9/9/18

Αρχείο οικογένειας Γαρίδη

ΤΗΣ ΠΟΛΥΣ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ

Ευτυχης Πατσουράκης, Σαρκοφάγος #1, 2018, 60 x 77 εκ., χρώμα σε ζελατίνα εύρημα άλμπουμ φωτογραφιών




ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΓΑΡΙΔΗ, Τα ερμάρια του χρόνου, Εκδόσεις Αρχείο, σελ. 298

All time is unredeemable
T. S. Eliot

Τα «χρονοντούλαπα» της ιστορίας είναι μια έκφραση που οι άνθρωποι της αριστεράς χρησιμοποιούν απαξιωτικά συνήθως για την μοναδική και τελεσίδικη καταγωγή νίκης κατά του εχθρού. Η λήθη, ο τελικός κριτής. Ο καπιταλισμός που θα μπει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. «Τα εφηβικά όνειρα. Άστα μην τα θυμάσαι. Μπήκαν στα χρονοντούλαπα»: από την επιστολή της 15/10/1954 του Μίλτου Γαρίδη, πατέρα της Αγγελικής, προς την αδελφή του Ελένη Γαρίδη, εκείνος στις φυλακές της Κέρκυρας, εκείνη στον Άη Στράτη.
Η απόλυτη αποδοχή της ήττας, του νεαρού κρατούμενου που εκτίει ποινή είκοσι ετών ήδη από το 1948, τυχερός που δεν έχει εκτελεστεί, προς την αδελφή του που κρατείται τόσα χρόνια χωρίς να της έχει απαγγελθεί κατηγορία και χωρίς δίκη, επειδή ήταν γνωστό ότι ανήκε στην Αριστερά και συμμετείχε στην Αντίσταση. Η Ελένη Γαρίδη, η θεία της Αγγελικής, ήταν μετά την απελευθέρωση υποψήφια βουλευτής της ΕΔΑ και κρατούσε τη στήλη της αρχαιολογίας στην Αυγή για χρόνια, και ήταν από εκείνους που είχαν συλληφθεί από τους πρώτους και συγκεντρώθηκαν στον Ιππόδρομο, πάλι στο δρόμο για τις φυλακές και τα ξερονήσια.
Τα «χρονοντούλαπα» δίνουν τον ποιητικό τίτλο “les armoires du temps” στο βιβλίο της Αγγελικής που βγαίνει στα Γαλλικά το 2016 από τις εκδόσεις Pétra. Τα ερμάρια του χρόνου ανοίγουν, ανασύρεται ό,τι ήταν καταχωνιασμένο, η μνήμη ανασυντίθεται, το αρχείο – η κοινοτυπία των επιστολών των κρατουμένων δεν μπορεί να καλύψει ωστόσο το βιωμένο τους συναίσθημα, το πάθος, τη δίψα για ρυθμό, για ανθρωπινότητα για μόρφωση.

Το αρχείο του Μίλτου Γαρίδη, του πατέρα της Αγγελικής, και της θείας της, αλλά και το οικογενειακό αρχείο από την πλευρά της ρουμανικής καταγωγής μητέρας της, ανοίγουν και οι παράλληλες αφηγήσεις, το ημερολόγιο-λεύκωμα της ρουμάνας γιαγιάς που εκπατρίζεται γύρω στα 1920 στο Παρίσι, αλλά και ιστορίες τραχιές, από την παιδική ηλικία στο χωριό Πέτσκα στη Ρουμανία –το ποτάμι– ο γαμπρός ο παπουτσής που θα τη σώσει από το ξύλο του πατέρα, ιστορίες της Κεντρικής Ευρώπης, της Αυστοουγγαρίας, του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, με το εμβατήριο Ραντέσκυ να ηχεί τόσο κοντά, η Αγγελική Γαρίδη έχει προγόνους που υπηρέτησαν στο στρατό του Κάιζερ, έχει όμως και γαιοκτήμονες ρουμάνους προπαππούδες. Ο πατέρας της, ο γλύπτης Μίλτος Γαρίδης, εργάστηκε πολύ αργότερα ως ερευνητής στο CNRS μέχρι το 1998, οπότε εξελέγη καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Από την καρδιά της Ευρώπης οι ρίζες της Αγγελικής, συνδέονται με την μεγάλη ιστορία, το κίνημα της αντίστασης, οι ρουμάνοι παππούδες γίνονται μέλη του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και το παπουτσίδικο γιάφκα για τους σκοπούς της αντίστασης κατά των Γερμανών. Από την άλλη πλευρά, ο έλληνας παππούς, δικηγόρος με καταγωγή από την Μάνη, με κάποιον πρόγονο που σκοτώθηκε στην Επανάσταση του ’21 και άλλον ακόμα που έχασε τη ζωή του στους Βαλκανικούς πολέμους, παντρεμένος με την Αγγελική, νεαρή αστή από την Αθήνα που αργότερα θα ασχοληθεί με τη θεοσοφία, ο ίδιος βεβαίως θα γίνει φρα-μασόνος, ένας από τα ενενήντα μέλη των στοών στην Αθήνα. Πώς τώρα τα τέσσερα από τα έξι παιδιά τους –μα αυτή είναι η ιστορία της Ελλάδας– θα συνδέσουν τις τύχες και τις ζωές τους με την Εθνική αντίσταση, το ΕΑΜ και ο κομμουνιστικό κόμμα, τροφή στη μηχανή της ιστορίας. Μαρτυρικές ζωές, στην κυριολεξία, που έζησαν φυλακίσεις, εκτοπίσεις, βασανιστήρια και παρά λίγο την θανατική ποινή. Αυτό το τελευταίο παρά τρίχα, μια και οι κατηγορίες κατασκευάζονταν με ψευδομάρτυρες και αστυνομικούς που κυνηγούσαν μια προαγωγή – τόσοι άλλοι στη θέση τους οδηγήθηκαν στο απόσπασμα. Μαρτυρίες για τέτοιες περιπτώσεις περιέχει πλήθος το βιβλίο της Αγγελικής.
Μαρτυρία, ανάμνηση, προσωπική αφήγηση, προσωπικό βίωμα. Οι ιστορίες της οικογένειας είναι χαραγμένες στη μνήμη της πρωταγωνίστριας, της ηρωίδας par excellence, της Αγγελικής Γαρίδη. Στιγμές της παιδικής ηλικίας, αντικείμενα, αφηγήσεις, παραφθορές, συνθέτουν μια μοναδική διαδικασία ανασύστασης. Με την γνώση του ερευνητή, που ψάχνει μια μια τις επιστολές και διασταυρώνει με τα επίσημα έγγραφα, δεν συμπίπτουν πάντα αυτά που είναι δεδομένα από τις αφηγήσεις με αυτά που γράφονται ή αποσιωπώνται στα κείμενα. Οι επιστολές, περιορισμένες σε έκταση, δέκα αράδες, λογοκριμένες, με διαγραφές, με σκόπιμες κοινοτοπίες ή ανώδυνα οικογενειακά νέα για να περάσουν το σκόπελο της λογοκρισίας. Και όπως οι κώδικες στα μηνύματα, επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά την ίδια –ίσως άχρηστη– πληροφορία, μια και δεν υπάρχει επαλήθευση ότι το προηγούμενο γράμμα έχει φτάσει, για να βεβαιωθεί ο αποστολέας ότι κάπου κάποτε θα φτάσει η πληροφορία του. Ένα ψυχικό υλικό μοναδικό: το προνόμιο των νικημένων να υπάρχει το αρχείο των παθών τους.
Η συγγραφέας διατηρεί τις σκιές, τις ρωγμές, τις αντιφάσεις, αμφισβητεί κάποτε και τις δικές της αναμνήσεις, αφηγείται ό,τι θυμάται από τα πρόσωπα και τα κλαδιά της οικογένειας, σχολιάζει σπάνιες φωτογραφίες – ξεχωρίζω το νεκρικό πορτρέτο του προππάπου από την Μάνη με τα επιζωγραφισμένα ανοιχτά μάτια, τα σημειωματάρια της φυλακής με τα κινέζικα ιδεογράμματα, τα υπέροχα μπούστα κρατουμένων της Βίργως Βασιλείου, της ζωγράφου και εξαδέλφης του πατέρα της, που η διεύθυνση των φυλακών με σφραγίδα της τα αναγνώριζε σε φωτογραφίες ταυτότητες.
Ξεχωρίζω την δική της προσωπική εμπλοκή με την ιστορία του θανάτου του Άρη Αλεξάνδρου – ο Αλεξάνδρου και η Καίτη Δρόσου ήταν φίλοι των γονιών της στο Παρίσι και στο σπίτι τους κατέφυγε έντρομη η Καίτη Δρόσου. Η Αγγελική θυμάται, όταν ο Αλεξάνδρου μπήκε με την καρδιά του στο νοσοκομείο. Ξεχωρίζω τις επιστολές του Φώτη Αγγουλέ, τη μαρτυρία για τις πνευματιστικές συγκεντρώσεις της θείας Σούλας.
Μια επαναπροσέγγιση εκείνης της εποχής, σωτήρια για τον σημερινό αναγνώστη. Επειδή το βιβλίο γράφεται με μια ανεπαίσθητη μα απαραίτητη απόσταση. Όχι του χρόνου ή της συναισθηματικής εμπλοκής. Αυτό δεν την απασχολεί την Αγγελική. Θεωρεί ότι δεν μπορεί να είναι αντικειμενική. Η απόσταση της γλώσσας, οι εκφράσεις της ξένης γλώσσας, αυτή η τροχοπέδη που τα κάνει όλα να αποκλίνουν, ξανακαινουργιώνουν τα αισθήματα και επιτρέπουν στον αναγνώστη να συγκινηθεί και να δακρύσει, χωρίς να κατεβάσει τον πήχυ της αναγνωστικής απόλαυσης, της απαίτησης για ένα κείμενο μοναδικό.

Η Πόλυ Χατζημανωλάκη είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: