11/11/18

Το ατομοκεντρικό πρόταγμα της ελευθερίας

Από τον πρόλογο του Στέφανου Ροζάνη στο βιβλίο του John Stuart Mill, Περί Ελευθερίας, μετάφραση Γιάννης Βογιατζής, εκδόσεις Ηριδανός, σειρά: Φιλοσόφων Έργα, σελ. 208

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ

Η πολιτικοηθική σκέψη και θεωρία του John Stuart Mill είναι αναμφισβήτητα ατομοκεντρική, υπό την έννοια ότι η ελευθερία, ως κεντρικό πρόταγμα της ανθρώπινης ύπαρξης, μόνον ως ελευθερία του ατόμου μπορεί να νοηθεί, και μάλιστα τότε και μόνον τότε όταν ακολουθείται στενά από το πνεύμα της ανεκτικότητας, το οποίο, κατά τον Mill, κατ’ ουσίαν υποστασιώνει και δομεί την ανθρώπινη υποκειμενικότητα. Μαθητής του Bentham, ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό την κοσμοθεωρία του δασκάλου του, χωρίς ωστόσο να προσκολληθεί υπέρμετρα σε αυτήν, και δεν είναι διόλου σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η γενικότερη αντίληψή του για τον άνθρωπο, και κυρίως για την ανθρώπινη ζωή και δράση, απομακρύνθηκε, κάποτε ριζοσπαστικά, από τις φιλοσοφικές αρχές του Bentham.
Όπως σημειώνει εύστοχα ο Isaiah Berlin, το δοκίμιο του Mill Περί Ελευθερίας «ξεπέρασε όλες τις προγενέστερες συνηγορίες υπέρ του ατομικισμού και της ανεκτικότητας» και «παραμένει σήμερα το κλασικό έργο υπεράσπισης της ατομικής ελευθερίας».[1] Ωστόσο, σημαντικότατο ρόλο στη διαμόρφωση των θέσεων του Mill περί της ατομοκεντρικότητας της ελευθερίας έπαιξε αναμφισβήτητα η επαφή του με δύο από τις πλέον εξέχουσες φυσιογνωμίες του αγγλικού Ρομαντισμού: τον Wordsworth και τον Coleridge. Στον Coleridge, ο Mill αφιέρωσε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενά του[2], το οποίο, αν διαβαστεί σωστά, μπορεί να μας ξεναγήσει στις δικές του ενοράσεις, ή τουλάχιστον να μας φανερώσει την καταγωγική περιοχή των ενοράσεων αυτών. Γράφει ο Mill για τον Coleridge: «Εκφράζει την εξέγερση του ανθρώπινου νου ενάντια στη φιλοσοφία του δεκάτου ογδόου αιώνα. Είναι οντολογικό, επειδή ήταν πειραματικό· συντηρητικό, επειδή ήταν καινοτόμο· θρησκευτικό, επειδή ένα μεγάλο μέρος του [εξέφραζε] την απιστία· συγκεκριμένο και ιστορικό, επειδή ήταν αφηρημένο και μεταφυσικό· ποιητικό, επειδή ήταν ρεαλιστικό και πεζολογικό».[3]

Παρ’ όλο που δεν θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τον Mill μεταξύ των ρομαντικών στοχαστών, εντούτοις το έργο του διακατέχεται από τις ρομαντικές αρχές τις οποίες με οξυδέρκεια και σαφήνεια αποδίδει στον Coleridge. Ο νεωτερικός φιλελευθερισμός, τον οποίο θεμελίωσε ο Mill κυρίως με το δοκίμιό του Περί Ελευθερίας, είναι επίσης οντολογικός, επειδή είναι πειραματικός και εμπειρικός, και είναι συντηρητικός, επειδή είναι καινοτόμος. Όμως, πάνω απ’ όλα, στο κέντρο του φιλελευθερισμού του Mill, όπως και στο κέντρο της ρομαντικής υποκειμενικότητας, τίθεται το άτομο, το πεπρωμένο του, οι επιλογές του, η πολλότητά του, η διαφορετικότητα και η πολυμορφία του. Μόνο το άτομο αποτελεί τον φορέα, αλλά και συγχρόνως τον αποδέκτη-ξενιστή της ελευθερίας, και μόνο η μοναδικότητα του ατόμου μπορεί να εγγυηθεί την ελευθερία και να την εγκαθιδρύσει ως το πρωτείο της ανθρώπινης δραστηριότητας και των δημιουργικών ενεργημάτων της.
Ο Berlin έχει επισημάνει εις βάθος την προθετικότητα του ατομοκεντρικού φιλελευθερισμού του Mill, εκθέτοντας, εν είδει βιογραφίας, το ορμητήριο της σκέψης του. «Τα πράγματα που αποστρεφόταν», γράφει ο Berlin, «ήταν η μικρόνοια, η ομοιομορφία, τα ολέθρια αποτελέσματα του διωγμού, η συντριβή του ατόμου υπό το βάρος της εξουσίας, του εθίμου και της κοινής γνώμης· εναντιώθηκε στη λατρεία της τάξης, της ευρυθμίας, ή ακόμη και της ειρήνης, όταν η επίτευξή τους προϋπέθετε την εξάλειψη της ποικιλότητας και της διαφορετικότητας των ανθρώπων που διακρίνονταν από αδάμαστο πάθος και πλούσια φαντασία».[4]
Η βαθιά πίστη του Mill στην ποικιλότητα και στη διαφορετικότητα των ανθρώπων τού υπαγορεύει την κριτική του στάση απέναντι στους στοχαστές που εδράζουν την ηθική τους φιλοσοφία πάνω στο φυσικό δίκαιο, όπως για παράδειγμα ο Locke και ο Rousseau. Ο Mill αναζητά ένα σταθερό κριτήριο το οποίο να αιτιολογεί τη θεμελιώδη ηθική διάκριση μεταξύ του καλού και του κακού. Και καθώς οι θιασώτες του φυσικού δικαίου στηρίζουν αυτή τη διάκριση στην πεποίθηση ότι αυτό το οποίο είναι σύμφωνο με τη φύση και τους νόμους της είναι πάντοτε το καλό, αντιτείνει την αντίληψή του, σύμφωνα με την οποία μια τέτοια πεποίθηση δεν μπορεί να είναι ασφαλής, καθόσον νοεί τη φύση ως κάτι εξωτερικό προς τον άνθρωπο, κάτι ανέγγιχτο από τον άνθρωπο, ο οποίος, με τη συμπεριφορά του, δεν είναι ικανός να επηρεάσει ούτε τη φύση ούτε τους φυσικούς νόμους. Κατά συνέπεια, συμπεραίνει ο Mill, οτιδήποτε πράττει ο άνθρωπος επηρεάζοντας τη φύση είναι κακό. Αλλά ένας τέτοιος συμπερασμός είναι καταφανώς λανθασμένος και συνεπώς δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ του καλού και του κακού. Και πάντως, η πολλότητα και η διαφορετικότητα των ανθρωπίνων συμπεριφορών επιφέρουν βαθύτατες μεταβολές στην ίδια τη φύση, δημιουργώντας τη φύση κατά το μέτρο των ενεργημάτων τους, κατά τρόπον ώστε η πίστη σε ένα υποτιθέμενο σταθερό και αναλλοίωτο φυσικό δίκαιο καταρρέει αυτομάτως, και μαζί της καταρρέει όλη η νεωτερική θεωρία του φυσικού δικαίου. Όπως αποφαίνεται ο James R. Flynn, «ο Mill κατέδειξε ότι τα κριτήρια που υποστηρίχθηκαν από το νεωτερικό φυσικό δίκαιο δεν είναι ισοδύναμα προς το ανθρώπινο κριτήριο του καλού».[5]...
Για τον Mill, η ατομική ελευθερία είναι η μοναδική οδός που οδηγεί ασφαλώς στην απόλαυση της ανθρώπινης ζωής, καθώς και στην προνομία της αυθορμησίας του ατόμου, η οποία είναι συστατικός όρος της απόλαυσης και κατά συνέπεια της ευτυχίας και της ευδαιμονίας του ανθρώπινου υποκειμένου, αλλά και της ανθρωπότητας εν γένει. Όπως αποφαίνεται, «η ανθρωπότητα, η οποία στο κάτω κάτω αποτελείται από μοναδικά ανθρώπινα όντα, απολαμβάνει τον μέγιστο βαθμό της ευτυχίας όταν ο καθένας επιδιώκει τους δικούς του σκοπούς, κάτω από τους κανόνες και τις συνθήκες που απαιτούνται προκειμένου για το μέγιστο καλό των υπολοίπων».[6] Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο ατομοκεντρισμός της ελευθερίας συγκροτείται μέσα στο πνεύμα ενός ριζοσπαστικού Διαφωτισμού. Αλλά θα πρέπει επίσης να τονισθεί ότι η έννοια της αυθορμησίας η οποία, κατά τον Mil, συνοδεύει πάντα την αξίωση της ατομικής ελευθερίας, έχει τις ρίζες της μέσα στη ρομαντική παράδοση, από την οποία ο Mill αντλεί σε μεγάλο βαθμό το ηθικοπολιτικό του υπόβαθρο.


[1]. Isaiah Berlin, Τέσσερα δοκίμια περί ελευθερίας, μτφρ. Γιάννης Παπαδημητρίου, εκδ. Scripta, Αθήνα 2001, σ. 335.
[2]. John Stuart Mill, On Bentham and Coleridge, Harper and Row, Νέα Υόρκη 1962, σ. 108.
[3]. Για μια ανάλυση αυτών των θέσεων του Mill, βλ. Στέφανος Ροζάνης, Δύο δοκίμια πολιτικής αισθητικής και ρομαντισμού, Εξάρχεια, Αθήνα 2016, σ. 40-46.
[4]. Isaiah Berlin, Τέσσερα δοκίμια περί ελευθερίας, ό.π., σ. 338.
[5]. James R. Flynn, Humanism and Ideology, Routledge, Λονδίνο 1973, σ. 97.
[6]. Όπως παρατίθεται στο Tony Davies, Humanism, Routledge, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 1997, σ. 39, όπου και σχετικές παρατηρήσεις του Davies.

Simon Pasieka, Mixture (δίπτυχο), 1998, λάδι σε καμβά, 160 x 138 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: