Βέρα Χοτζόγλου, Rausch, 2018, απόσπασμα video |
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΛΑΖΩΝΙΤΗ
Σάββατο πρωί. Την δεκαετία του ‘90. Περπατάω στη Σόλωνος. Τα πόδια μου
τρέμουν λίγο. Έχω τελειώσει με τις σπουδές στη Θεσσαλονίκη, δουλεύω πια και
προσπαθώ να ξανακερδίσω τη πόλη όπου μεγάλωσα. Πηγαίνω στο “Θεμέλιο”. Θρυλικό
στα μεταπολιτευτικά, μεταφοιτητικά μου μάτια. Μπαίνω μέσα. Είναι εκεί η
Δέσποινα, η Άννα, η Ραχήλ. Και ο Κος Θόδωρος. Καλημέρα, ψελλίζω. Σηκώνει το
κεφάλι. Καλημέρα, μου απαντά, και ένα χαμόγελο απλώνεται σε όλο το πρόσωπο του.
Αυτό το χαμόγελο θα είναι εκεί όλα τα επόμενα χρόνια, λες και είναι ραμμένο σε
αυτό το πρόσωπο με άφθαρτο αγαπόγαζο. Του δίνω τα πρώτα μου χειρόγραφα. Τα
χέρια μου τρέμουν, περισσότερο από τα πόδια μου. Σε λίγες εβδομάδες ο Θόδωρος
τα έχει κάνει το πρώτο μου βιβλίο. Λίγους μήνες μετά, στα γενέθλια μου, ο
Θόδωρος και η Δέσποινα μου κάνουν δώρο μια μικρή ξυλόγλυπτη πόρτα με ένα ποίημα
του Μίροσλαβ Χόλουμπ καρφωμένο πάνω της :
Προχώρησε και άνοιξε την πόρτα
Ακόμα κι αν υπάρχει μόνο το
σκοτάδι
Ακόμα κι αν υπάρχει μόνο η
υπόκωφη βοή του ανέμου
Ακόμα κι αν δεν υπάρχει τίποτα
απολύτως
Προχώρησε και άνοιξε την πόρτα
Τουλάχιστον θα υπάρξει ένα
ρεύμα.
Αυτό έκανε ο Θόδωρος. Άνοιγε πόρτες. Να περάσουν οι άνθρωποι, οι
λέξεις, οι ιδέες. Ανοιχτό εργοτάξιο εξαιρετικών αισθημάτων. Σάββατο μεσημέρι.
Λίγα χρόνια μετά. Στο “Θεμέλιο” πάλι. Συζητάμε για τη Μαρξιστική Βιβλιοθήκη
του. Πως πρέπει να ξαναεκδοθεί με φρέσκους προλόγους και ανανεωμένη εικόνα. Η
ώρα περνάει. Πρέπει να κλείσει το μαγαζί. Πάμε, μου λέει, θα συνεχίσουμε σπίτι.
Στο σπίτι, στην Καισαριανή, μας περιμένει η Φωφώ. Άλλη αγκαλιά αυτή. Για όλους.
Είναι εκεί η γιαγιά -ζει ακόμη- η Άννα, ο Παναγιώτης και δύο μικρά ξωτικά. Οι
εγγόνες. Στο τραπέζι όλα τελειώνουν μπροστά στο ανίκητο γιουβέτσι της Φωφώς.
Πες-πες, πιες- πιες, βραδιάσαμε. Φεύγοντας από εκεί είχα: ένα ηλίθιο χαμόγελο,
ένα σπίτι, μια οικογένεια. Δικά μου.
Σάββατο. Ξανά. Έχουμε τελειώσει με τις λεπτομέρειες της τέταρτης
συλλογής που θα μου εκδώσει. Γαλαντόμος, δεν μου χαλάει χατίρι. Ακόμα και στις
παραξενιές μου. Ως συνήθως, φεύγω από το Θεμέλιο με μια τσάντα γεμάτη βιβλία
και μια ατάκα του Θόδωρου στα χείλη: –Αγόρι μου, ο ουρανός και ο λαός έχουν τα
ίδια μάτια.
Σάββατο μεσημέρι. Μη ρωτάτε. Στο Θεμέλιο βέβαια. Έχουμε μαζευτεί, ο
Ηλίας ο Νικολακόπουλος, ο Γιάννης ο Μουζάλας, ο Βαγγέλης ο Καραμανωλάκης, νέας
γενιάς ιστορικός. Τσιγκλάμε τον Θόδωρο και μας λέει ιστορίες. Για τη νύχτα της
χούντας. Τους είχαν μαντρωμένους σε ένα γήπεδο όλο το βράδυ, αυτόν και άλλα
τέρατα της γενιάς του. Έχουν το κουράγιο και λένε ανέκδοτα. Πειράζονται και
γελάνε. Ιστορίες για την εξορία και τα στρατόπεδα. Έχουν το κουράγιο και
στήνουν θεατρικές παραστάσεις, απαγγέλουν ποιήματα. Κουτσομπολιά πολιτικά και
πικάντικα για άλλες ιστορικές μορφές. Έχουν φάει τα κομμουνιστικά μουστάκια
τους και όμως τους αναπολεί τρυφερά. Και βέβαια η αναπόφευκτη -το χούι φεύγει
τελευταίο- συζήτηση για την αριστερά σήμερα. Του Σύντομου 20ού αιώνα. Έχει το
κουράγιο και είναι αισιόδοξος. Καταλαβαίνω ότι δεν του χρωστώ μόνο τις λέξεις
μου, που τις πήρε από το χέρι και τις έκανε βιβλία, αλλά του χρωστώ, τους
χρωστώ όλα όσα με έκαναν αυτό που είμαι. Ένας αμετανόητος αριστερός, ένας
ξενυχτισμένος ποιητής. Έτσι λοιπόν τα Σάββατα έγιναν φωλιά. Και φάρμακο που
γιάτρευε τις βρώμικες μέρες.
Είναι Σάββατο πρωί. Ιούνιος του 2019. Σήμερα δεν θα δω τον Θόδωρο.
Κάθομαι και γράφω. Λέξεις ορφανές. Για να του πω πόσο τον αγαπώ. Για να του πω
πως ήταν η πιο γλυκιά ψυχή στο κορμί του κόσμου.
Θα συναντηθούμε πάλι, σύντροφέ μου. Ένα Σάββατο αιώνιο στην πάνω
αριστερή γωνία του ουρανού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου