5/5/19

Ρέκβιεμ για έναν χαμένο κόσμο

Νίκος Αρβανίτης, Δώδεκα Ώρες / Αμφιθέατρο, 2019, λεπτομέρια, σίδερο, ξύλο, υδατοδιαλυτό βερνικόχρωμα enamel, διαστάσεις μεταβλητές



ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΜΑΙΚ ΜΑΚΟΡΜΑΚ, Κόκαλα από ήλιο, μτφρ. Π. Κεχαγιάς, Αθήνα: Αντίποδες, 2018.
[MIKE MCCORMACK, Solar Bones, Δουβλίνο: Tramppress, 2016]

Το βραβευμένο μυθιστόρημα του Μάικ Μακόρμακ, που τοποθετείται, στο μεγαλύτερο μέρος του, στην κουζίνα ενός σπιτιού «έξω από το χωριό Λούισμπεργκ στην κομητεία Μάγιο στη δυτική ακτή της Ιρλανδίας» (11), δεν είναι απλώς ένας ρυθμικός μονόλογος όπου ξεδιπλώνονται σκέψεις, μνήμες, φόβοι και εμμονές ενός μεσήλικα μηχανικού που αφήνει για μια-δυο ώρες το μυαλό του να ταξιδέψει στο χρόνο. Άξιος απόγονος μιας ολόκληρης παράδοσης «ιρλανδικής γραφής», βασισμένης, σύμφωνα με τον συγγραφέα, στην «τριμερή αρμονική συνύπαρξη πειραματισμού, κωμωδίας και μεταφυσικής», το βιβλίο μιλάει «για το Μάγιο, την Ιρλανδία, την Ευρώπη, τον κόσμο, το ηλιακό μας σύστημα, το σύμπαν».* Στον απόηχο της μοντερνιστικής αφήγησης του προηγούμενου αιώνα και με φόντο την οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, η εύπλαστη πρόζα του Μακόρμακ περιγράφει την ανθρώπινη συνθήκη, εγκαθιδρύοντας έναν εσωτερικό χρόνο και χώρο όπου το καθημερινό, το τετριμμένο και το κωμικό συγκατοικούν με το βαθυστόχαστο, το υψηλό και το τραγικό.

Ο δημιουργικός συνδυασμός που χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα του Μακόρμακ, συνδυασμός συμπαντικής προοπτικής, υπαρξιακού και πολιτικού προβληματισμού, «μεταφυσικής» απόβλεψης και τεχνολογικής αντίληψης των πραγμάτων, την οποία εκπροσωπεί ο αφηγητής, ο πολιτικός μηχανικός Μάρκους Κόνγουεϊ, σύγχρονος αντι-Οδυσσέας, σύζυγος, πατέρας και ευσυνείδητος πολίτης, συμπυκνώνεται στον τίτλο: Κόκαλα από ήλιο (Solar Bones). Η κομβική αυτή έννοια-εικόνα δεν αναφέρεται παρά μόνο μία φορά στο κείμενο, σε ένα σημείο της αφήγησης όπου το σκοτείνιασμα της οθόνης του υπολογιστή, μετά τη συνομιλία του Μάρκους με τον γιο του μέσω Skype, βιώνεται με όρους κοσμογονικής καταστροφής, αποκαλυπτικής κατάρρευσης του κόσμου, σωματικής διάλυσης ή ανθρωπολογικής αναδίφησης:

και κοίταξα την οθόνη να μαυρίζει με μια έκρηξη από παράσιτα ενώ έσβηνε, βυθίζοντας το δωμάτιο σε μια σκοτεινή σιωπή και κάτι σαν κάψιμο πίσω από τα μάτια μου σαν να τα είχε τσουρουφλίσει το φως της οθόνης, η αίσθηση που φαντάζεσαι ότι θα είχες λίγο πριν ο κόσμος παραδοθεί στις φλόγες, μια στοχευμένη διάβρωση που κατατρώει τα ραβδία και τα κωνία, διαλύοντας την εσωτερική δομή των ματιών μέχρι που να βγουν από τη θέση τους και να χυθούν στα μάγουλα κι εσύ να μείνεις με άδειες κόγχες στη μέση κάποιας ερημιάς με τον άνεμο να περνάει σφυρίζοντας μέσα απ’ το κρανίο σου, λίγο πριν ο κόσμος καταρρεύσει
βουνά, ποτάμια και λίμνες
εκτάρια, στρέμματα, τετραγωνικά
στη λήθη, πριν παρασυρθεί σ’ εκείνο το ρήγμα της πλάσης όπου όλα καταστρέφονται στις ανταριασμένες παλίρροιες και τα κύματα της ανυπαρξίας, ο υλικός κόσμος να παραδίνεται στις φλόγες
 βουνά, ποτάμια και λίμνες
και μαζί του να χάνονται και όλοι εκείνοι οι ανθρώπινοι ρυθμοί που μας ενώνουν και συγκροτούν τον κόσμο σε κοινότητα, κάθε μέρα οι ίδιες
τελετές, ρυθμοί και τελετουργίες
που κρατάνε τον κόσμο όρθιο σαν κόκαλα από ήλιο, εκείνο το απόκρυφο αμάλγαμα από χρόνο κι από φως που το βλέπω να εκτείνεται μέσα σε κάθε λεπτό της ημέρας από τη στιγμή που σηκώνομαι το πρωί και κάθομαι στο παράθυρο της κουζίνας μ’ ένα φλιτζάνι τσάι στο χέρι, κοιτάζοντας τα πρώτα αυτοκίνητα να περνάνε στο δρόμο, όλα τους γνωστά (107-108)

Η εικόνα των κοκάλων από ήλιο παραπέμπει, όπως και οι εικόνες εγκαταλελειμμένων ξενοδοχείων, παρατημένων εργοστασίων, αποσυναρμολογημένων μηχανών ή εξαρτημάτων, που ανασύρει η συνειρμική αφήγηση, στη διαλεκτική διάλυσης και δημιουργίας, αποσύνθεσης και ανασύνθεσης, κατάρρευσης και ανασύνταξης, η οποία συγκροτούσε πάντα τον κόσμο, τη ζωή, το σύμπαν διαλεκτική η οποία κινδυνεύει να διαταραχτεί σήμερα, μέσα στην πολυδιάστατη σύγχρονη κρίση, μια κοσμοϊστορική, όπως φαίνεται, αλλαγή παραδείγματος. Οι παλιοί ρυθμοί, οι ρυθμοί και οι τελετουργίες του παρελθόντος, συγκρατούν ακόμα, σαν κόκαλα από ήλιο, στήριγμα φωτός, ζωογόνο στήριγμα ενός αδύναμου σώματος, τον παλιό κόσμο, ο οποίος βρίσκεται στα πρόθυρα της οριστικής κατάρρευσης. Η συμβολική εικόνα των κοκάλων από ήλιο ενσωματώνει εδώ την έννοια της ανανεούμενης και ανανεώσιμης ενέργειας (η τεχνολογία στην υπηρεσία του ανθρώπου), αλλά ταυτοχρόνως, υπονοεί, με αμφίσημο τρόπο, το παλαιικό, το αρχαϊκό, το προαιώνιο, το απολίθωμα ως μνημείο πολιτισμικής συνέχειας και αμετάκλητης απώλειας.
Η εικόνα των κοκάλων από ήλιο συνομιλεί, παράλληλα, σε σημειολογικό επίπεδο, με μια άλλη σημαδιακή εικόνα του κειμένου, την τουρμπίνα μιας ανεμογεννήτριας (μια ακόμα αναφορά στο κρίσιμο και επίκαιρο θέμα της ανανεώσιμης ενέργειας), την οποία μεταφέρει, σε μια από τις παιδικές αναμνήσεις του Μάρκους, μια τεράστια νταλίκα, περνώντας από τους δρόμους του χωριού ένα ιδιότυπο ξόδι προϊστορικού πλάσματος ή απαρχαιωμένου θεού, ενός κόσμου ελαττωματικού, περιττού ή άχρηστου πια και απορριπτέου, που «καίει λάδια», σύμφωνα με την προσφιλή έκφραση που χρησιμοποιούσε o πατέρας του αφηγητή, όταν κάτι έμοιαζε να μην λειτουργεί πια σωστά.

ενώ στην καρότσα πίσω κουβαλούσε αποσυναρμολογημένο σε κομμάτια και δεμένο κι απ’ τις δυο μεριές με ιμάντες και αλυσίδες, κάτι που εκ πρώτης όψεως έμοιαζε με τα λαμπερά κόκαλα κάποιου θεόρατου πλάσματος που είχε πια εκλείψει και το είχαν ξεθάψει από τη γη κι είχαν μαζέψει τα πλευρά του σε έναν τακτοποιημένο σωρό γύρω από το χοντρό απομεινάρι μιας κολοσσιαίας σπονδυλικής στήλης που ο χρόνος και τα στοιχεία της φύσης είχαν λευκάνει δίνοντάς τους μια τόσο παγερή κεραμική λάμψη που θα εντυπωσιαζόμουν αν ακουμπώντας το διαπίστωνα πως η υφή του έμοιαζε με οτιδήποτε άλλο εκτός από γυαλί ... (37)

Και παρακάτω:
εκεί που στεκόμουν στο πεζοδρόμιο κοιτάζοντας την αποσυναρμολογημένη ανεμογεννήτρια να μεταφέρεται στον κεντρικό δρόμο πάνω στο φέρετρό της χωρίς εμβατήρια ή λιτανείες, μια διαδικασία τόσο μοναχική και μνημειώδης που θα μπορούσε να ήταν ο ίδιος ο Θεός ή κάποια ουσιώδης πτυχή του αυτό που μεταφερόταν μέσα από το χωριό μας εδώ στην άκρη του κόσμου, σαν να τον είχε προλάβει ο θάνατος ή να είχε πλέον ξεπεραστεί οριστικά ... (40-41)

Αν το μυθιστόρημα του μοντερνισμού αφηγήθηκε την ιστορία ενός κόσμου κατακερματισμένου και αλλοτριωμένου από τις διαβρωτικές συνέπειες της νεωτερικότητας, σήμερα το μυθιστόρημα καλείται να αποδώσει, όπως η αφήγηση του Μάρκους, τους όρους μιας νέας, τοξικής κρίσης, οικονομικής, κοινωνικής και αξιακής, στο πλαίσιο της οποίας βασικές παράμετροι της ζωής στην Ευρώπη και τον κόσμο, όπως τον γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, εξαφανίζονται με γοργούς ρυθμούς. Το μυθιστόρημα του Μακόρμακ περιγράφει τη σύγχρονη συνθήκη από την οπτική ενός έντιμου πολιτικού μηχανικού, ο οποίος έχει μεγαλώσει σε έναν κόσμο που πίστευε στην ικανότητά του να (αυτο)επιδιορθώνεται, να (ξανα)χτίζεται, να προοδεύει, έχοντας, σε γενικές γραμμές, παρά τους κινδύνους και τους φόβους, εμπιστοσύνη στον εαυτό του, στους πολιτικούς εκπροσώπους, στους κοινωνικούς θεσμούς, και επίγνωση των νόμων της οικονομίας και της αγοράς. Μέσα από μια σειρά υπονοούμενων αντιθέσεων, ανάμεσα στη σταθερότητα και την αστάθεια, την προβλεψιμότητα και το απρόβλεπτο, τη δυνατότητα ελέγχου και την αυθαιρεσία, ανάμεσα στο πρόσωπο και τους απρόσωπους μηχανισμούς, τη συλλογικότητα και τον ατομικισμό, την αυτοθυσία και τον εγωισμό, το χτίσιμο και την κατάρρευση, τη φροντίδα και την εγκατάλειψη, την ασφάλεια και την επισφάλεια, η αφήγηση του Μάρκους αποδίδει τη διαδικασία μετάβασης από την κοινωνία της μετα-νεωτερικότητας προς την κοινωνία της μετα-δημοκρατίας, κοινωνία ριζικής ευαλωτότητας, η οποία θα επισφραγίσει οριστικά το τέλος του ανθρωπισμού, θα θάψει τα γυμνά του κόκαλα.
Απόρροια επίπλαστης ευημερίας, απατηλής αφθονίας, πολιτικής διαφθοράς, προχειρότητας, παρανομίας, της επικράτησης του βραχυπρόθεσμου κέρδους σε βάρος της διάρκειας και της αλληλεγγύης, ο κόσμος που αποκαλύπτεται μέσα από την κρίση, καταρχάς και με πιο έντονο τρόπο στις πιο αδύναμες οικονομικά χώρες της Ευρώπης, όπως η Ιρλανδία και η Ελλάδα, «καίει λάδια». Ως σύγχρονο έπος της πτώσης, το Κόκαλα από ήλιο εξιστορεί τη σταδιακή μετατροπή της Ιρλανδίας, της Ευρώπης σε μια έρημη χώρα, προοιωνίζεται την ανάδυση ενός έρημου κόσμου χωρίς καθαρό νερό (ένα αρκετά μεγάλο μέρος της αφήγησης περιστρέφεται γύρω από τη μόλυνση του πόσιμου νερού από έναν ιό που προκαλεί πολυήμερη διάρροια και τρομερή εξασθένιση σε πολλούς κατοίκους της περιοχής, μεταξύ των οποίων και η σύζυγος του Μάρκους), ενός κόσμου αθεράπευτα μολυσμένου και αδιόρθωτα αποσυναρμολογημένου κόσμου μοναξιάς και εγκατάλειψης.
Καθώς πασχίζει απεγνωσμένα να πιαστεί από τις αναμνήσεις του, από την τακτοποιημένη, οικονομικά και συναισθηματικά, ζωή του, από το παρελθόν του τόπου του, να σταθεί όρθιος μέσα στην ασφάλεια της κουζίνας του σπιτιού του (11), ο Μάρκους βασανίζεται από ένα συγκεκριμένο συναίσθημα, σύμπτωμα της κρίσης, αποτύπωμά της πάνω στο σώμα των ανθρώπων: την αίσθηση ακραίας ευαλωτότητας, οδυνηρής επισφάλειας, η οποία γεννά εικόνες καταστροφής, πυρκαγιάς, πλημμύρας, θανάτου, ξαφνικά, απροειδοποίητα, ενώ κοιτάζεις από το παράθυρο, ενώ πίνεις το τσάι σου ή προσπαθείς να απολαύσεις ένα ηλιόλουστο απόγευμα, τρώγοντας κλαμπ σάντουιτς. Η σκηνή όπου ο Μάρκους υποφέρει από έναν έντονο πόνο στο στήθος, καθισμένος στο αυτοκίνητό του, έτοιμος να επιστρέψει στο σπίτι, έχοντας προμηθευτεί ένα τονωτικό σκεύασμα για την άρρωστη γυναίκα του, δεν είναι ξεκάθαρο αν αναφέρεται σε πραγματικό περιστατικό του παρελθόντος, σε κάποιο έμφραγμα από το οποίο συνήλθε, σε κάτι που συμβαίνει στο αφηγηματικό παρόν ή σε μια φαντασίωση κινδύνου με άλλα λόγια, σε μια συμβολική απεικόνιση της επισφάλειας ως υποβόσκοντος ανεξέλεγκτου φόβου για το σήμερα και το αύριο, ως διακινδύνευση, τελικά, της ίδιας της ταυτότητας, η οποία έμοιαζε στέρεα ριζωμένη στη γη των προγόνων. Οι τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος δεν αποτελούν παρά μια οδυνηρά εύγλωττη έκφραση μιας ενδημικής ευαλωτότητας από το ακραίο δυτικό σύνορο μιας Ευρώπης που δεν μπορεί να σταματήσει να πεθαίνει:

                είμαι
                μόνος μου εδώ στην ανοιχτωσιά του κόσμου χωρίς τοίχους ή ταβάνια ή πατώματα γύρω μου, μοναδικός κάτοικος ενός αχανούς λευκού χώρου που δεν έχει πια πουθενά ούτε φράχτες ούτε αγροκτήματα ούτε φυτά, ούτε δέντρα, όλα έχουν χαθεί, όλα έχουν σβηστεί από τον κόσμο αφού ακόμα κι ο ήλιος έχει αποσυρθεί από τον ουρανό αφήνοντάς με εντελώς μόνο, έχει χαθεί όπως χανόμαστε απ’ τον κόσμο (324)

Στο τέλος μιας αφήγησης που συστεγάζει το υπαρξιακό άγχος με τον πολιτικό προβληματισμό, τους προσωπικούς φόβους με την κοσμική έκρηξη και τη φυσική καταστροφή, ο σύγχρονος ευάλωτος και ανερμάτιστος Οδυσσέας παραδέχεται πως, όπως όλοι οι πολίτες του σημερινού έρημου κόσμου, δεν έχει άλλη επιλογή από το να συνεχίσει:

το κεφάλι κάτω και συνέχισε να περπατάς
συνέχισε να περπατάς
συνέχισε να περπατάς γαμώτο μου

Η Σοφία Βούλγαρη διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

* Τα παραθέματα από κριτική του μυθιστορήματος στον Guardian https://www.theguardian.com/books/2016/jun/04/solar-bones-by-mike-mccormack-review

Δεν υπάρχουν σχόλια: