ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΕΤΑΚΗΣ, Θαμπή
πατίνα, εκδόσεις Πόλις, σελ. 64
Ο Γιάννης Τζανετάκης είναι ένας καλός ποιητής. Από την αρχή
της διαδρομής του ήταν ένας καλός ποιητής. Την έννοια καλός τη χρησιμοποιούσε,
στις σοβαρές συζητήσεις (μας) ο Γιάννης Βαρβέρης, και την έχει εξηγήσει με
διάφορους τρόπους στο έργο του, θέλοντας να δηλώσει το ποιητικό σώμα που
φτιάχνεται από τους άξιους δημιουργούς· σώμα που ορίζει το πραγματωμένο έργο
μιας εποχής. Σε αυτό το σχήμα του, ο Βαρβέρης ως άλλη κατηγορία περιελάμβανε,
και ξεχώριζε, μόνο τους μεγάλους ποιητές.
Εκτός όμως από την καλή ποίηση, κι εκείνη των μεγάλων,
υπάρχει και η εξαιρετική ποίηση, ο οποία βγαίνει έξω από το κατορθωμένο, και
άρα προβλέψιμο, πλαίσιο της εποχής. Η τελευταία συλλογή του Γιάννη Τζανετάκη
(Καλαμάτα, 1956) είναι ένα τέτοιο βιβλίο. Ένα βιβλίο όχι ωριμότητας, γιατί δεν
προκύπτει ως γραμμική εξέλιξη της διαδρομής του, αλλά ως βήμα υπέρβασής της, η
οποία υπέρβαση δηλώνεται, σεμνά, ως μετατόπιση, με τους στίχους του: στο πρώτο φως/ σε φέρνουν γιασεμιά// στο
ύστερο μπαξέδες.
Το βιβλίο είναι πολυστρωματικό και πολυφωνικό, εμπεριέχει
αυτούσια, επεξεργασμένα ή υπόρητα στοιχεία και στιγμές της ποιητικής μας
παράδοσης, ανοιγόμενο, εκτιθέμενο, και συντιθέμενο στις εκτάσεις των πολυποίκιλων
«μπαξέδων», υπερβαίνοντας φυσικά την περιορισμένη
και περιοριστική ποίηση του προσωπικού στιγμιοτύπου, τα «γιασεμιά». Και
αποτυπώνοντας, με αφοπλιστική φυσικότητα, όλες αυτές τις εκτάσεις, ήτοι
τρόπους, ρυθμούς, ποιητικές, ήχους· αποτυπώνοντας την πανσπερμία τους.
Αυτή η ποιητική τεχνική είναι σαφέστατα μεταμοντερνιστική,
όμως το κείμενο του Τζανετάκη είναι υποψιασμένο για τις ήδη κακοφορμισμένες παθολογίες
της, αφού δεν γλιστράει στη νοσταλγική μίμηση, η οποία «περιμένει στη γωνία»
κάθε τέτοια απόπειρα. Και έτσι, τελικά το βιβλίο είναι εξαιρετικό με δύο
τρόπους, με δύο υπερβάσεις: της ασθμαίνουσας πια μοντερνιστικής ποιητικής, και
της εκ του προχείρου μεταμοντερνιστικής. Για του λόγου το αληθές, παραθέτω ένα
ποίημα όπου η ποίηση του Κ. Γ. Καρυωτάκη είναι πολλαχώς παρούσα, και λειτουργεί
με τη φωνή της, μέσα όμως σε ένα ποίημα, μέσα στη φωνή, του Τζανετάκη: Φίλοι μου ας πετάξατε// στα σύρματα/ ας
κάθεστε πουλιά// χνούδια στο μπαλκόνι// με άλλα μάτια/ ας με κοιτάτε πια//
ακόμα σας κρατώ ζεστούς// το χάραμα όπως/ πάνω στο παιδί μας// ρίχνουμε τρυφερά
ένα σεντόνι.
Θα ήταν μάλλον ασύμβατο με τη λιτότητα –αβίαστο γέννημα της
φυσικότητας− του βιβλίου, είτε να «εξηγήσω» την τεχνική του ποιήματος που μόλις
παρέθεσα, είτε να «παρουσιάσω» τις θεματικές των ποιημάτων. Θα ήταν, δε, και
περιττό, σε ένα κριτικό σημείωμα για ένα τέτοιο βιβλίο. Έτσι, περιορίζομαι να
παραθέσω ένα από τα ομοιοκατάληκτα, έμμετρα, άτιτλα ιντερμέδια, που είναι
διεσπαρμένα στη συλλογή, και τονίζουν την –ωραία κρυμμένη− συνθετική της
πρόθεση. Στο συγκεκριμένο δε ιντερμέδιο, η ανάκληση στοιχείων της ποιητικής και
πολιτισμικής μας παράδοσης εξαντλεί όλο το εύρος. Εδώ ο Τζανετάκης επιλέγει,
για την περίσταση, εκείνη τη στιχοποιητική μορφή, που αντιστοιχεί στο γλωσσικό
υλικό αλλά και τοποθετεί το ιντερμέδιο σε μια ορισμένη πολιτισμική
συνθήκη/στιγμή: Ω τι χέρι τι βελόνι/ τα
κουμπάκια του ξηλώνει// πώς αρπάζονται απ’ τη φόδρα/ καθώς πέταλα απ’ τα ρόδα.
Το
βιβλίο συνιστά έναν από τους λίγους τρόπους, με τους οποίους γράφεται και
μπορεί να γραφεί μια ποίηση που να είναι όντως σύγχρονη, και άρα να συνομιλεί
με το ιστορικό παρόν μας. Συνιστά δε κι ένα απρόσιτο επίτευγμα, για τις
διαδοχικές «συνομήλικες» απόπειρες, προς έναν λιτό και απογυμνωμένο στίχο.
Έργο του Νίκου Παπαδημητρίου |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου