2/12/18

Ι. Β. Λένιν: μια αντιφατική αναβίωση

ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ

MERRIDALE CATHERINE, Ο Λένιν στο τρένο, μτφρ. Μιχάλης Λαλιώτης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 335

Παράξενο το ταξίδι ανάγνωσης αυτού του έργου. Στιγμές στιγμές σε πνίγουν οι αφάνταστες μικρολεπτομέρειες, οι παρατεταμένες προεκτάσεις στο ρόλο διαφόρων προσώπων, ενώ σε άλλες σελίδες σε συνεπαίρνει η υπόθεση, λες και διαβάζεις αστυνομικό μυθιστόρημα. Δεν είναι εύκολο εγχείρημα η αναβίωση που επιχειρεί η συγγραφέας, μετά εκατό χρόνια του ταξιδιού του Λένιν από την Ελβετία μέσα στο περίφημο, όχι και τόσο «σφραγισμένο» τραίνο, διαμέσου της εμπόλεμης Γερμανίας κι από εκεί στη Σουηδία, το πέρασμα με έλκηθρο στα βορεινά της Φιλανδίας, για να καταλήξει στην οργανωμένη πανηγυρική του άφιξη στον ομώνυμο σταθμό στην Αγία Πετρούπολη. Ταξίδι που ξανακάνει η συγγραφέας στα 2017, αναπλάθοντας συνθήκες, κλίμα κι ατμόσφαιρα ενός αιώνα πριν.
Μια ανάπλαση εντυπωσιακή, η οποία απλώνεται υποδειγματικά, όχι μόνο στις συνθήκες αυτού του ιδιότυπου ταξιδιού και τις διάφορες εκδοχές του, που καταγράφει με πλήθος πληροφοριών, αλλά και στην όλη εκείνη ταραγμένη περίοδο, με χάρτες της τότε Πετρούπολης, της ταξικής κατανομής του πληθυσμού, τις ελπίδες κι απογοητεύσεις που γέννησε ο επαναστατικός βρασμός και οι πολιτικές διεργασίες της άνοιξης και του καλοκαιριού του ’17, σε συνθήκες πολέμου και αφόρητης πείνας. Μια ανάπλαση φορτισμένη ανθρωποκεντρικά και προσωποκεντρικά, μα και μαγεμένη, θα υποστήριζα, από τις κατασκοπευτικές ιστορίες της περιόδου, τις διπλωματικές ίντριγκες και τα πρόσωπα που απετέλεσαν αυτόν τον εσμό, στα οποία αφιερώνει δυσανάλογα μεγάλο μέρος του βιβλίου.

Βαθιά γνώστης της Ιστορίας και της ρώσικης κοινωνίας η Merridale, σπούδασε άλλωστε την δεκαετία του 1980 στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, με ιδεολογικές θέσεις-απόψεις –δεν γίνεται άλλωστε διαφορετικά για τον όποιον μελετητή κοινωνικών φαινομένων– και δηκτική διάθεση ως αγγλίδα πανεπιστημιακός, η συγγραφέας επιχειρεί ταυτόχρονα αναγωγές/αναλογίες με το σήμερα.
Δυστυχώς όμως και στα δυο επίπεδα ο προσεκτικός αναγνώστης και γνώστης της ιστορίας, διακρίνει μια διάχυτη υποδόρια μονομέρεια, ατεκμηρίωτες αποφάνσεις, καθώς και κάποιες καίριες αποσιωπήσεις, ή υποβαθμίσεις, του ρόλου ιστορικών προσώπων. Χαρακτηριστική περίπτωση η εξαφάνιση του ρόλου του Τρότσκι στις επαναστατικές διεργασίες, αλλά και γεγονότων, κυρίως αυτής καθ’ εαυτής της Επανάστασης των Μπολσεβίκων του Οκτώβρη, που προφανώς δεν ήταν απλά ένα «πραξικόπημα» όπως την χαρακτηρίζει, χωρίς καμιά επιχειρηματολογία. Η μόνη αναφορά, όχι στα γεγονότα αλλά στα αποτελέσματα αυτού του παγκόσμιας σημασίας ιστορικού γεγονότος , λίγες μα ενδεικτικές γραμμές στην εισαγωγή της. Αντιγράφουμε :
«Το μεγαλύτερο κατόρθωμα του Λένιν ήταν ότι μετέτρεψε τις ιδέες που είχε σκιαγραφήσει ο Καρλ Μαρξ σαράντα χρόνια νωρίτερα σε ιδεολογία διακυβέρνησης. Δημιούργησε ένα σοβιετικό σύστημα το οποίο κυβέρνησε στο όνομα των εργαζομένων, επέβαλε αναδιανομή του πλούτου και προώθησε ριζικούς μετασχηματισμούς τόσο στην κουλτούρα όσο και στις κοινωνικές σχέσεις … έδωσε ελπίδα και αξιοπρέπεια σε πολλούς φτωχούς ανθρώπου της χώρας του, εν μέρει και μέσω της παραχώρησης ενός πρωτοφανούς βαθμού ισότητας στις γυναίκες. Το κόστος ήταν, μεταξύ άλλων, αμέτρητες ανθρώπινες ζωές, αρχίζοντας με τις δεκάδες χιλιάδες φόνους που έγιναν στη διάρκεια της ζωής του Λένιν. Το έγκλημα ορισμένων από αυτούς τους ανθρώπους δεν ήταν άλλο από το ότι είχαν στην κατοχή τους ένα ζευγάρι γυαλιά. Στις επτά δεκαετίες της ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης, ο αριθμός των αθώων της θυμάτων θα ανέρχονταν σε κάποια εκατομμύρια» ! (σελ. 5).
Παραθέσαμε αυτό το απόσπασμα ως ενδεικτικό της όλης γραφής: επιφανειακή αναφορά στα θετικά και αναλυτική στα αρνητικά. Αλήθεια, τίποτε άλλο δεν πρόσφερε στους κατοίκους της Ρωσίας και στην παγκόσμια ιστορία αυτή η «δικτατορία», παρά μόνο φόνους και μια πρωτοφανή… ισότητα στις γυναίκες ;
Δεν υποστηρίζουμε βέβαια ότι το καθεστώς δεν ήταν αυταρχικό και βαθιά αντιδημοκρατικό και γραφειοκρατικό, ιδιαίτερα στην περίοδο έξαρσης του σταλινισμού, φύτρα του οποίου υπήρχαν απ’ αρχής όμως, τόσο στον Λένιν όσο και στο Τρότσκι. Αλλά αυτό απαιτεί ανάλυση και όχι μηδενιστικές αποφάνσεις. Τα είχε επισημάνει άλλωστε όλα αυτά και στο πού θα οδηγούσαν, ήδη από τότε, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η ανάλυση της οποίας επιβεβαιώθηκε δυστυχώς από την ιστορία. Και δεν είναι τυχαίο ότι η μόνη αναφορά σ’ αυτήν, στις 335 σελίδες του βιβλίου, είναι μία στην σελίδα 61, όπου επισκεπτόμενη στη φυλακή τον Πάρβους σχολιάζει ότι… «ο χοντρός έχει χάσει βάρος», ενώ καταγράφεται μάλιστα και ως απλά… «αριστερή σοσιαλίστρια» (!).
Ακόμη και η σκιαγράφηση της προσωπικότητας του ίδιου του Λένιν (φράσεις του, χωρίς όμως βιβλιογραφικές αναφορές, προλογίζουν όλα τα κεφάλαια του βιβλίου, εκτός από την εισαγωγή όπου υπάρχει μια φράση της Κρούπσκαγια για την οποία οι πληροφορίες που μας δίνει ιδιωτικής μα και πολιτικής παρουσίας είναι πράγματι ενδιαφέρουσες) είναι αλληλοσυγκρουόμενες, μεταξύ θαυμασμού και απόρριψης, ενώ αυτό που απομένει στον αναγνώστη είναι ένας βίαιος, άφιλος πεισματάρης ηγέτης, ένας «κατά συρροήν δολοφόνος» (σελ. 286), που πνίγει τα όποια του συναισθήματα χάριν του τελικού του στόχου. Προφανώς κάθε προσωπικότητα έχει αντιφάσεις, αλλά η σκιαγράφησή της δεν μπορεί να γίνεται αποκλειστικά με αναφορές αντιπάλων ή ανθρώπων που δεν τον συμπαθούσαν και απριορισμούς. Χαρακτηριστικό και εδώ παράδειγμα τα λόγια που αποδίδει στον Λένιν ο Μαξίμ Γκόρκι: «Δεν γνωρίζω τίποτα λαμπρότερο από την Απασιονάτα. Θα ήθελα να την ακούω κάθε μέρα, αλλά δεν μπορώ να ακούω μουσική πολύ συχνά. Επηρεάζει τα νεύρα, σε κάνει να θέλεις να πεις όμορφα πράγματα, να χαϊδέψεις τους ανθρώπους στο κεφάλι… Κανέναν δεν πρέπει να χαϊδεύεις στο κεφάλι, μπορεί να σου δαγκώσει το χέρι. Να τους χτυπάς στο κεφάλι πρέπει, χωρίς κανένα έλεος» (σελ. 21).
Και αυτά όταν μάλιστα η ίδια διαπιστώνει στις σελίδες του τελευταίου κεφαλαίου ότι «το χάρισμα του Λένιν εξακολουθεί να μαγνητίζει πολλούς Ρώσους» (σελ. 289), και όχι μόνο, θα πρόσθετα, και αυτό το γεγονός προφανώς κάτι λέει. Γεγονός που την αναγκάζει να ομολογεί: «Παρότι νεκρός, αυτός ο Λένιν είναι μια παράξενη παρουσία στη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, που και η ίδια είναι κατασκεύασμα του οποίου η λιπαρή επένδυση συγκαλύπτει απροσμέτρητα βάθη σήψης»! (σελ. 288).
Με τέτοιες όμως απολυτότητες μειώνεται ένα τόσο ενδιαφέρον εγχείρημα,. Χάνεται η αναγκαία κριτική, αναστοχαστική, πολύπλευρη αντιμετώπιση του επιστήμονα, όσο καλογραμμένο κι αν είναι το βιβλίο του και άψογα μεταφρασμένο.

Μανώλης Μπαμπούσης, Χωρίς τίτλο, 2003, φωτογραφία, 165 x 219 εκ., ευγενική παραχώρηση του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα

Δεν υπάρχουν σχόλια: