη σκιά, πίσω από εκδηλωτικές, πληθωρικές μανάδες που ξέρουν να διαχειρίζονται αντίξοες καταστάσεις. Να δείχνουν τη στοργή και τη συμπαράστασή τους με αυταπάρνηση, να λύνουν τους γόρδιους δεσμούς των ανεκδήλωτων αισθημάτων, των μύχιων φόβων και των ανείπωτων παθών. Να στεγνώνουν δάκρυα, να συγχωρούν λάθη και να απαλύνουν τον πόνο με ένα στοργικό χάδι, ένα φιλί. Σωματικά παρούσες, ψυχικά διαθέσιμες και γι’ αυτό λειτουργικές. Εκπαιδευμένες να αντέχουν την απογοήτευση των απορρίψεων και την πικρία των ενοχοποιήσεων. Σχεδόν άτρωτες στις εύστοχες βολές των τέκνων-ελεύθερων σκοπευτών και όχι μόνον. Κανείς πατέρας, «ήρωας, κανονικός ή αχρείος δεν γλιτώνει από την αμφισβήτηση και την άρνηση», ανθολογεί ο συγγραφέας από το «Ένας καλός γιος» του Πασκάλ Μπρυκνέρ. Κανένας γονιός, ανεξαρτήτως φύλου, θα πρόσθετα εγώ. Είναι σχεδόν αναπόφευκτο στην σύγκρουση ρόλων και γενεών, η διακριτικότητα να εκληφθεί ως αδιαφορία, η στοργή ως καταπίεση και η προσφορά ως χειραγώγηση, όσο αμέριστες, πηγαίες και άδολες κι αν είναι. Εκείνοι, οι πατεράδες, κυρίως της προηγούμενης γενιάς (γιατί της παρούσας πιστεύω ότι προσπαθούν φιλότιμα), κομπάρσοι στο έργο της ανατροφής, φιλοτεχνούν με επιμέλεια το πορτραίτο τους. Κρατούν αποστάσεις από την λύπη και τις απογοητεύσεις, που θα τους προξενήσουν μοιραία οι οικείοι τους με τις επιλογές και τις ανεπάρκειές τους και αποξενώνονται. Αποσύρονται σε μια ένδον ασφαλή περιοχή κι εκεί μένουν τραγικά απόμακροι και απλησίαστοι μέχρι τον θάνατό τους. Αν τους χαριστεί ο χρόνος και λείψει η μητρική διαμεσολάβηση, μπορεί και να υπάρξει ουσιαστική επαφή με τα παιδιά τους, συμφιλίωση και λύτρωση.
Μια σκυτάλη αγάπης και μίσους, ανυπόκριτου θαυμασμού και ανυποχώρητης εχθρότητας που πηγαίνει από χέρι σε χέρι. Περιεργάζομαι με ενδιαφέρον τις φωτογραφίες του πατέρα, που παρεμβάλλονται στο κείμενο και διακρίνω τις εμφανείς ομοιότητες με τα χαρακτηριστικά του συγγραφέα-γιου. Βλέπω έναν όμορφο νέο άντρα, με χαμογελαστά έξυπνα μάτια και γλυκό χαμόγελο. Ένα χαρούμενο, άξιο και εργατικό παλληκάρι, που ήρθε στην Αθήνα μετά την κατοχή για να προκόψει. Που πάλεψε με πείσμα να ξεπεράσει το κακό που τον βρήκε από μια σκευωρία, έναν διασυρμό και μια άδικη καταδίκη, πληρώνοντας ακριβά το τίμημα. Ένας σύζυγος και πατέρας που μπόρεσε τελικά να εκπληρώσει τα όνειρά του, με τον καλύτερο τρόπο. Να αποκατασταθεί επαγγελματικά, να κερδίσει την καρδιά και το χέρι της αγαπημένης του, να χτίσει ένα σπίτι και να αναθρέψει δυο γιους.
Ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία του πατέρα του, που είναι ταυτόχρονα και η δική του ιστορία, με συγκινητική αμεσότητα. Όπως την ήξερε, λειψή μέσα από τις οικογενειακές αφηγήσεις και όπως την έμαθε, ολόκληρη μετά τον θάνατο του, όταν αποκαλύφθηκαν αργά, όσα έμεναν για μισό αιώνα ενταφιασμένα στο σκοτάδι της λήθης. Από τη στιγμή μάλιστα που οι ζωές τους παραλληλίστηκαν απροσδόκητα και οδυνηρά στον άξονα της μοναξιάς και της απογοήτευσης, ήρθε επιτέλους η δικαίωση και η συμφιλίωση. Του πατέρα και του γιου. Μαζί και η ελπίδα, με μια γενιά καθυστέρηση.

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

Δεν υπάρχουν σχόλια: