25/5/19

Η αλήθεια

ως καινοφανές γλωσσικό μόρφωμα

Helmut Middendorf, Χωρίς τίτλο (Cat), 2015, κολάζ, 50 x 65 εκ.


ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΙΑΝΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ, Συμεών Βάλας (Ένα σχεδίασμα), Εκδόσεις Μελάνι, σελ. 64

Κάποιος μιλάει τη γλώσσα στην οποία έχει εκτεθεί εμπειρικά και που την έχει προσεγγίσει στη βάση του είδους της καθώς και στους σκοπούς που αυτή εξυπηρετεί. Είναι μια αυτοματοποιημένη διεργασία που, ουσιαστικά, θέτει τους άξονες πάνω στους οποίους κινείται ο ομιλητής. Η γλώσσα στην ιστορική της εξέλιξη —ως κοινωνικό, πολιτικό και αισθητικό μόρφωμα— είναι ρητή και οργανωμένη· έχει δομές και, κατά συνέπεια, περιορισμούς· είναι ένα σύστημα που συνδέεται με το σύστημα σκέψης — αν και ενίοτε διαχωρίζεται από αυτό. Προηγείται η εσωτερική, ενστικτώδης ή επεξεργασμένη, αντίδραση της ανθρώπινης διάνοιας που συλλαμβάνει μια ιδέα, ανακαλεί ή επινοεί μια εικόνα και έπειτα την αναπαριστά λεκτικά για να την κοινωνήσει. Η σκέψη ως ενστικτώδης αντίδραση είναι όχι μόνο εγγενής της ανθρώπινης φύσης, μα και ακραιφνώς εσωτερική. Από τη στιγμή που το άτομο αλληλεπιδρά με το εξωτερικό περιβάλλον, ραφινάρει —σχεδόν αναγκαστικά— την εκφορά του λόγου. Ο τρόπος με τον οποίο ο ομιλητής επιλέγει να χρησιμοποιήσει τις γλωσσικές δομές, ούτως ώστε να κοινωνήσει σκέψεις, συναισθήματα, εικόνες και μνήμες —διαδικασία που ταυτόχρονα τον αποκόπτει μερικώς από τον ένδον εαυτό—, συναρτάται με τη διάνοια, την ιδιοσυστασία και τον ψυχισμό του· είναι, όμως, και συνέπεια της σχέσης του με τους κοινωνικούς σχηματισμούς. Επομένως, οι λέξεις —ως στοιχειώδη της γλώσσας— εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς και ανάλογα με τη χρήση τους αποκτούν διαφορετικό περιεχόμενο και μεταφέρουν διαφορετικό νόημα. Κάθε άτομο μιλά τη γλώσσα με τους δικούς όρους του και της προσδίδει τις δικές σημασίες του.

Η διαφοροποιημένη χρήση της γλώσσας δεν εξαντλείται στην προφορικότητα· στον γραπτό λόγο, εν προκειμένω σε ένα ποιητικό κείμενο, όπου επιστρατεύονται η φαντασία, οι επιδιώξεις και η φιλοδοξία του δημιουργού, η νοηματοδότηση των λέξεων αποκτά μεγαλύτερη πολυπλοκότητα. Η γλώσσα εκτός από εν δυνάμει εργαλείο είναι και εν δυνάμει όπλο — ως εργαλείο χτίζει κόσμο· ως όπλο γκρεμίζει όρια.
Ο Συμεών Βάλας [ είναι η μυστηριακή κοινωνία ενός κόσμου που καταλύει το γλωσσικό σύστημα όπως το γνωρίζουμε. Το Σχεδίασμα ξεκινά ως εξής: [Πείθομαι, Άρχοντα· και προσμετρώ το δράμα άδυτων νυκτών. Δέχομαι το μέρισμα της πέτρας στο ερπετό σκοτάδι και ιστορώ την ακατόρθωτη φωνή που θέλησε να σχεδιάσει ο έγκλειστος στην Ιερά Μονή του Σαγματά —περί το έτος χίλια εννιακόσια δεκαοκτώ— Βάλας Συμεών. Εξ ου και μαίνομαι, Άρχοντα, τον κύμβαλο ρυθμό κρείττονος λόγου σε τόνους ασυνήθιστους· και εκχωρώ το σπάραγμα στον μύθο της συνθέσεως.].
Ο δημιουργός της ποιητικής αυτής σύνθεσης χρησιμοποιεί τη γλώσσα έχοντας γνώση του περιοριστικού συστήματος των κανόνων που τη συγκροτούν και, συγχρόνως, «επινοώντας» συνθήκες ελευθερίας. Οι λέξεις στον Συμεών Βάλα μπορούν να έχουν διαφοροποιητική λειτουργία — να χρησιμοποιούνται με αναπάντεχα νοήματα· μπορούν ακόμη να έχουν απομονωτική λειτουργία: το νόημα τους να απομονώνεται στο συγκεκριμένο κείμενο όπου ευρίσκονται και πουθενά αλλού. Έτσι, η χρήση τους συνδέεται με τη γνήσια, θεμελιώδη φύση του δημιουργού ως ατομικότητα και η γλώσσα παύει να αποτελεί παράγωγο της ραφιναρισμένης διεργασίας που προστάζει ο κοινωνισμός.
Στον Συμεών Βάλα επινοείται ένα ασυνήθιστο γλωσσικό μόρφωμα που λειτουργεί ως δημιουργική Αρχή και το οποίο, αν και επινοημένο, είναι πραγματικό: φέρει την αλήθεια του δημιουργού του για τον κόσμο που δομεί: στοχάσου πώς προσεύχεται ο άνθρωπος δυο άλαλα χέρια Θεό κι’ επέμεινε τα δάχτυλα κλεισμένα, οξύνοντας τον ψυχικό τρόμο του εν διανοία δράστη μπροστά στη σκοτεινή εκφορά της. Και η αλήθεια αυτή συνοψίζεται αφενός στην ελευθερία που δοκιμάζει ο ίδιος ο δημιουργός μέσα από τα διευρυμένα γλωσσικά όρια, και αφετέρου στην αναγνωστική εμπειρία ενός ποιητικού κόσμου που αποκαλύπτεται μέσα από ένα καινοφανές γλωσσικό μόρφωμα.
Η ιστορική και κοινωνική διάσταση της γλώσσας μπορεί να αντίκειται στην αλήθεια. Αυτό συμβαίνει διότι η γλώσσα, ως συλλογική Τάξη παράγει εννοιολόγηση, μύθους, προκαταλήψεις, στοιχεία που προκαλούν —ή κατέχονται από— αντιληπτικές αγκυλώσεις και γι’ αυτό μπορούν να παρεμποδίζουν το υποκείμενο από το να προσεγγίσει ό,τι αληθινό.
Στο δημιουργικό λογοτεχνικό έργο, ο συγγραφέας τροποποιεί τους κανόνες σχηματισμού της γλώσσας,  υπερβαίνει τους γλωσσικούς και συμπεριφορικούς περιορισμούς αποκόπτοντας τη διάνοια του ίδιου —και κατ’ επέκταση του αναγνώστη, έστω προσωρινά— από το κοινωνικό, προκειμένου συγγραφέας και αναγνώστης να προσεγγίσουν την αλήθεια. Σε αυτή την περίπτωση, η διανοητική απομόνωση είναι αναγκαία, διότι η αλήθεια είναι σύνθετος και ατομικός μηχανισμός, τον οποίο φέρουν μέσα τους δημιουργός και αναγνώστης. Εφόσον η αλήθεια είναι ζήτημα και υποκειμένου, όσο το άτομο διαχωρίζεται από τον εαυτό του, η αλήθεια παραμένει ατελέσφορη.
Η αλήθεια στον Συμεών Βάλα είναι η συγκρότηση του εαυτού μέσα από την ανασύνταξη της γλώσσας. Οι γλωσσικές υπερβάσεις [ενδεικτικά: τον χώρο οργίζεται άδυτο, καθώς εκείνον στον καθρέφτη· ή κοιμάται πρώτο έντομο το σχήμα ενός θεού·/ τα σπλάχνα: μένος σφάγιο/πάσχουν το μάτι πλάσμα του βυθού] καλούν τον αναγνώστη να δοκιμάσει τα όριά του, να εγκαταλείψει τους καθιερωμένους μύθους της γλώσσας και να ανακαλύψει τους κανόνες που εισάγουν αυτό το νέο γλωσσικό μόρφωμα. Το απόσπασμα Κανένας φύλακας ή εχθρός δεν θα ξεσπάσει φως πάνω σε φως την κατάτυφλη εξουσία μου συνοψίζει την αλήθεια αυτού του ποιητικού κόσμου. Η αλήθεια στον Συμεών Βάλα είναι ο κόσμος του δημιουργού του ως ένα ορμητικό μόρφωμα που υποβάλλει στον αναγνώστη να βιώσει το κείμενο στα δικά του όρια και χάσματα. Η αποκρυπτογράφηση του γλωσσικού μορφώματος, που άρχει την εν λόγω ποιητική σύνθεση, δημιουργεί πολλαπλάσια οντολογικά συστήματα, αφού ο κόσμος του είναι γεγονός· και συγχρόνως ωθεί τον αναγνώστη αφενός να αναμετρηθεί με τις νέες νοητικές δομές και αφετέρου να «χωρέσει» μέσα στην ιστορία της λογοτεχνίας κάνοντας ακόμη ένα βήμα.
Η δημιουργικότητα προϋποθέτει ένα μόρφωμα κανόνων, οι οποίοι συντελούν στο να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται τόσο ο κοινωνικός σχηματισμός όσο και το άτομο σε δεδομένη χρονική στιγμή. Ασφαλώς, αυτοί οι κανόνες δεν συνδέουν απαραίτητα το υποκείμενο με ό,τι κοινωνικό — άτομο και κοινωνικό συνδέονται κυρίως σε συνθήκη νοητικής λειτουργίας. Το καλλιτεχνικό έργο είναι δημιουργικό όταν το υποκείμενο που το παράγει: α) εργάζεται εντός ορισμένης κατάστασης γνώσης, β) έχει αντίληψη αυτής της κατάστασης και γ) υπερβαίνει τα κανονιστικά συστήματά της.   
Ο Συμεών Βάλας είναι μια δημιουργική ποιητική σύνθεση, υπό την έννοια πως ο συγγραφέας του όντως βγαίνει από την ακτίνα δράσης του γλωσσικού συστήματος όπως το γνωρίζουμε· τέμνει τα σημαινόμενα των λέξεων, ούτως ώστε να μάθει ποια είναι η πηγή και το κίνητρο χρήσης τους· έτσι, αποφαίνεται τους λόγους του θανάτου τους. Μα αντί για θάνατο, το έργο δίνει θέση στο καινούργιο. Με αυτή την υπερβατική μεθοδολογία, ο συγγραφέας απομονώνεται από αλλά και επιστρέφει στο κοινωνικό.

Η Λαμπριάνα Οικονόμου είναι ποιήτρια

Δεν υπάρχουν σχόλια: