ΤΗΣ ΑΝΘΟΥΛΑΣ
ΔΑΝΙΗΛ
ΑΛΕΞΗΣ
ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ, Ελαφρά ελληνικά τραγούδια,
εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 328
Γιατί τα τραβήξαμε αυτά;
Γι’ αυτήνη την πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δε βρίσκομε από κανέναν. Όλο δόλο
και απάτη
(Στρατηγός Μακρυγιάννης)
Αν και ο τίτλος είναι ελαφρύς, λόγω του είδους των τραγουδιών βεβαίως,
το περιεχόμενο, για να κάνει την αντίστιξη, είναι βαρύ. Κάθε κεφάλαιο αρχίζει
με ένα μότο, στίχους από ένα ελαφρό ελληνικό τραγούδι, καμιά φορά και λαϊκό και
άρια όπερας, σαν προεισαγωγικό άλμα στη συμφορά, στην ιδιοτέλεια, στην πολιτική
ίντριγκα που θα αναλυθεί στο κείμενο. Τη δύσκολη τριετία 1950-1953, ο Αλέξης
Πανσέληνος ανατομεί. Την μεταπολεμική, μετεμφυλιακή, κομμουνιστοφοβική,
οικονομικά μίζερη, με τους νικητές να αλαλάζουν και τους ηττημένους να
καταπίνουν φαρμάκι. Νικητές οι φασίστες, οι συνεργάτες των Γερμανών, οι
ταγματασφαλίτες, οι μαυραγορίτες, οι κουκουλοφόροι, αυτοί που σήκωναν το
δάχτυλο κι έδειχναν «κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων», όπως
λέει ο Ελύτης... Νικημένοι οι κομμουνιστές. Θύματα είναι μόνο αυτοί που
σκοτώθηκαν από κομμουνιστές. Οι άλλοι «κομμουνιστοσυμμορίτες»· τους αρπάζουν
από τα σπίτια τους και τους εκτελούν σ’ ένα χαντάκι, χωρίς διαδικασίες, κρυφά
τις νύχτες. Οι πρώτοι μετά τα φριχτά γεγονότα μπορούν, ανάλογα με την κοινωνική
τους τάξη, να τακτοποιηθούν σε υψηλά αξιώματα και θέσεις στο δημόσιο. Οι
χαμηλότερης κοινωνικής προέλευσης μπορούν να διοριστούν αστυφύλακες και
χωροφύλακες.
Οι άλλοι δεν μπορούν να
διοριστούν, δεν μπορούν να δουλέψουν πουθενά, δεν μπορούν να σπουδάσουν, να πάρουν
διαβατήριο, ούτε άδεια οδήγησης. Το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων θα
είναι το πρώτο προσκομίσιμο στοιχείο για όποια δουλειά, για πολλά χρόνια. Ο
περιπτεράς, ο θυρωρός της πολυκατοικίας, ο εργάτης σε εργοστάσιο πρέπει να
καρφώνει τον συνάδελφο, αλλιώς χάνει τη δουλειά του. Έτσι οι κομμουνιστές και
τα παιδιά τους «και τα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους», όπως λέει ο
Μανόλης Αναγνωστάκης, δεν μπορούν ούτε να μείνουν ούτε να φύγουν. Υπάρχουν κι
εκείνοι που δεν μπλέχτηκαν πουθενά, αλλά κι αυτό δεν είναι υπέρ τους. Σαν τους
Σπαρτιάτες προς τους Πλαταιείς: ή με μας ή με τους άλλους. Μέση δεν υπάρχει.
Ο Αλέξης Πανσέληνος γράφει ένα πικρό βιβλίο. Μιλάει για την Αθήνα
απέξω κι από μέσα, την ποικιλία των αρχιτεκτονικών κατασκευών της, τις
γειτονιές της, την κοινωνική ποικιλία της, τα ανομολόγητα μυστικά που κρύβει
κάθε σπίτι, τα δημόσια και ιδιωτικά αμαρτήματα, τις ιδιοτέλειες.
Αρχικά δύο οικογένειες· η μία αστική κατοικεί στο κέντρο και έχει όλα
τα καλά του κόσμου, τα παιδιά πάνε σε καλό σχολείο και μαθαίνουν ξένες γλώσσες,
διαβάζουν γαλλική λογοτεχνία και μοντέρνα περιοδικά. Η άλλη μένει στην
Καλλιθέα, φαινομενικά πιο ταπεινή, αλλά και αυτή δεν πείνασε στην Κατοχή,
απόδειξη η προκλητικά χοντρή γιαγιά. Ο πατέρας παίρνει σύνταξη ανάπηρου πολέμου
«χάρη στις ψευδείς βεβαιώσεις» που του προμήθευσε ο αρμόδιος υπάλληλος, επειδή
κι εκείνος τον προμήθευε στην Κατοχή αγαθά δυσεύρετα. Ούτε πολέμησε ούτε
τραυματίστηκε, μαυραγορίτης ήταν μόνο. Μέσα από αυτές τις οικογένειες και τον
περίγυρό τους, ο συγγραφέας θα υφάνει όλο το κοινωνικό δίχτυ της εποχής, την
πολιτική ίντριγκα, τη διαμόρφωση ενός πολίτη που δεν έχει σαφή χαρακτηριστικά,
αλλά χαμαιλεοντίζοντας μεταπλάθεται και μεταλλάσσεται σε είδος που το μόνο
ενδιαφέρον του είναι η όσο το δυνατόν πιο καλή ζωή, αδιαφορώντας για ιδέες,
δικαιοσύνη, αξιοκρατία και αξιοπρέπεια.
Ο δεξιός καταδίδει τον κομμουνιστή, τον συλλαμβάνουν και τον
εξαφανίζουν. Ο καταδώσας βγάζει σύνταξη στη χήρα και την έχει ερωμένη. Ευεργετεί
και ασελγεί με το αζημίωτο και την ευγνωμοσύνη της. Τα αφεντικά -πατέρας και
γιος- επισκέπτονται ανελλιπώς τις υπηρέτριες στο δωματιάκι τους, όπως προκύπτει
από τις συζητήσεις μεταξύ υπηρετριών. Οι έχοντες τα μέσα, μπορούν να αποφύγουν
να στείλουν τα παιδιά τους στην Κορέα. Και τα μέσα υπάρχουν, αρκεί να έχεις το
κατάλληλο πρόσωπο στο κατάλληλο γραφείο. Πέρα από τα πολιτικά μέσα, μέσο είναι
και οι ερωτικές σχέσεις για τη διεκπεραίωση κάθε υπόθεσης. Πουθενά ο έρωτας δεν
είναι συνέπεια αληθινής αγάπης. Το σώμα μιας όμορφης κοπέλας είναι πάντα
εργαλείο για να επιτύχει κάτι, να βρει θέση, να εισπράττει μισθό, να βολευτεί.
Έτσι όλα τα επίπεδα στην κοινωνική διαστρωμάτωση, από το υπόγειο στο
ισόγειο και μέχρι το ρετιρέ, έχουν ρόλο στο μόρφωμα του μετεμφυλιακού
Νεοέλληνα. Οι ιστορίες, κάθε μία και διαφορετική, αλλά όλες πίσω από την
επιφάνεια επικοινωνούν. Τα πραγματολογικά στοιχεία της αφήγησης –ονόματα
πολιτικών προσώπων, ζαχαροπλαστείων, καταστημάτων και υπηρεσιών– στηρίζουν την
αλήθεια πίσω από τη μυθοπλασία. Ωστόσο μερικά ονόματα και συμπεριφορές είναι
εξόφθαλμες. Ο τρελός που γράφει ποιήματα στη Χαλκίδα, δεν μπορεί παρά να είναι
ο Γιάννης Σκαρίμπας. Η Εταιρεία Λογοτεχνών και τα βραβεία, ένας άλλος καημός.
Σαν όαση μοιάζει το α-πολιτικό ειδύλλιο του αριστερού ζωγράφου με την
Δάφνη, κόρη μεγαλοαστικής τάξης, των οποίων ο έρωτας διεσώθη σε ένα πίνακα που
ο πρώτος ορκίστηκε ότι ποτέ δεν θα πουλήσει, κρατώντας επτασφράγιστο μυστικό
τον έρωτά τους. Αλλά ο μεγαλοτραπεζίτης πατήρ θα του προσφέρει τέτοιο ποσό που
ο κακομοίρης ο ζωγράφος δεν μπορεί να αρνηθεί. Άλλωστε, σκέφτηκε, όποια ώρα
ήθελε ο τραπεζίτης μπορούσε να διαλύσει το ειδύλλιο. Το νόστιμον είναι ότι η
ίδια η κόρη είχε ενημερώσει τον πατέρα της. Αγοράζοντας τον πίνακα, ο εραστής
δεν έχει αποδείξεις για ό,τι πολυτιμότερον απόλαυσε στον καναπέ του ατελιέ του.
Με το χρήμα όλα αγοράζονται. Έρωτες, αξιοπρέπειες, σιωπή. To μότο Donne, ô matière, L’oubli de l’Idéal cruel
από τον Μαλαρμέ κρατάει τη στάθμη ψηλά στις προσδοκίες μιας αστής που θέλει να
αλητέψει και να γνωρίσει το «άλλο», αλλά και να μην το μάθει κανείς,
γνωρίζοντας στο βάθος ότι όλα έχουν μια τιμή. Όσο για τον ιδεολόγο που τόλμησε
να κοιτάξει ψηλότερα από την κοινωνική του τάξη, η σκέψη, αφού θα την πατήσω
που θα την πατήσω, τουλάχιστον να μην πάρω το χρήμα; Το ελαφρολαϊκό τραγουδάκι,
αν και ετεροχρονισμένο (δική μου η προσθήκη), που τραγουδούσε ο Γιάννης
Καλαντζής: Παλικάρι είμαι, κυρά μου, κι
άδικα ανησυχείς/ όσα κρύβει η αγκαλιά μου δεν τα γνώρισε κανείς, συμβάλλει
στην ιδέα (!;). Έτσι η παρθένα στο σώμα Δάφνη αποδείχτηκε καλά περπατημένη στα
κόλπα της αγοράς. Ο κήπος του έρωτα παρέμεινε κρυφός και οι δύο πρωταγωνιστές,
καθένας με τον τρόπο του, κερδισμένοι.
Το XII κεφάλαιο είναι τραγικό, μακάβριο. Πάνω στην Πεντέλη, ένα
κρανίο από το οποίο λείπει όλο το κάτω μέρος. Ο συγγραφέας κάνει διπλά πικρό
χιούμορ. Από τη μια με το μελαγχολικό «Harold aux montagne» του Berlioz,
όπου ο ήρωας μακριά από όλα περιδιαβαίνει και λυπάται, χαίρεται,
αποστασιοποιείται από ό,τι συμβαίνει γύρω του, και από την άλλη, με το
παρεμφερές ελαφρό ελληνικό τραγούδι του Φώτη Πολυμέρη «στους δρόμους γυρνώ
γελάω πονώ… ποτέ δεν μου λείπει το κέφι». Ο αφηγητής με το κρανίο στο χέρι σαν
Άμλετ –ο Άμλετ όμως ήξερε ότι ήταν του Γιόρικ– θυμάται τα της νεκρώσιμης
ακολουθίας: «βασιλεύς ή στρατιώτης; Πλούσιος ή φτωχός; Με το στέμμα ή με την
κονκάρδα του ΕΛΑΣ στο δίκοχο;…. Ο Υμηττός γυμνός αλλάζει χρώματα με την ώρα και
η θάλασσα στο βάθος αστράφτει και τυφλώνει ο ήλιος στον καθρέφτη της». Ο
αναγνώστης, μ’ αυτή την περιγραφή, αναρωτιέται: Είναι η περιγραφή του Υμηττού
ένα ευχάριστο διάλειμμα; Η συζήτηση με τον καφετζή δίνει απάντηση στο τι είναι,
σε ποιο κόμμα πιστεύει, πώς πήρε την άδεια για το μαγαζί του, πού τραυματίστηκε
και πώς; Τίποτα δεν ξέρουμε· τυφλώνει ο ήλιος (Ψεύτης ήλιος;)..
Το βιβλίο τελειώνει όπως ο Νονός.
Στη σκηνή του Λυρικού Θεάτρου παίζεται η όπερα και στα ενδότερα γίνεται το
ανηλεές ξεκαθάρισμα λογαριασμών των μαφιόζων. Έτσι κι εδώ, στο θέατρο μια
παράσταση με μαριονέτες. Οι τσολιάδες στο μνημείο του Αγνώστου έχουν αντικατασταθεί
από μαϊμού τσολιάδες. Εκείνη τη νύχτα εκτελέστηκαν μυστηριωδώς πάνω από εξήντα
υπόδικοι για συνεργασία με τους Γερμανούς και άλλοι σαράντα οχτώ γιατί μάλλον
είχαν καταδώσει μέλη της Αντίστασης. Τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν σύρμα
σαν αυτό που χρησιμοποιούν στις μαριονέτες και σπαθί σαν αυτό με τον οποίο ο
Δον Ζουάν σκοτώνει τον πατέρα της ερωμένης του. Εν ολίγοις, υπάρχει Δικαιοσύνη.
Η Ανθούλα Δανιήλ είναι κριτικός
λογοτεχνίας
Γιάννης Ισιδώρου, Δεν συλλέγω
ογκώδη αντικείμενα, 2018, σιδερένιο ράντσο,
πολεμικά κόμικς, ιμάντες, ηχητικό έργο |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου