23/9/18

Αναζητώντας τις ρίζες της Μεγάλης Ιδέας

Του Στάθη ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ

Λίζη Καλλιγά, Άτιτλο, 2014, από τη σειρά Ημερολόγιο κήπου, κάρβουνο και ακρυλικά σε χαρτί σακούλας μανάβικου, 66 x 55 εκ.



ΒΙΚΥ ΚΑΡΑΦΟΥΛΙΔΟΥ, «...της μεγάλης ταύτης ιδέας...». Όψεις της εθνικής ιδεολογίας 1770-1854, Πόλις, Αθήνα 2018, σελ. 416

Πριν από λίγο καιρό (Απρίλιος 2018) κυκλοφόρησε η δεύτερη κατά σειρά μονογραφία της Βίκυς Καραφουλίδου από τις εκδόσεις Πόλις. Η έκδοση επιγράφεται «...της μεγάλης ταύτης ιδέας...». Όψεις της εθνικής ιδεολογίας 1770-1854, δίνοντας αμέσως ένα σαφές στίγμα για το περιεχόμενό της. Σημειώνω εδώ ότι η πρώτη εκδεδομένη εργασία της Καραφουλίδου (επεξεργασμένη εκδοχή της διδακτορικής διατριβής της) αφορούσε τη μελέτη της ιστορίας των σοσιαλιστικών ιδεών και ρευμάτων και των πολλαπλών εννοιολογήσεων που έτυχαν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα (Η γλώσσα του σοσιαλισμού: ταξική προοπτική και εθνική ιδεολογία στον ελληνικό 19ο αιώνα, Βιβλιόραμα 2011).
Η νέα, τετρακοσίων και πλέον σελίδων, μελέτη της Καραφουλίδου, κινούμενη στο ίδιο πεδίο της ιστορία των ιδεών και αξιοποιώντας σε σημεία της το γνωστικό απόθεμα της συγγραφέως γύρω από τα ιδεολογικά ρεύματα του 18ου και 19ου αιώνα, έρχεται να αναθερμάνει το ερευνητικό ενδιαφέρον και να εμπλουτίσει την υφιστάμενη βιβλιογραφία γύρω από την εθνική ιδεολογία του ύστερου 18ου και 19ου αιώνα. Σε ένα πεδίο, δηλαδή, με χαμηλή «δημοφιλία», ιδιαίτερα κατά την τελευταία δεκαετία, μετά από μια ιδιαίτερα γόνιμη περίοδο (τέλη δεκαετίας 1980 έως μέσα 2000), όπου εκδόθηκαν μια σειρά από μελέτες υποδομής για το συγκεκριμένο αντικείμενο, με κορωνίδα αυτών το έργο της Έλλης Σκοπετέα, Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα, με μια φράση της οποίας, εν είδει αφιέρωσης, εκκινεί την αφήγησή της η Καραφουλίδου.
Το βιβλίο αρθρώνεται σε τρία μέρη, ακολουθώντας μια χρονολογική κατάταξη της περιόδου που μελετά, ως εξής: Προεπαναστατικοί χρόνοι (χρόνοι των Φώτων και του Αγώνα, κατά τον όρο που χρησιμοποιεί το βιβλίο), ελληνικό κράτος με ορόσημο το 1844 και την πρώτη δημόσια χρήση του όρου Μεγάλη Ιδέα από τον Ιωάννη Κωλέττη, ενώ κλείνει με ένα αυτοτελές κεφάλαιο για τον Κριμαϊκό Πόλεμο. Και στα τρία μέρη η συγγραφέας εκδιπλώνει αφηγηματικά και ερμηνευτικά νήματα που διατρέχουν ολόκληρο το βιβλίο, επιτρέποντας στον αναγνώστη, αφενός, να παρακολουθεί με συνέχεια το επιχείρημά της, αφετέρου, να επανασυνδέεται εύκολα με τα προηγούμενα σημεία της ανάλυσης. Έτσι, το κεντρικό ερμηνευτικό επιχείρημα καθίσταται σαφές και συνεκτικό, χωρίς παρά ταύτα να γίνεται μονοκόμματο ή άκαμπτο, αλλά αντιθέτως εκλεπτύνεται και χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη προσοχή και ακρίβεια. Μακριά από άστοχες γενικεύσεις, η συγγραφέας φωτίζει κάθε φορά τα ιδιαίτερα στοιχεία του ερευνητικού υποκειμένου της. 




Η βασική καινοτομία που εισφέρει το έργο είναι η μετατόπιση των χρονικών ορίων μελέτης της Μεγάλης Ιδέας προς τα πίσω ή, ακριβέστερα, η ανάδειξη των προπλασμάτων και των «σκόρπιων σπερμάτων» της Μεγάλης Ιδέας στους προεπαναστατικούς χρόνους. Η συγγραφέας με πολλαπλές αφορμές μάς υπενθυμίζει την καταστατική ευρυχωρία και τη διαχρονική ευπλαστότητα του ελληνικού εθνικισμού και συνεπώς της ελληνικής εθνικής ιδέας του 19ου αιώνα, χωρίς να την κατηγοριοποιεί ως ιδιότυπα ελληνικό φαινόμενο ή ως μια ακόμα ελληνική παθογένεια, παρά ως μια συνισταμένη του ευρωπαϊκού εθνικισμού του ύστερου 18ου και 19ου αιώνα, σε ένα πλαίσιο δηλαδή μιας τρέχουσας εθνογένεσης. 
Η Καραφουλίδου, συνομιλώντας με ευχέρεια με τη φιλολογία του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού, κατορθώνει να «ξεκλειδώσει» κυρίαρχα μοτίβα και κοινούς τόπους της εθνικής ιδεολογίας, αναδεικνύοντας έτσι τις πολλαπλές ευρωπαϊκές εισφορές σε αυτήν, αποδεικνύοντας ότι η τελευταία δεν αποτελεί αποκλειστικό προϊόν της ελληνικής λογιοσύνης. Ο «περιούσιος λαός» εντός της Βαλκανικής, ο «απόγονος της κλασικής αρχαιότητας», ο «μόνος ανυπότακτος λαός εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», ο «βάρβαρος μουσουλμάνος κατακτητής», ο «αγαθός κατώτερος κλήρος» είναι κάποια από τα κυρίαρχα μοτίβα αυτής της εν γενέσει εθνικής ιδεολογίας, έτσι όπως τα αποκρυστάλλωσε η φιλελληνική φιλολογία κατά τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης. 
Αυτά τα στοιχεία, σύμφωνα με το βιβλίο λειτούργησαν ως παρακαταθήκη, ως πρώτη ύλη για μια νέα ανασημασιοδότηση και μετάπλαση από τους λογίους του Γένους κατά την ίδια περίοδο. Εδώ τα δύο κυρίαρχα μοτίβα, φυσικά με διακυμάνσεις, διαφορετικούς φωτισμούς και αποχρώσεις, καθώς και κατά συνθήκη αποσιωπήσεις, επικεντρώθηκαν στην Αρχαιότητα και στο Σταυρό και μάλιστα όχι στην Ορθόδοξη εκδοχή του, αλλά σε μια αποκαθαρμένη από τις εσωτερικές αντιθέσεις και το σχίσμα των δύο δογμάτων αναπαράστασή του, στο Σταυρό ως σύμβολο ενός αόριστα οικουμενικού μηνύματος χριστιανικού ανθρωπισμού και κυρίως ως κατεξοχήν σύμβολο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η συγγραφέας, όπως και στην περίπτωση της φιλελληνικής φιλολογίας, εξετάζει ένα σημαντικό απόθεμα κειμένων, από τον Κοραή και τον Ανώνυμο Έλληνα της Ελληνικής Νομαρχίας έως τον Γρηγόριο Ζαλίκογλου, ενώ παραθέτει χαρακτηριστικά -σε λίγες περιπτώσεις ίσως αρκετά εκτενή- αποσπάσματα από τα έργα αυτά. 
Και εδώ, η συγγραφέας εύστοχα υπογραμμίζει ότι η ιδεολογία των προεπαναστατικών χρόνων παράγεται και πλάθεται με έναν απώτερο σκοπό και όχι εν κενώ, συνεπώς ότι και οι παραγωγοί της ενίοτε λειτουργούν κυρίως ως υπερασπιστές του λόγου τους και ως πατριώτες και λιγότερο ως ακαδημαϊκοί διανοητές. Στην ίδια κατεύθυνση, επισημαίνει επίσης ότι αυτός ο λόγος περί έθνους σφυρηλατείται ως ένα οικοδόμημα ειδικού χαρακτήρα, ιδανικά με ημερομηνία λήξης, συνεπώς όφειλε εξαρχής να διαθέτει την ευελιξία να λειτουργεί απελευθερωτικά και όχι δεσμευτικά για τις μετέπειτα φάσεις του ανεξάρτητου πια ελληνικού κράτους. Η ελληνική προεπαναστατική λογιοσύνη, έχοντας ως ορίζοντα το «μετά» του ελληνικού έθνους, μπορούσε να είναι εξίσου δεκτική στην προοπτική ενός μικρότερου κράτους, νοούμενου ως το αναγκαίο προστάδιο της μεγάλης ελληνικής αυτοκρατορίας. 
Στα χρόνια της Επανάστασης και στο νεοσύστατο πια ελληνικό κράτος, η συγγραφέας παρακολουθεί την εξέλιξη και τους μετασχηματισμούς της εθνικής ιδεολογίας όπως αποτυπώθηκαν μέσα στα συνταγματικά κείμενα, αλλά και σε επιλεγμένα άλλα έργα. Η μελέτη της εδώ εκτείνεται έως την επίσημη διατύπωση της Μεγάλης Ιδέας από τον Ιωάννη Κωλέττη και την ανάδειξή της σε επίσημο πολιτικό σχέδιο. Μέσα και πάλι από μια ενδελεχή και προσεκτική προσέγγιση των πηγών της, δεν καταφεύγει σε εύκολες κρίσεις, ενώ ανατρέπει την ισορροπία του πολλαπλώς επαναλαμβανόμενου διπόλου Διαφωτισμός ή Ρομαντισμός σε σχέση με τα ιδεολογικά φορτία των λόγιων κειμένων της εποχής, αναδεικνύοντας μάλλον τη συμβίωση και των δύο, αλλά και τις επιβιώσεις παλαιότερων αντιλήψεων σε νεότερα αιτήματα και διεκδικήσεις. Έτσι, τα φιλελεύθερα προεπαναστατικά προτάγματα δεν είναι τελικά και τόσο ασύμβατα με τις ρομαντικές εκδηλώσεις της εθνικής ιδεολογίας στις κρίσιμες δεκαετίες του 1840 και ιδίως του 1850. 
Τον συλλογισμό αυτό, την απόρριψη δηλαδή των στεγανών και των σαφών χρονικών τομών στην ιδεολογική παραγωγή της εγχώριας λογιοσύνης, προεκτείνει και στο τρίτο μέρος της εργασίας της, όπου εξετάζει την πιο επιθετική φάση της Μεγάλης Ιδέας: τον Κριμαϊκό Πόλεμο. Εκεί η συγγραφέας μελετά και παρουσιάζει μια σειρά από σχέδια με κεντρικό επίδικο την ανασύσταση της ελληνικής αυτοκρατορίας. Από τα πιο γνωστά των αδελφών Αλέξανδρου και Παναγιώτη Σούτσου, στον «δυισμό» του Μάρκου Ρενιέρη και τον «ρομαντικό λαϊκισμό» του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου, αλλά και σε λιγότερο γνωστά, όπως αυτό της «από τα μέσα» ανασύστασης της ελληνικής αυτοκρατορίας του Κωνσταντίνου Δόσιου. Η συγγραφέας έτσι, υποδειγματικά, αναδεικνύει ποικίλες εκδοχές ενός πληθυντικού μεγαλοϊδεατικού λόγου, που σε κάθε περίπτωση είναι μονοσήμαντα αυτοκρατορικός. 
Και στο σημείο αυτό η συγγραφέας αναδεικνύει τη συνύπαρξη στοιχείων των δύο κυρίαρχων ιδεολογικών ρευμάτων στα σχέδια αυτά. Ίσως ωστόσο καταλήγοντας, κατά τη γνώμη μου, σε μια αρκετά αμβλυμένη εκδοχή της «αυτοκρατορικής» ρητορικής του Παναγιώτη Σούτσου κατά τις παραμονές του Κριμαϊκού Πολέμου. Νομίζω ιδίως από τη μελέτη του Αιώνα -την οποία ορθώς έχει συμπεριλάβει στο κείμενό της η συγγραφέας- προκύπτει ότι ο Π. Σούτσος πολύ λιγότερο διαπνέεται από τα φιλελεύθερα προτάγματα του 1821 και πολύ περισσότερο εμπνέεται από τη χρησμολογική παράδοση του ξανθού γένους και τα «στρογγυλά» 400 χρόνια που συμπληρώνονταν το 1853, προσχωρώντας μάλλον οριστικά στο ρομαντικό «στρατόπεδο» (βλ. ενδεικτικά τα άρθρα «Φιλολογία», 27/5/1853, «Η Εικοστή Εννάτη Μαΐου», 29/5/1853 και «Η Δύσις της Τουρκικής Αυτοκρατορίας και η Ανατολή της Ελληνικής», 28/7/1853, καθώς και τις αλλεπάλληλες αναφορές του ίδιου στον τελευταίο των Παλαιολόγων). 
Συνοψίζοντας, μακράν των εύκολων αποφάνσεων, η μονογραφία της Βίκυς Καραφουλίδου, μέσα από μια εμβριθή και ισορροπημένη συνομιλία με τα κείμενα, τόσο ελληνικά όσο και ξενόγλωσσα, αναδεικνύει διαφορετικούς χρωματισμούς, την αξιοποίηση παλαιών «τόπων» και το σχεδίασμα νέων, το διαρκές πλάσιμο, το κατ’ επιλογήν γυάλισμα και το ξεθώριασμα των συστατικών της Μεγάλης Ιδέας, είτε ως επίσημης κρατικής ιδεολογίας είτε ως προπλασμάτων αυτής, υπερβαίνοντας εντέλει παλαιότερες θεωρήσεις που μιλούσαν μονομερώς για ελληνικές (και μάλιστα επαρχιώτικες) παλινωδίες, αμιγώς ελληνικές παθογένειες του εθνικισμού, αναδεικνύοντας έτσι και τις ευρωπαϊκές ρίζες και συνομιλίες των φαινομένων. 

* Ο Στ. Παυλόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτορας Νεότερης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: