Έφυγε, δεν
απομακρύνθηκε
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ
Ο Βαγγέλης Δημητρέας μιλάει. Χειρονομεί και κοιτάζει λίγο έξω απ το
κάδρο. Πίσω η βιβλιοθήκη κατάφορτη και ακατάστατη και στο βάθος μεγάλοι πίνακες – μάλλον απ’ την σειρά με τα πορτραίτα
εμβληματικών προσώπων, του Γκράμσι κ.ά. Στο πλάι της πολυθρόνας της δεκαετίας
του ‘70 στην οποία κάθεται, κρέμεται μια πολυχρησιμοποιημένη μπλε νάυλον,
σακούλα. Αυτός υπήρξε ο Δημητρέας, όπως ακριβώς αποτυπώνει η φωτογραφία από το αρχείο
του καλλιτεχνικού χώρου ART-ACT του Χρήστου Θεοφίλη. Ασκηνοθέτητος,
αρετουσάριστος, καθαρός στην ακαταστασία του, ευθύβολος στο εγκρατές πάθος του.
Ο Βαγγέλης Δημητρέας υπήρξε πολύ καλός ζωγράφος (διέθετε, δηλαδή, την
πρώτη ύλη διέγερσης καλλιτεχνικού μίσους) εν τούτοις τον αγαπούσαμε όλοι. Ο
καθένας ένοιωθε ότι δεν κινδύνευε, ότι δεν απειλούνταν το εγωπαθές άστρο του απ’
τον Δημητρέα. Σίγουρα δεν υπήρξε απλώς μια αγαθή ψυχή, εν τούτοις η καλλιτεχνική
ποιότητα και η καλλιεργημένη διδακτική οντότητα μπορούσαν να γίνουν απειλητικές
τουλάχιστον για τον μικρόψυχο ή τον καλλιτεχνικά ανασφαλή.
Στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, τον «έφερε» ο Κοκκινίδης.
Τότε, αρχές δεκαετίας του ’80 , τα εργαστήρια του Κοκκινίδη και του Τέτση,
στεγάζονταν στο λεγόμενο «μικρό πολυτεχνείο», ένα νεοκλασικό στην γωνία
Πατησίων και Αγίου Μελετίου. Επαφή με τον Δημητρέα εμείς τα «Μοραλάκια» (και
αργότερα μαθητές του Μυταρά), τα «Μαυροειδάκια» κλπ μπορούσαμε να έχουμε στη «βάρδια
του», στο Γυμνό Νυκτός, την άσκηση σχεδίου που γίνονταν στο υπόγειο αμφιθέατρο
του ιστορικού κτηρίου της Πατησίων. Μιλούσε ακατάπαυστα, λάτρευε τον
Φρανκαστέλ, μιλούσε με πάθος για τον Λεφέβρ, τους Έλληνες-Γάλλους της διασποράς,
έβρισκε όμως και μια ασάφεια στο σχέδιό σου, μια περιοχή που το «έχανες» εκφραστικά.
Νόμιζες ότι απεραντολογούσε, ότι ξεχνιόνταν, όμως κοιτούσε μιλώντας και ξαφνικά
σου έλεγε: εδώ είσαι περιγραφικός.
Την περίοδο εκείνη στην ΑΣΚΤ κυριαρχούσε ένα δίλημμα, που αργότερα
έγινε δραματικότερο, με πιο φανατισμένο κοινό. Ένας μορφοκρατικός μοντερνισμός,
που κατέληγε σε μια άκαμπτη εννοιοκρατία-θεολογία κι απ’ την άλλη μια
επελαύνουσα conceptual art
που κατέληγε, εξίσου, στην θεολογία. Ο Βαγγέλης, διέσχιζε τον Μόραλη, τον
Καλαμάρα ή τον Μυταρά, ας πούμε τη μορφοκρατική ορθοδοξία της Σχολής, ξέφευγε
απ’ τα δύσκολα του Μπόυς και κάθε ντυσσανικού φανατισμού, γλύτωνε όμως την οργή
του πλήθους λόγω του αδέσμευτου ερμηνευτικού ύφους του, που ελίσσονταν αθώα ανάμεσα
σε ένα σχεδιαστικό στρουκτουραλισμό και τις απέραντες και δαιδαλώδεις αναφορές
στον Φίσερ, τον Λούκατς, τον Μπαχτίν – εκτός του Φρανκαστέλ και του Λεφέβρ που
προανέφερα. Αυτή η αθώα περιπλάνηση σε φόρμες και θεωρητικά συστήματα,
θεμελίωνε εν τέλει μια ισχυρή θέση επί του έργου: Η ιεράρχηση των μαύρων, οι άξονες,
οι περιοχές ανησυχίας, οι λασπωμένες λαζούρες με σινική μελάνι, η υλικότητα ως
εκφραστική διάσταση του έργου, έβρισκαν την αναγωγή τους στα κύρια θεωρητικά
συστήματα του 20ού αιώνα. Με ευκολία, γιατί ο ήπιος και
αποφασισμένος Βαγγέλης επέτρεπε τον θεωρητικό χώρο, επέτρεπε την εκφραστική
ταλάντωση, επέτρεπε να είσαι αδέξιος, άστοχος, παραπλανημένος, όχι όμως ψεύτης,
όχι νωθρός.
Του άρεσε το σχέδιο, ιδίως με μελάνι. Και συχνά στα μεγάλα έργα του
έχεις την εντύπωση ότι «μιμείται» τα μελανιασμένα χάρτινα προσχέδια, ότι η
τελική αξιωματική τους ενσωματώνει τις λύσεις των σχεδίων. Το χρώμα του διατηρεί
μια ανεξαρτησία απ’ το τονικό σκέλος του έργου. Δηλαδή χρώμα και σχέδιο
συναναπτύσσονται, συχνά ως ανταγωνιστικές δράσεις. Το χρώμα επικάθεται, δεν
προκύπτει ως συστατικό του τόνου. Για παράδειγμα, μια μεγάλη φόρμα κόκκινου Vermilion, επικάθεται στον
μεγάλο υποκείμενο τονικό σχεδιαστικό πλάσμα. Αυτή η αντιδικία χρωματικής
κηλίδας και «μαυρόασπρης» περιοχής, του επιτρέπει να γίνεται εμφατικός, ή
σχολιαστικός της ίδια του της πλαστικής. Ο ζωγράφος παρατηρεί το έργο
προσπαθώντας να αποσπαστεί, να κρίνει, να χειραφετηθεί απ’ αυτό. Όλη η
διαδικασία είναι μια προσπάθεια ένταξης και αποκοπής απ το δημιούργημά του.
Κατά κάποιο τρόπο ο ζωγράφος είναι τίκτων και προκύπτων από το έργο του. Ο
Δημητρέας δεν επεκτείνονταν. Εμβάθυνε. Να σημειώσω ότι κινδυνεύει κανείς απ’
την επέκταση, όχι απ’ το βάθος. Ακριβώς αυτό.
Σχεδόν έχω πει το πιο ουσιαστικό που μπορούσα για τον Δημητρέα, άρα το
κείμενο πρέπει να σταματήσει. Ας δούμε όμως αν μπορεί να υπάρξει φραγή στις
προσωπικές σημειώσεις, για ένα σημαντικό δημιουργό, σημαντικού έργου, σε μια
σημαντική στιγμή της ιστορίας της ελληνικής τέχνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου