25/11/18

Από τη γραφή στα συναισθήματα

ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΡΙΖΑΚΗ

Νίκος Χουλιαράς, άτιτλο, 1968, κολάζ, κάψιμο, μολύβι και μαρκαδοράκι σε χαρτί, 34,5 x 51,5εκ.


ΔΗΜΗΤΡΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ, Στον τροπικό της γραφής: Οικογενειακοί δεσμοί και συναισθήματα στην αστική Ελλάδα, 1850-1930, Gutenberg, Αθήνα 2018, σελ. 294

Η συγγραφέας πραγματεύεται στο βιβλίο της τους συγγενικούς δεσμούς και την πολιτισμική τους συγκρότηση από τα μέσα του 19ου μέχρι και την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα, ανατέμνει το οικιακό ιδεώδες που τους συνέχει αλλά και τους ιεραρχεί, παρακολουθεί την ιστορική τους εξέλιξη και εντοπίζει τις συνέχειες και τις μετατοπίσεις τους. Το πρωτογενές υλικό της μελέτης απαρτίζεται από 1.800 περίπου επιστολές, χρονολογημένες ανάμεσα στις δεκαετίες του 1850 και του 1930, αποκείμενες σχεδόν στο σύνολό τους στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ). Πρόκειται για την ιδιωτική αλληλογραφία πέντε αστικών οικογενειών, εγκατεστημένων, τεσσάρων από αυτές στην Αθήνα και μιας στον Πειραιά, στο χρονικό εύρος τουλάχιστον δύο γενιών. Είκοσι επτά συντάκτες και είκοσι τέσσερις συντάκτριες διαφόρων ηλικιών αποτυπώνουν στην αλληλογραφία τους, με άνιση βέβαια συχνότητα και έκταση στην παραγωγή τους, εκτός από την ταξική τους συνάφεια, τον επικαθορισμό του φύλου τους: το γυναικείο οικόσιτο πρότυπο της συζύγου, μητέρας και οικοδέσποινας που έχει κατά πολύ μελετηθεί από την ιστοριογραφία των γυναικών και του φύλου και αντίστοιχα το ανδρικό οικιακό ιδεώδες του πατέρα, συζύγου και οικογενειάρχη που μένει περαιτέρω να ερευνηθεί. Συνεκτική αρχή της συγγένειας, δηλαδή της πατρότητας, της μητρότητας, της υιικότητας, των συζυγικών και αδερφικών σχέσεων είναι οι ποικίλες εκφορές της αγάπης, του ανθεκτικού αυτού πολιτισμικού ιδιώματος με εμφανή, λιγότερο ή περισσότερο εκεί, τη θεολογική επιρροή. Στο γύρισμα όμως του 19ου αιώνα, η συγγραφέας επισημαίνει μια διπλή σημαίνουσα μεταβολή που κρυσταλλώνεται τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και καθιστά τις σχέσεις τόσο μεταξύ των γονέων και των παιδιών όσο και μεταξύ των ερωτικών συντρόφων ή συζύγων αμεσότερες στην εξωτερίκευση των συναισθημάτων τους: αφενός, την ελαστικότερη άσκηση της πατρικής και της μητρικής εξουσίας και, αφετέρου, τις εκφράσεις της ενσώματης ερωτικής επιθυμίας.

Στο εκτενές επίμετρο του βιβλίου, επιγραφόμενο «Επιστολογραφία: μια άλλη αφήγηση του πραγματικού», η Δήμητρα Βασιλειάδου, με τη διττή αρχειακή και θεωρητική της σκευή, εξετάζει τις επιστολές, τους αποστολείς και τους παραλήπτες τους στη διαλογική διαδικασία της γραφής και της ανάγνωσης. Η γραπτή και εξ αποστάσεως συσχέτιση με τον άλλον, αλλιώς η υποκατάσταση της παρουσίας του συνιστά καταστατικό όρο του επιστολικού λόγου. Τόπος όπου συμπλέκονται ή και διίστανται, σύμφωνα με την κοινωνιολόγο Liz Stanley, «οι ζωές όπως τις ζούμε» και «οι ζωές όπως τις αφηγούμαστε», η επιστολογραφία νοείται εδώ ως αυθιστόρηση. Η συγγραφέας, συνοψίζοντας μια ευρεία συζήτηση, τόσο διεθνή όσο και εγχώρια, για να θυμηθούμε τη θεμελιώδη σχετική μελέτη του Παναγιώτη Μουλλά, καταθέτει προβληματισμούς και ερωτήματα για τα επιστολικά κείμενα, την υλική υπόστασή τους, τις παρακειμενικές ενδείξεις στο επιστολόχαρτο και τον συνοδευτικό φάκελο, τους κώδικες και τις συναφείς συμβάσεις που υπαγορεύουν τα πρότυπα παραδείγματα από τα επιστολάρια. Θαυμαστός είναι ο πλούτος των θεμάτων που αναλύονται και κυρίως συντίθενται από τη συγγραφέα για τα υποκείμενα του επιστολικού λόγου, τη νοητή αυτή συνέχεια των ανθρωπίνων σωμάτων με τα σώματα των επιστολών· κι ακόμη για τους εξωκειμενικούς κοινωνικούς τους συσχετισμούς που αντανακλώνται στην επιστολική γραφή και ταυτόχρονα χάρη σε αυτήν μετατοπίζονται. Κι ας σταθούμε σε ορισμένες παρατηρήσεις της Δήμητρας Βασιλειάδου για τις επιστολογράφους. Είναι εύλογη η αριθμητική υπεροχή των ανδρών στην ογκωδέσταστη παραγωγή των επιστολών αυτής της περιόδου, συνδεδεμένη κατά πολύ με τη δεσπόζουσα παρουσία τους στον δημόσιο χώρο και τις ποικίλες επαγγελματικές τους, κυρίως, εμπορικές δραστηριότητες. Και είναι ευεξήγητη η υποεκπροσώπηση των κοριτσιών στην οικογενειακή αλληλογραφία. Προσδεμένες, φαίνεται, περισσότερο από τους άρρενες ομηλίκους τους στην οικογενειακή εστία, δεν πληρούν με την απομάκρυνσή τους από αυτήν τη συνηθέστερα αναγκαία συνθήκη για τη σύνταξη μιας τέτοιας επιστολής. Από την άλλη, η ιδιωτική αλληλογραφία, για να μείνουμε στον 19ο αιώνα, φαίνεται ότι διευκόλυνε την άσκηση εκεί των γυναικών, σε αντίθεση, ή και ίσως ακριβώς γι’ αυτό, με τη γενικότερα δυσχερή σχέση τους με τη γραφή. Αλλά και τότε ίσως ακόμη υπό αίρεση, αφού, όπως σημειώνει η Δήμητρα Βασιλειάδου, η συντριπτική πλειονότητα των γυναικών ακολουθούν πιστότερα από τους άνδρες τους καλλιγραφικούς κανόνες, υποτάσσοντας ευπειθέστερα τον γραφικό τους χαρακτήρα στις κανονιστικές επιταγές των σχετικών εγχειριδίων. Παρόμοια, και οι μικροί επιστολογράφοι όφειλαν να συμμορφώνουν κατά τις ηλικιακές ιεραρχίες το γλωσσικό τους ύφος, κατ’ επέκταση και τη συμπεριφορά τους, ελέγχονταν μάλιστα κάποτε από τους πρεσβύτερούς τους για το δυσανάγνωστο του γραφικού τους χαρακτήρα, αλλά και για τα ολισθήματά τους στην ανορθογραφία.
Πολυπρισματικά κείμενα οι οικογενειακές επιστολές, μαρτυρούν, πέρα από την ειδολογική τους τυπολογία και τις υφολογικές ιδιοτυπίες των συντακτών τους, την κατασκευή και την ανακατασκευή των οικιακών υποκειμένων και των συγγενικών δεσμών. Στην προοπτική αυτή, το βιβλίο της Δήμητρας Βασιλειάδου συνιστά μεθοδολογική πρόταση ακριβώς για τη θεώρηση της επιστολογραφίας ως κοινωνικής και πολιτισμικής πρακτικής και την αξιοποίησή της στην ιστοριογραφική έρευνα.

Η Ειρήνη Ριζάκη είναι φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια: