10/6/18

Ο ποιητής Φερνάζης ή η ιλαροτραγωδία της φιλοδοξίας

Έργα του Πάνου Παπαδόπουλου

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ

Από τα πιο δυνατά κομμάτια που μας άφησε ο Καβάφης. Ξεκινώ υπογραμμίζοντας:
Α) Το ποίημα μέσα στο ποίημα, που δίνει και τον τίτλο του στιχηρού. Εδώ θα έλεγα πως ο Καβάφης βρίσκεται πιο κοντά στον Σαίκσπηρ, που στον Άμλετ του φέρ’ ειπείν μας στήνει θέατρο μέσα στο θέατρο, παρά σ’ όλα τα ανιαρά ποιήματα για την ποίηση που ακολούθησαν.
Β) Τις ποικίλες «αλληλουχίες», με μιαν άλλη έννοια από αυτήν  που έδινε στη λέξη ο Καβάφης όταν  μετέφραζε έτσι τις μπωντλαιρικές correspondances («Αλληλουχίαν κατά Βωδελέρον»), δηλαδή τα σύστοιχα ζεύγη Καβάφης- Φερνάζης, Δαρείος- Μιθριδάτης, πρώτος περσικός πόλεμος-μιθριδατικοί πόλεμοι-πρώτος παγκόσμιος («Ο Δαρείος» δημοσιεύθηκε το 1920).
Ας δούμε εν πρώτοις λίγο τα ζεύγη: ο Φερνάζης γράφει το επικό ποίημά του Δαρείος, που θέμα του έχει «το πώς την βασιλεία των Περσών/ παρέλαβε ο Δαρείος Υσπάσπου», και προσπαθεί να ψυχογραφήσει τον πρωταγωνιστή του. Ποια είναι η βαθύτερη υφή της ψυχοσύνθεσής του, που θα μας έδινε το «κλειδί» για τις πράξεις του; Κατανόηση της ματαιότητας των μεγαλείων ή υπεροψία και μέθη;  Ένα αναπάντεχο συμβάν, η κήρυξη του πολέμου με τους Ρωμαίους, βγάζει προς στιγμήν τον Φερνάζη απ’ τους συλλογισμούς του και μας ξεσκεπάζει τα δικά του κίνητρα: μ’ αυτό το έπος σκόπευε να κολακέψει τη φιλαυτία του Μιθριδάτη, που ο ίδιος ανέβαζε την καταγωγή του στον Δαρείο, και να αποστομώσει τους φθονερούς επικριτές του. Τι σήμαινε για έναν ποιητή της εποχής εκείνης  η εύνοια ενός μονάρχη μπορούμε να το καταλάβουμε αν συλλογιστούμε την περίπτωση του Οππιανού από την Απάμεια, που έλαβε από τον Καρακάλα ένα χρυσό νόμισμα για κάθε στίχο των Κυνηγετικών του, που του τα είχε αφιερώσει. Ο Καβάφης στέκεται ειρωνικά απέναντι στον Φερνάζη, αφού μοιάζει να απεχθάνεται μια τέτοιαν αργυρώνητη λογογραφία και να προασπίζει μια πιο ιδεαλιστική αντίληψη για την τέχνη. Ταυτόχρονα όμως είναι σαν να προειδοποιεί τον φιλότεχνο και στιχόφιλο κάθε εποχής, που γονατίζει μπροστά στα είδωλά του ή που έστω έχει την εντύπωση πως οι άνθρωποι που ασχολούνται με την τέχνη είναι κάτι ιδιαίτερο, λέγοντάς του: μην αφήνεις αυτούς τους ανθρώπους να σε ξεγελάσουν, κοίταξε καλύτερα, και τότε ίσως μέσα στην ψυχή τους δεν θα βρεις το «πάθος του ωραίου» αλλά ιδιοτέλεια και δίψα  για δόξα, χρήμα και τρυφή.

Έρχομαι στο δεύτερο ζεύγος. Και ο Μιθριδάτης και ο Φερνάζης θεμελίωσαν την εξουσία τους πάνω σ’ ένα έγκλημα: ο Δαρείος σκότωσε τον Ψευδοσμέρδι και ο Μιθριδάτης τον ανιψιό του και  ανήλικο βασιλιά της Καππαδοκίας. Όπως  ο Δαρείος όρθωσε  το σκήπτρο του πάνω σ’  ολόκληρη την Ασία, από την Αίγυπτο μέχρι τον Γάγγη, έτσι κι ο Μιθριδάτης θέλησε να γίνει μονοκράτορας της Μικράς Ασίας, ξεκινώντας με μιαν αποτρόπαιη πράξη: τη γενική σφαγή των Ρωμαίων κατοίκων της. Λέγεται πως  μέσα σε ένα μερόνυχτο θανατώθηκαν  ογδόντα χιλιάδες άνδρες και γυναικόπαιδα.   Και των  δυο η βασιλεία  τέλειωσε με ταπεινωτικές ήττες: ο Δαρείος νικήθηκε από τους Έλληνες, που ανέκοψαν την περσική προέλαση προς τη Δύση, ενώ ο Μιθριδάτης έπαθε πανωλεθρία από τους Ρωμαίους και  έβαλε τέλος στη ζωή του. 
Όσο για τα χρονικά ζεύγη, αυτά μας προκαλούν σ’ έναν στοχασμό για τα βαθύτερα αίτια των πολέμων, που δεν είναι άλλα, όπως θα έλεγε κι ο Θουκυδίδης, από την ανθρώπινη φύση, αφού, όπως γράφει ο Αθηναίος ιστοριογράφος, «τέτοια γεγονότα συμβαίνουν και θα συμβαίνουν όσο ή ανθρώπινη φύση παραμένει η ίδια», όσο δηλαδή διακατέχεται από «υπεροψία και μέθη».
Είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς  φτάνει σ’ αυτό το συμπέρασμα ο Φερνάζης ή μάλλον ο ασυναίσθητος μηχανισμός της «ποιητικής ιδέας», που έχει μπει σε λειτουργία και που συνεχίζει να δουλεύει μόνη της δίχως να ανακόπτεται από τις άλλες έγνοιες του ποιητή (περίπου όπως σε έναν μαθηματικό έρχεται ξαφνικά η λύση ενός προβλήματος, όταν το έχει παρατήσει). Η πρώτη αντίδρασή του, σαν μαθαίνει την κήρυξη του πολέμου, είναι η απογοήτευση:

     Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!
    Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,
    ο Μιδριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
    με ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
    Μέσα σε πόλεμο –φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.

Στη συνέχεια όμως η αδημονία του παίρνει άλλη τροπή. Καταλαβαίνει πως ο νέος πόλεμος δεν θα φέρει μόνο αναβολή στα σχέδιά του, αλλά πως κινδυνεύει κι ίδια η ζωή του. Για να παραστήσει πιο ζωντανά την αγωνία του αρχαίου ομοτέχνου του, ο Καβάφης χρησιμοποιεί ένα ωραίο τέχνασμα: αφήνει την αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο να εκβάλει σε έναν εσωτερικό μονόλογο, όπου ο ίδιος ο Φερνάζης μας εκμυστηρεύεται  τις ανησυχίες του:

     Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
    Αλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
    στην Αμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή.
    Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Ρωμαίοι.
    Μπορούμε να βγάλουμε μ’ αυτούς,
    οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
    Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
    Θεοί μεγάλοι, της Ασίας προστάται, βοηθήστε μας.-

Τότε συνειδητοποιεί πως ο πόλεμος με τους Ρωμαίους ήταν εκ των προτέρων χαμένος, πράγμα που θα μπορούσε να το δει κι ο πιο αγύμναστος στα στρατιωτικά και τα πολιτικά οφθαλμός. Μόνο κάποιος  τυφλωμένος από «υπεροψία και μέθη» θα ξεκινούσε έναν τέτοιο πόλεμο. Αυτή ακριβώς η αρρώστια προσέβαλε τον Μιθριδάτη, που κατά τις μαρτυρίες των αρχαίων ήταν άνθρωπος με σπάνιες διανοητικές ικανότητες (λέγεται πως μιλούσε και τις είκοσι δύο γλώσσες των υπηκόων του). Έτσι όμως –αναλογικά- έχει πια βρεθεί  και το «κλειδί» που ερμηνεύει την ψυχοσύνθεση του Δαρείου  -αλλά και του κάθε Δαρείου και Μικροδαρείου του παρόντος και του μέλλοντος- και εξηγεί τα βαθύτερα κίνητρα των πράξεών του.
Αυτή η αρρώστια όμως, σε μιαν ακίνδυνη κι ελαφρότερη μορφή της, η αρρώστια της φιλοδοξίας, έχει δηλητηριάσει  και τον ίδιο. Κι αυτός θέλει να αναδειχθεί, κι αυτός επιδιώκει να εκτοπίσει τους φθονερούς επικριτές του.
Νομίζω πως αξίζει τον κόπο να συγκριθεί αυτό το θαυμάσιο ποίημα του Καβάφη με εκείνη την ψυχογράφηση της φιλοδοξίας που κάνει ο Πόε σ’ εκείνο  το ιδιοφυές junenilium του, που είναι ο «Ταμερλάνος»:

     Αργά έπεσε απ’ τα ουράνια το φαρμάκι
    αυτό (μες σ’ όνειρα νυχτιάς ανίερης)
    κι η κόλαση μ’ ακούμπησε μαζί του,
    ενώ τα φλογισμένα νέφη, που όπως
    σημαίες πορφυρές κρεμόνταν,  μοιάζαν
   με μια πομπή βασιλική,
   και μου ‘λεγε η βοή του κεραυνού,
    γοργά  κοντά μου σαν ερχόταν,
   για μάχες- κι η ίδια μου η φωνή,
   φωνή άμυαλου παιδιού (πώς η ψυχή μου
   σκιρτούσε στην κραυγήν αυτή!)
   σε νικητήρια ξέσπαζε ιαχή!

Τελειώνω σημειώνοντας πως όποιος είναι εξοικειωμένος με άλλες ερμηνείες αυτού του καβαφικού ποιήματος θα καταλάβει πως διαφωνώ με την άποψη πως ο Φερνάζης καταλήγει σ’ αυτό το ψυχογραφικό συμπέρασμα, προκειμένου να προσαρμόσει το έπος του στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται με την επικράτηση των Ρωμαίων. Δεν έχουμε εδώ μια περίπτωση ανάλογη με το έγγραφο που συντάσσει εκείνος ο δήμος της Μικράς Ασίας για τη ναυμαχία του Ακτίου.  Ο Φερνάζης, από τη μεριά του,  δεν έχει κι αυτός κανένα λόγο να επιχειρήσει να εκμαιεύσει την εύνοια των κατακτητών, οι οποίοι και αγνοούν την συγγραφή του έπους και σίγουρα δεν πρόκειται να ασχοληθούν «μ’ ελληνικά ποιήματα». 

Ο Γιώργος Βαρθαλίτης είναι ποιητής και φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια: