25/11/18

Οι Μακεδονίες των άλλων

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Νίκος Χουλιαράς, «Το αίνιγμα της Δευτέρας 17.6…», 1991, μελάνι, κολάζ, κηροπαστέλ και πενάκι σε χαρτί κολλημένο σε χαρτί, 19,3 x 26 εκ.



Από το βιβλίο του Σπύρου Καράβα, Οι Μακεδονίες των άλλων. Το μαχαίρι της Ιστορίας και οι νομοτέλειες της Γεωγραφίας, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα

ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΡΑΒΑ

Εδώ και τρεις δεκαετίες περίπου, η εμμονή στην άποψη ότι «η Μακεδονία είναι Ελλάδα» και ότι «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική», δημιουργεί εύλογα ερωτήματα σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς παρατηρητές. Πώς προέκυψε αυτή η πεποίθηση, την οποία δεν ασπάζεται κανένας άλλος λαός, γειτονικός ή μη, σύμμαχος ή αντίπαλος, καμία κυβέρνηση, ευρωπαϊκή ή υπερατλαντική, κανένας αλλόγλωσσος διανοούμενος, φίλα ή μη προσκείμενος στην Ελλάδα; Ακόμη και αν είμαστε έθνος «ανάδελφο», όπως υποστηρίζει το διδακτικό εγχειρίδιο Γεωγραφίας για τη Β´ Γυμνασίου του 2017, τούτο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι όλα τα έθνη του πλανήτη μάς επιβουλεύονται και απεργάζονται την καταστροφή μας.
Άλλωστε, σε μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινής γνώμης, εντός και εκτός συνόρων, υπάρχει διάχυτη και εμπεδωμένη η πεποίθηση περί της αδιάσπαστης ανά τους αιώνες ελληνικότητας της Μακεδονίας, γεγονός που προδίδει αναμφισβήτητα, πλάι στις υπόλοιπες υστερήσεις και αναχρονισμούς, την κεφαλαιώδη άγνοια γύρω από τη νεωτερικότητα του έθνους. Πάντως, παρακάμπτοντας το ζήτημα αυτό που δεν θα μας απασχολήσει εδώ, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι ο πολιτικός χάρτης που προέκυψε μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913 ως προς τη Μακεδονία παραμένει εν πολλοίς άγνωστος στο εγγράμματο ελληνικό κοινό. Θεωρείται ότι η Μακεδονία, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, περιήλθε ουσιαστικά στην ελληνική επικράτεια, και ως εκ τούτου, από το 1913 και εντεύθεν, ταυτίζεται με μία από τις διοικητικές περιφέρειες της Ελλάδας. Θεωρείται ότι αυτή είναι η «πραγματική», η «ιστορική», η «κανονική», η «καθαυτό» Μακεδονία. Κατά συνέπεια, η όποια άλλη είναι κίβδηλη και ανάξια λόγου. Τουτέστιν άλλη Μακεδονία πλην της ελληνικής δεν υφίσταται και ως εκ τούτου η μοναδικότητά της «ιστορικά» καθίσταται αναντίλεκτη.

Όπως εύστοχα επισημαίνουν οι Κωστής Καρπόζηλος και Δημήτρης Χριστόπουλος, η συγκεκριμένη συμπεριφορά «μπορεί απερίφραστα να χαρακτηριστεί διαστροφική». Το χειρότερο όμως είναι ότι η επιμονή περί μίας και ελληνικής Μακεδονίας «έχει μόνο μία συνδήλωση: ότι η Ελλάδα διεκδικεί την έκταση του γειτονικού κράτους, αλλά και ένα τμήμα της σύγχρονης Βουλγαρίας». Αυτό είναι που καταλαβαίνει ο οποιοσδήποτε νοήμων άνθρωπος ακούγοντας τα παραπάνω συνθήματα, και δικαιολογημένα μπορεί να συναγάγει την ύπαρξη ελληνικού ιμπεριαλιστικού σχεδίου ως προς τη Μακεδονία.
Επειδή το τμήμα αυτό της κοινής γνώμης και πλειοψηφικό εμφανίζεται να είναι και δεν υπακούει σε κριτήρια τοπικά, ταξικά, πολιτικά, ηλικιακά, έμφυλα κλπ., παρουσιάζει ενδιαφέρον να ιχνηλατηθεί το γνωστικό υπόστρωμα αυτής της εμπεδωμένης συλλογικής πεποίθησης. Θα αναζητήσουμε συναφείς μαρτυρίες στην ελληνόγλωσση ιστοριογραφία περί Μακεδονίας μεταξύ 1912 και 1992, και δεν θα μας απασχολήσει η ελληνικότητα ή μη της Μακεδονίας ανά τους αιώνες, έτσι όπως φιλοτεχνήθηκε από την ελληνική πνευματική ηγεσία της εποχής του ρωμαντισμού. Για το ζήτημα αυτό είχε όντως αποφανθεί η ελληνική ιστορική επιστήμη ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Εκλαϊκεύοντας τα πορίσματά της, ο Σπυρίδων Λάμπρος υποστήριζε, σε λόγο του το 1904, πως «υπάρχει χώρα μεγάλη ελληνική, ήτις συνδέεται αναποσπάστως προς την Ελλάδα δι’ αυτής της φύσεως, διά της ιστορίας, διά της φωνής των νεκρών και της βοής των ζώντων».
Στο δε διδακτικό εγχειρίδιο Γεωγραφίας, το οποίο είχε εγκριθεί για την τετραετία 1909-1913, του Δημήτριου Πατσόπουλου, που διετέλεσε επίσης καθηγητής Ιστορίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο, διαβάζουμε ότι η Μακεδονία, πέρα από το γεγονός ότι είναι χώρα Ελληνική βάσει της ιστορίας της, «[κατοικείται] και σήμερον έτι κατά το πλείστον υπό Ελλήνων γνησιωτάτων κατά τε την καταγωγήν και την γλώσσαν και το εθνικόν φρόνημα. Μόνον δε εν τη βορείω Μακεδονία υπερτερεί το Σλαυϊκόν στοιχείον, διότι το τμήμα τούτο της χώρας κατοικείται κατά το πλείστον υπό Βουλγάρων και Σέρβων». Ως Μακεδονία νοείται και εδώ η περιφέρεια που ορίζεται από τα όρη Σκάρδος, Ρίλα, Ροδόπη και τον ποταμό Νέστο, τα όρη Όλυμπος, Καμβούνια, Πίνδος, με τις λίμνες των Πρεσπών και της Οχρίδας συμπεριλαμβανόμενες.
Για να επιστρέψουμε στο αρχικό ερώτημα, πώς, δηλαδή, και πότε συγκροτήθηκε η πεποίθηση περί της μίας και αποκλειστικά ελληνικής Μακεδονίας, εύλογο είναι να υποθέσουμε ότι αυτή συνδέεται άρρηκτα με την «παιδεία» των Νεοελλήνων, έτσι όπως διαμορφώθηκε από τους Βαλκανικούς πολέμους και εξής, όταν η οθωμανοκρατούμενη από τον 14ο αιώνα Μακεδονία άλλαξε κυριάρχους με την τμημάτισή της μεταξύ Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας, κατά τη διατύπωση του τότε Υπουργού Οικονομικών Αλέξανδρου Διομήδη. Δίπλα σε αυτό το γεγονός, που χαιρετίστηκε δεόντως από σύμπαντα τον ελληνισμό, μια μεταγενέστερη εξέλιξη, όχι συνοριακή αλλά σχετική με το status της «Σερβικής Μακεδονίας», στάθηκε καθοριστική: η ανακήρυξη της τελευταίας, τρεις δεκαετίες αργότερα, τον Αύγουστο του 1944, σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας», για να ακολουθήσει η αναγνώρισή της και τυπικά τον Οκτώβριο του 1945 από την Εθνοσυνέλευση του Γιουγκοσλαβικού Κ.Κ. ως της έκτης Ομόσπονδης Δημοκρατίας της χώρας. Εξέλιξη καθοριστική, καθώς για πρώτη φορά μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση και την κατάλυση του αρχαίου Μακεδονικού βασιλείου, ο όρος Μακεδονία συνδέεται με μια κρατική υπόσταση, έστω και εντός κράτους ομοσπονδιακού.
Το ερώτημα, λοιπόν, που αναζητά απάντηση, είναι σε ποιο βαθμό και με ποιο τρόπο οι Νεοέλληνες έλαβαν γνώση, αρχικά στα σχολικά θρανία και εν συνεχεία από τη διαθέσιμη βιβλιογραφία, για τα δύο αυτά γεγονότα, που σήμερα ενοχλούν, αλλά η ιστορία με τρόπο αδήριτο μάς τα επέβαλε. Ή, με άλλα λόγια, πόσο «ανύπαρκτες» υπήρξαν αυτές οι «Μακεδονίες των άλλων» και, όπου έκαναν την εμφάνισή τους, ποιό περιεχόμενο –γεωγραφικό, ιστορικό, διοικητικό ή «φυλετικό»– τους αποδιδόταν.

Ο Σπύρος Καράβας διδάσκει Ιστορία στο Παν/μιο Αιγίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: