24/2/19

Ανάμεσα στο ατομικό και στο συλλογικό

Έργο του Δημήτρη Αμελαδιώτη, φωτ. Stavro Chisto


ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017, Εκδόσεις Πόλις, σελ. 912

Η μεταπολιτευτική λογοτεχνική παραγωγή και, πιο συγκεκριμένα, η αφηγηματική πεζογραφία μας εμπλουτίζεται με σημαντικά έργα εκπροσώπων της Α΄ και της Β΄ μεταπολεμικής γενιάς, οι περισσότεροι από τους οποίους διανύουν την παραγωγικότερη συγγραφική τους περίοδο. Από έργα που, παρά τις επιμέρους διαφορές και ιδιαιτερότητές τους, χαρακτηρίζονται, λίγο ως πολύ, με το στοιχείο της μεταπολεμικότητας (στοιχείο στενότατα συνδεδεμένο με καυτά ζητήματα ιστορίας, πολιτικής και ιδεολογίας του μεταπολέμου) και που συγκροτούν τον έναν από τους δύο δεσπόζοντες πόλους, ανάμεσα στους οποίους κινείται, με εναλλασσόμενους ρυθμούς, το εκκρεμές, όπως το εννοεί και το ορίζει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου. Ο άλλος πόλος συντίθεται από τα έργα νεότερων, των ακραιφνώς μεταπολιτευτικών πεζογράφων, αυτών, δηλαδή, που εμφανίζονται αμέσως μετά τη μεταπολίτευση και που, τουλάχιστον στην πλειονότητά τους, προϊόντος του χρόνου, μοιάζει να αισθάνονται αποδεσμευμένοι, απελευθερωμένοι από την υποχρέωση να ανταποκριθούν στα κοινωνικά και στα ιστορικά δρώμενα και αιτήματα της εποχής τους, επιδιώκοντας ή και προτείνοντας, άμεσα ή έμμεσα, την απομόνωση του ατόμου από τον δημόσιο βίο, εν ολίγοις την απεμπόληση της ιδιότητας του προβληματιζόμενου πολίτη, αποφορτίζοντας τον λόγο τους από το όποιο βάρος της πολιτικής και της ιστορίας.

Οι δύο αυτοί πόλοι παρέχουν στον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου τη δυνατότητα να απεικονίσει την πορεία και τις κυρίαρχες τάσεις της μεταπολιτευτικής πεζογραφίας, παρακολουθώντας και καταγράφοντας την κίνηση του εκκρεμούς ανάμεσα στην κοινωνία και στο άτομο και αντιστρόφως, χωρίς ωστόσο να του διαφεύγει ότι το ατομικό και το συλλογικό δεν είναι δύο σχήματα σταθερά και παγιωμένα. Έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η σύνθεσή τους είναι μονίμως εκτεθειμένη στα ακαταπαύστως, φανερά ή κρυφά, μεταβαλλόμενα ρεύματα των καιρών, υφιστάμενη αισθητές ή ανεπαίσθητες αλλοιώσεις, που, όμως, σε καμία περίπτωση δεν εμποδίζουν την αέναη αιώρηση του εκκρεμούς ανάμεσα στο καθολικό και στο ατομικό και τανάπαλιν.
Αυτά σχετικά με τη γενική εικόνα∙ με την πρώτη, οπωσδήποτε ισχυρή, εντύπωση που αποκομίζει ο αναγνώστης του ανά χείρας πολύ σημαντικού και συνάμα πρωτότυπου εγχειρήματος του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου. Εγχειρήματος που άνετα θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι πρόκειται για ένα ιδιάζον είδος αναγνωστικής – κριτικής αυτοβιογραφίας ενός ανθρώπου που, επί σαράντα ολόκληρα χρόνια, παρακολούθησε και εξακολουθεί να παρακολουθεί αδιαλείπτως, συστηματικά και εκ του σύνεγγυς την εξέλιξη της μεταπολιτευτικής –και όχι μόνο– πεζογραφίας  μας, εντοπίζοντας και ανασύροντας στην επιφάνεια στοιχεία πρόσφορα για τη συναγωγή χρήσιμων ειδικών και γενικών, διαφωτιστικών, συμπερασμάτων. Ό,τι, ωστόσο, προσδίδει στο εν λόγω εγχείρημα ξεχωριστή βαρύτητα, μετατρέποντας την αναντίρρητα υπεύθυνη επισκόπηση της σαραντάχρονης κριτικής διαδρομής του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου σε μια, θα τολμούσα να χαρακτηρίσω, υπαρξιακής υφής, περιπέτεια, αναπτυσσόμενη και εξελισσόμενη στο πολυδιάστατο πεδίο της μεταπολιτευτικής μας πεζογραφίας, είναι ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η εκβολή∙ η αβίαστη και με άκρα διακριτικότητα εκβολή μιας μακροχρόνια, με εμβρίθεια και συνέπεια ασκημένης επικαιρικής κριτικής στους σαφώς ηρεμότερους κόλπους της ιστορίας και της γραμματολογίας. Η εκβολή και, κυρίως, ο τρόπος με τον οποίο αφομοιώνεται από άλλα στοιχεία, υπαγόμενα σε σταθερότερες αρχές, αξίες και κριτήρια.
To αξιοθαύμαστο εν προκειμένω έγκειται στο πώς, o Χατζηβασιλείου, κατορθώνει, μέσω μιας, κατά γενική ομολογία, υπεύθυνης κριτικής επισκόπησης της πεζογραφίας μας από το 1974 ως τις μέρες μας, να οδηγηθεί και να καταλήξει στους κόλπους της ιστορίας και της γραμματολογίας, έχοντας οργανώσει επιτήδεια το υλικό του, απαντώντας καταφατικά στο, αμέσως ή εμμέσως πλην σαφώς, τιθέμενο από τον ίδιο ερώτημα, αν γίνεται και πώς να συντεθεί ένα γραμματολογικά δομημένο σώμα από την τρέχουσα-επικαιρική κριτική, και βιβλία που κρίθηκαν πριν από λίγα χρόνια να μπορούν, αίφνης, να αναχθούν σε μία υπέρτερη χρονική ενότητα. Κι ακόμα, πώς γίνεται ένας κριτικός να θέσει υπό αμφισβήτηση ή και να απεμπολήσει μακροχρόνιες βεβαιότητες, προκειμένου να ενσωματώσει παλαιότερες κρίσεις του σε μια καινούργια, διαφορετική και, οπωσδήποτε, συνθετότερη και απαιτητικότερη υπόθεση∙ κατηγοριοποιώντας περιστασιακά, αποσπασματικά κείμενα της επικαιρικής κριτικής κατά τις επιταγές των αυστηρών αρχών που διέπουν τη γραμματολογία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλ’ αυτά, εντέλει, επιτυγχάνονται, εξαιτίας της κατακτημένης και καλλιεργημένης, με τον καιρό, ικανότητας του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου να επιχειρεί και να οργανώνει επιτυχώς συσχετισμούς, συγκρίσεις και συνομαδώσεις έργων και προσώπων, επιστρατεύοντας την ενδιάθετη και οξυμένη, δια της αναγνώσεως, διαίσθησή του, με κυρίαρχο στόχο να απαλλάξει τα σχετικώς πρόσφατα έργα από την παροντικότητά τους, παραμένοντας σταθερός στο κέντρο μιας περίπλοκης και επίφοβης διαδικασίας εναλλαγής των αισθημάτων∙ λειτουργώντας στο πεδίο της αξιολόγησης ως κριτικός και στο πεδίο της γραμματολογίας ως γραμματολόγος. Ξεχωρίζοντας έργα και αναφερόμενος στις συνθήκες που συνέβαλαν στην όποια επιτυχία ή αποτυχία τους, επισημαίνοντας και υποδεικνύοντας στους σύγχρονους αλλά και στους αυριανούς μελετητές και αναγνώστες τα κοινωνικά, πολιτισμικά και αισθητικά λογοτεχνικά δεδομένα.
Η κίνηση του εκκρεμούς αποτελεί μία γραμματολογία εν εξελίξει∙ πρόκειται για μία ιδιότυπη, λόγω της πρωτοτυπίας της, γραμματολογία, που επιδιώκει να προσδώσει ιστορική προοπτική στο υλικό της, συνδυάζοντας τη δομή του αισθήματος και την αξιολογική βάση του καιρού της, απευθυνόμενη, κυρίως, σε κάποιον που έζησε ατομικές ή συλλογικές καταστάσεις όμοιες ή παρεμφερείς με αυτές που βίωσε ο κριτικός και εν προκειμένω γραμματολόγος Βαγγέλης Χατζηβασιλείου. Πρόκειται για μία γραμματολογία, για τη συγκρότηση της οποίας συνέπραξαν κατ’ ισομοιρία η υποκειμενικότητα του κριτικού και η αντικειμενικότητα του γραμματολόγου, προϊόν μιας, για πολλούς λόγους, ενδιαφέρουσας συνομιλίας της κριτικής με τη φιλολογία∙ μιας συνομιλίας για την απρόσκοπτη διεξαγωγή της οποίας χρειάστηκε να παραμεριστεί οικειοθελώς η ενδιάθετη τάση του κριτικού για συνεχείς αξιολογήσεις, προκειμένου να δοθεί προτεραιότητα στη διαδικασία της γραμματολογικής ένταξης μιας εντυπωσιακής πληθώρας έργων και της υπαγωγής τους στις επιταγές ενός κεντρικού ερμηνευτικού σχήματος.
Το στοιχείο, όμως, που προσδίδει στο Εκκρεμές μία επιπλέον διάσταση, που το καθιστά μάρτυρα των άλλοτε εσώστροφων και άλλοτε εξώστροφων προσπαθειών του συγγραφέα να συγκροτήσει, να συνδυάσει και να ερμηνεύσει τη συνύπαρξη ανόμοιων μεταξύ τους λογοτεχνικών γενεών, που οι εκπρόσωποί τους καταθέτουν διαφορετικές εκδοχές περίπου του ίδιου συλλογικού βιώματος, άλλοτε προφανώς προσδεδεμένοι με την πολιτική και την ιστορία και άλλοτε με εξατομικευμένο τον λογοτεχνικό τους προσανατολισμό∙ το στοιχείο, με άλλα λόγια, που μετατρέπει όλο αυτό το φιλόδοξο εγχείρημα σε ένα γοητευτικό, κάποιες στιγμές συναρπαστικό αφήγημα, είναι η αυτοβιογραφική του βάση. Το γεγονός, δηλαδή, ότι με τον φωτισμό επιμέρους πτυχών των προσεγγιζόμενων έργων της μεταπολιτευτικής μας πεζογραφίας αναδεικνύονται, με ποικίλη καθαρότητα, και εικόνες του κόσμου μέσα στον οποίο έζησε και διαμορφώθηκε και ο ίδιος ο συγγραφέας.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: