10/6/18

Νικόλαος Κάλας: Μια φλεγόμενη γραφή


ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΣΗ ΠΥΛΑΡΙΝΟΥ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ, Ο μοντερνιστής κριτικός Νικόλας Κάλας, εκδόσεις Αρμός, σελ. 240

Διαβάζοντας το νέο βιβλίο της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, ο αναγνώστης μαθαίνει πολλά για τη σημαντική αυτή προσωπικότητα των γραμμάτων μας, εν πολλοίς δυσπρόσιτη ακόμη σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων της. Εκ προοιμίου, συνεπώς, η γνωριμία αυτή μαζί του αποτελεί την ουσιαστική προσφορά του βιβλίου αυτού.
Ξεκινάμε, διαβάζοντας μία παράγραφο από την κατακλείδα της, αναφερόμενη στον Κάλας (1907-1988), που, όπως γράφει η ίδια, μη βρίσκοντας εκδότη για τα έργα του, τα τεμάχιζε και τα δημοσίευε σε δοκίμια, τα οποία και αποτέλεσαν τις πηγές της. Γράφει: «Προσεγγίζοντας [ο Κάλας] την τέχνη και την Ιστορία της διαλεκτικά και διαφορικά, εναντιώθηκε στον θετικισμό, τον ιδεαλισμό, τον αφηρημένο συμβολισμό, με αποτέλεσμα να εξοστρακισθεί από τους κύκλους της κατεστημένης λογιοσύνης. Με την ίδια βλέψη, θεώρησε τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό ασύμβατο με την τέχνη όπως και τον δογματικό μαρξισμό ασύμβατο με την κριτική θεωρία, με αποτέλεσμα να αποσιωπηθεί και από τους διανοούμενους της αριστεράς, σχεδόν μέχρι και σήμερα».
Ο Κάλας πρωτοπόρησε, ακολουθώντας τον μοντερνισμό, το καλλιτεχνικό ρεύμα,  το ανθρωπιστικό κίνημα, αν θέλετε, που επιχείρησε να υπερβεί τη σκληρή λογική του θετικισμού και με όχημα τον κριτικό διάλογο να ερμηνεύσει και να αμβλύνει τις αντιθέσεις. Τα κριτικά κείμενά του, πολύμορφα, διαυγή και τολμηρά, παρά την απομάκρυνσή του από την Ελλάδα και την εκ των πραγμάτων απεμπόληση μιας ολοκληρωμένης θεωρίας της ελληνικής λογοτεχνίας, σταδιακά κατέδειξαν τη σημασία τους χάρη στη νεωτερική μέθοδό του. Αυτή την κριτική και ευρέως πολιτιστική προσφορά ανιχνεύει και αναδεικνύει η συγγραφέας στο βιβλίο της.
Η κριτική σκέψη του Κάλα δεν απαντά σε μεμονωμένα ερωτήματα. Προσπαθεί να βρει διεξόδους κοινές στις πολώσεις, με τρόπο συνθετικό. Η κριτική του δηλαδή θεωρεί συνολικά (φιλοσοφικά, λογοτεχνικά και εικαστικά) και συνθετικά τα φαινόμενα και αποβλέπει στην πράξη, στην ανάδειξη της ποιότητας της ανθρώπινης ζωής, αντιστρατευόμενη το αδιέξοδο του μεταμοντέρνου, που καταλήγει μπροστά σε υπαρξιακά φράγματα‧ αντίθετα, αυτή ανοίγει προοπτικές, βρίσκει περάσματα.

Πρέπει να δώσει προσοχή ο αναγνώστης στα εργαλεία του, στην όλη σκευή του, με τις παράλληλες εφαρμογές του, αφού το κριτικό, το δοκιμιακό και το ποιητικό του έργο στοιχίζονται στην ίδια πρωτοποριακή λογική, ακολουθούν την ίδια συνέπεια. Και ακόμη, να λάβει υπόψη ότι ο ονομαστικά τρισυπόστατος Κάλας, κατά τον προσφυή χαρακτηρισμό του Αλέξανδρου Αργυρίου, είτε ως Νικήτας Ράντος είτε ως Μ. Σπιέρος είτε ως Νίκος Καλαμάρης, μετέρχεται τα ίδια κριτικά μέσα, συνοστεώνοντας ένα μοντέρνο σύστημα, που οφείλει πολλά στην ανά τον κόσμο εμπειρία του.
Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη αυτά επισημαίνει και αυτή είναι η στόχευση του βιβλίου της: μια επανεξέταση της προσφοράς του μοντερνισμού του Κάλα και η κατάδειξη της ανάγκης για αξιοποίηση της προσφοράς αυτής. Ο υπότιτλος της μελέτης της, Μια ποιητική εικόνων, ρημάτων, πραγμάτων, μετά από όσα σύντομα αναφέρθηκαν, θεωρούμε ότι ανταποκρίνεται πειστικά στη σκοποθεσία της.
Στην εισαγωγή της μελέτης η συγγραφέας παρουσιάζει μεθοδικά το κλίμα της εποχής, για να εντάξει σ’ αυτό τον Κάλα και τη ριζοσπαστική πρότασή του, αλλά και να δείξει το φιλελεύθερο αριστερό ιδεολογικό πλέγμα, στο οποίο κινείται, στοχεύοντας στην κοινωνική και βαθιά ανθρωπιστική πράξη, στην καταδίκη της αδικίας, υποχρέωση του ανθρωποκεντρικού ρόλου της τέχνης. Το ότι η αριστερά δεν ευνόησε τις απόψεις του, μετεωριζόμενη μετά την πτώση του σταλινισμού, διχασμένη ως προς τη σημασία της τέχνης και της λειτουργίας της στην καθημερινή πραγματικότητα, αποτελεί γεγονός που υπονόμευσε τις ρηξικέλευθες και κυρίως μοναχικές θέσεις του.
Το πλεονέκτημα της συγγραφέως έγκειται στο ότι βασίζεται στα ίδια τα κείμενα του Κάλα και από αυτά αντλεί τα επιχειρήματά της. Δεν χάνεται σε θεωρίες. Ο ίδιος, εξάλλου, επιδίωξε να γεφυρώσει, συνθέτοντας τις αντιθέσεις της ελληνικής κριτικής, καταφερόμενος ενάντια στις πολώσεις από το 1928 έως το 1937, οπότε και φεύγει για το εξωτερικό, επισημαίνοντας τη σημασία της χειραφέτησης και της αυτοσυνειδησίας. Τα ρεύματα, τις τάσεις, τις αντιτιθέμενες ομάδες, τα περιοδικά, τα πρόσωπα που ασχολήθηκαν με την κριτική, παρατιθέμενα από τη συγγραφέα αποκαλύπτουν τη σκηνή, στην οποία ανέβηκε ο Κάλας και διαδραμάτισε τον ρόλο του, ασκώντας ανατρεπτική κριτική σε συνδυασμό με την πυροδότηση ενός διαλόγου επί της ουσίας, διαλόγου για την τέχνη και τον άνθρωπο, με θεωρητικά όπλα τον μαρξισμό και τον φροϋδισμό και ανοίγματα προς τον υπερρεαλισμό, προκαλώντας σύγχυση στη μονότροπη κριτική θεώρηση των διαφόρων κριτικών της εποχής του.
Είναι η προσπάθειά του για τη δημιουργία ενός νέου λογοτεχνικού κανόνα, με προβολή του Κάλβου και του Καβάφη έναντι των επιβεβλημένων Παλαμά και Σικελιανού, προσπάθεια που αντιμετώπισε αντιδράσεις από τους υποστηρικτές της καθεστηκυίας τάξης. Ο Κάλας αρνείται ως ψευδοσχισματικά τα πολωτικά σχήματα του τύπου Δύση-Ανατολή, δημοτική-καθαρεύουσα, λόγια-δημώδης παράδοση, αναγνωρίζοντας τη σημασία ενός εκάστου των διισταμένων και λειτουργώντας με πρότυπο την ανένταχτη κριτική του Εμμ. Ροΐδη. Επίσης, ανθίσταται στη λογική των κλειστών αριστοκρατικών κύκλων, επιδιδόμενος σε ποικίλες συνεργασίες και μεταφράσεις ετερόκλητων ξένων έργων. Οι προσπάθειές του βρήκαν αντίσταση, ο λογοτεχνικός κανόνας που προοιωνίστηκε, δεν έμελλε να έχει καλή τύχη. Ό,τι, ωστόσο, οραματίστηκε τότε, έπνευσε ως καθαρός αέρας ελευθερίας τόσο σε κείμενα του Γιάννη Σκαρίμπα, της Μέλπως Αξιώτη, του Νίκου Εγγονόπουλου, αλλά και πολύ αργότερα, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80.
Η συγγραφέας εύλογα εξετάζει τη σχέση του Κάλα με τον υπερρεαλισμό, αναφερόμενη και στη σχέση του με τον Εμπειρίκο. Στο κίνημα του υπερρεαλισμού διέκρινε αυτός ένα άλλο πρόσωπο του ρομαντισμού, ένα οιονεί υποκατάστατο, με το οποίο αντιστρατεύτηκε τον ξερό ορθολογισμό, υπηρετώντας έτσι με δικές του κι όχι δάνειες ιδέες την ανθρώπινη ανάγκη για φυγή από το τετριμμένο, για έκσταση, για αναμάγευση και πνευματική ανάταση. Με τη λογική αυτή, υπερβαίνοντας τον ντανταϊσμό και τον φουτουρισμό, προσχώρησε στον υπερρεαλισμό, χωρίς όμως να στρατευθεί σ’ αυτόν, αλλά, κριτικός πάντα, αξιοποίησε τα προτερήματά του‧ του οφείλει όντως πολλά, ενώ παρακολουθεί συγχρόνως τα νέα ρεύματα εντός του ασφυκτικού πλαισίου του γιγαντούμενου καπιταλισμού της εποχής εκείνης. Ο άνθρωπος της τραγικής πραγματικότητας, όπως επισημαίνει η συγγραφέας με συγκριτικό τρόπο, με τις ακαθόριστες πράξεις του συγγενεύει με την αυτόματη γραφή των υπερρεαλιστών.
Η σχέση του Κάλα με τον Εμπειρίκο υπήρξε εν προκειμένω καθοριστική, παρά το άδοξο τέλος της. Αν και αρχίζει με την ύπαρξη πολλών ομοιοτήτων, χαρακτηριολογικών, πολιτικών και κοινωνικών, μεταξύ των δύο ανδρών, παρά ταύτα λήγει τελεσίδικα λόγω των θεωρητικών και πολιτικών διαφορών της σκέψης τους, και κυρίως λόγω της διαφορετικής θέσης που επιφυλάσσει στην ψυχανάλυση ο καθένας από αυτούς. Η τέχνη για τον μοντερνιστή Κάλα τελείται εν εγρηγόρσει και όχι εν ενυπνίω ή εν παιγνίω, και η αυτόματη γραφή τον βρίσκει επιφυλακτικό στην εφαρμογή της.
Είναι ενδιαφέροντα για την κριτική σκέψη του Κάλα όσα συμπυκνώνει με ουσιαστικό τρόπο η Δεληγιώργη για τον ενοποιητικό τρόπο που βλέπει την τέχνη ως συνύφανση και μεταφορά μηνυμάτων και όχι ως διαχειριστικό εργαλείο‧ για τη στροφή του από την κριτική της ποίησης σ’ αυτήν της ζωγραφικής, αναζητώντας κοινά ερμηνευτικά υλικά, και τις σχέσεις μεταξύ λόγου και εικόνας, της οπτικοποίησης του λόγου και της λεκτικής απόδοσης της εικόνας‧ για την αναζήτηση του βάθους και όχι την επιφανειακή περιγραφή‧ για τον συμβολικό χαρακτήρα των εικόνων και την εικονοποιία του ποιητικού λόγου, για τον συγκερασμό του παραδοσιακού με το νέο, εντάσσοντας αυτά στη λογική της απροσδιοριστίας, με την οποία ο μοντερνισμός αναγνωρίζει την αμφισημία και τη σκοτεινότητα που φέρουν σε αντιπαράθεση τον υποκειμενισμό με την αντικειμενικότητα. Χαρακτηρίζει ηθική τη θέση του Κάλα ως δοκιμιογράφου αλλά και ως ποιητή, εξαίροντας την εκ μέρους του επιστράτευση της ελευθερίας της βούλησης μπροστά στα παρουσιαζόμενα εμπόδια. Ο Κάλας συνδέει τον υπερρεαλισμό με μια φιλοσοφία εδρασμένη στην ύπαρξη, που αντιμάχεται τον μηδενισμό, αναδεικνύοντας την τραγικότητά της. Στο πλαίσιο αυτό αξιοποιεί την αρχαιότητα και το Βυζάντιο σε σχέση με τη συνέχεια, αποφεύγοντας τη σχισματική λογική και εμμένοντας στην οργανική σύνδεση του τότε με το τώρα και το μετέπειτα.
Όσα επισημαίνει η συγγραφέας του δοκιμίου δεν αποτελούν θεωρητικά φιλοσοφικά σχήματα. Τις κατά καιρούς θέσεις του Κάλα τις εντάσσει μέσα στην ιστορία, την οποία εν πολλοίς και ερμηνεύουν αυτές. Η επικράτηση του λογικού θετικισμού, π.χ., μετά την περίοδο του ψυχρού πολέμου, στρέφει το ενδιαφέρον του από την προβολή του συναισθήματος στον πραγματισμό, επισημαίνοντας την αντικατάσταση του ηθικού προβληματισμού από τη χρησιμοθηρία, της μεταφοράς από την κυριολεξία. Η συνομιλία Κάλα με τον Wittgenstein προκαλεί επίσης το ενδιαφέρον της συγγραφέως, που διερευνά, παρά τις διαφορές, την παραλληλία των απόψεών τους. Η στροφή του αυστριακού φιλοσόφου από τους ηθικούς στους πραγματολογικούς κανόνες υιοθετείται και από τον Κάλα, για τον λόγο ότι συνέπιπτε με την αξία που απέδιδε ο ίδιος στην ελεύθερη βούληση.
Ενδιαφέρουσα είναι η διερεύνηση της συγγραφέως στην περίπτωση της ενασχόλησης του Κάλα με την πειραματική τέχνη, που την θεωρεί, ωστόσο, παρέκκλιση από τον ρομαντισμό, τον υπερρεαλισμό και τον υπαρξισμό, ρεύματα που ως φορείς εκδήλωσης της ελεύθερης διανόησης ανήκουν στο πεδίο των δικών του προτιμήσεων. Αρνείται, επίσης, τη μετάπλαση της εξωτερικής, της αντικειμενικής, πραγματικότητας, σε ένα είδος κατασκευασμένης υποκειμενικότητας και παρά τη συνθετική υφή της κριτικής του δεν παραβλέπει τις νέες μορφές της τέχνης, της κατασκευής ομοιωμάτων, υπό την καταλυτική επίδραση της μηχανής. Στο πλαίσιο αυτό αντιτάσσει την αινιγματική τέχνη, την αυθεντικότερη μορφή τέχνης, την απεικονιστική τού προσώρας ή εσαεί αδιάγνωστου αλλά όντως πραγματικού, στην πειραματική αντι-τέχνη.
Και συγκρίνοντας αποφαίνεται ότι η αινιγματική τέχνη εξασφαλίζει εικόνες-ερμηνευτικά κλειδιά των έργων, σε αντίθεση με τις απόπειρες της πειραματικής τέχνης για νέους τρόπους θεώρησης των πραγμάτων χάρη στην απόκτηση τεχνικών δεξιοτήτων, αντί της καλλιέργειας της γόνιμης αμφιβολίας. Η διαλεκτική σκέψη του Κάλα αρνείται να ταυτίσει τέχνη με τεχνική, διότι ο άνθρωπος ως ύπαρξη χρειάζεται προσέγγιση κατά βάση ηθική, που η τεχνική δεν την προσπορίζει. Εξ ίσου ενδιαφέροντα είναι όσα επισημαίνει η Δεληγιώργη, σε σχέση πάντοτε με το έργο του Κάλα, για την έννοια του Υψηλού ως έκφραση του τραγικού περιεχομένου της ελευθερίας, καθώς και για την ιστορική διαδρομή της τέχνης από το προπατορικό αμάρτημα στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα και κατάληξη τη δημιουργία μις σχέσης αγάπης-μίσους.
Ο Κάλας θεωρεί την αυθεντική τέχνη αινιγματική, μυητική δηλαδή στο άβατο του κόσμου και στην αμφισημία της ζωής, θέτοντας κατά την πλατωνική θεώρηση το δοκείν, τη δοξασία, την ασαφή, την κυοφορούμενη και γι’ αυτό αναπόδεικτη γνώμη, ανάμεσα στη γνώση και την άγνοια, ανάμεσα στο είναι και το μη είναι, στην ύπαρξη και την ανυπαρξία. Είναι το μυστικό εκείνο «μεταξύ», η κινητήρια δύναμη της αμφισημίας, το αίνιγμα που εξωθεί, γι’ αυτό και συνταράζει, στην αναζήτηση και τη λύση. Στοιχίζεται δηλαδή στη ρήση της πλατωνικής Πολιτείας: «Μη όντι άγνοιαν εξ ανάγκης απέδομεν, όντι δε γνώσιν. […] Ούτε άρα άγνοια  ούτε γνώσις δόξα αν είη. […] Αλλ’ άρα γνώσεως μεν σοι φαίνεται δόξα σκοτωδέστερον, αγνοίας δε φανότερον;». Ο μηχανιστικός τρόπος, η τυποποίηση, οι δοσμένοι τύποι δεν έχουν θέση στο σχήμα αυτό. Ο μοντερνισμός στην τέχνη, όπως τον ενωτίστηκε ο Κάλας, διεγείρει το πρόσωπο, ώστε να ανακαλύψει και να αποκαλύψει πολυσχιδώς τα μύχια, τα άρρητα μυστικά τού έσω κόσμου.
Το βιβλίο της Δεληγιώργη δεν αναδεικνύει και δεν δικαιώνει απλώς τη βαθιά κριτική σκέψη του Κάλα, σκέψη υπονομευμένη από τις κατεστημένες τάσεις της εποχής που ζούσε εκείνος στην Ελλάδα, και ως εκ τούτων παραγνωρισμένη στη συνέχεια, υποτίμηση στην οποία συνέπραξε και η απομάκρυνσή του από την ελληνική πνευματική ζωή. Ούτε εξηγεί μόνο το κλίμα της επιβολής συγκεκριμένων κριτικών απόψεων και τυποποιήσεων στη λογοτεχνία. Εντάσσει τις θέσεις του στον κορμό της ελληνικής θεωρητικής σκέψης, ως απόρροια της εντρύφησής του στα νέα δεδομένα της φιλοσοφικής διανόησης και των πραγματικών βιωμάτων του, με τον συνδυασμό τέχνης και ζωής. Αδιακρίτως πώς βλέπει κανείς τον μοντερνισμό και κατά πόσο εκτιμά την παρουσία του και την προσφορά του, το βιβλίο αποτελεί μία πνευματική περιδιάβαση σε ποικίλες αναζητήσεις, ρεύματα, τάσεις, ανατροπές, που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της χαρτογράφησης των περιπετειών του ανθρώπινου πνεύματος και τις αγωνίες του ανθρώπινου όντος στον αιώνα που πέρασε, σε άμεση και αιτιολογημένη σχέση με τα μεγάλα αισθητικά κινήματα του μπαρόκ, του ρομαντισμού και του υπερρεαλισμού.
Το βιβλίο της συγγραφέως αφήνει στον αναγνώστη μια γλυκόπικρη γεύση. Γλυκιά για έναν πρωτοπόρο κριτικό και ποιητή, που επιχείρησε τομές εν μέσω αντικρουόμενων πνευματικών αναζητήσεων και αντιμαχόμενων ιδεολογικών παρατάξεων στη χώρα μας, άνδρα πολλά υποσχόμενο και με φιλοδοξίες να δώσει άλλη προοπτική, με υπαρξιακό βάθος, στα λογοτεχνικά μας πράγματα. Πικρή, γιατί δεν είχε άμεσα αποτελέσματα τότε, γιατί παραμερίστηκε και πολεμήθηκε, ακόμη, για τις θέσεις του. Η μετανάστευσή του προφανώς ωφέλησε τον ίδιο, αφού μπόρεσε να εκτυλίξει πολυεπίπεδα τη σκέψη του και να αφήσει το στίγμα του σε παγκόσμιο επίπεδο, πέραν της επιτυχούς προσωπικής εμπλοκής του σε αναγνωρισμένους πολιτιστικούς χώρους.
Το δοκίμιο της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, για να κλείσω επιγραμματικά, επαναφέρει την περίπτωση Κάλα στο προσκήνιο και αξίζει να πυροδοτήσει το καλλιτεχνικό και το επιστημονικό ενδιαφέρον για περαιτέρω μελέτη του όλου έργου του. Πρόκειται για οξυδερκείς παρατηρήσεις και συμπεράσματα που αναδύθηκαν έπειτα από διεισδυτική ανάγνωση και ευανάγνωστη αποκρυπτογράφηση των ψηφίδων που άφησε ο Κάλας στα σύντομα αλλά τόσο μεστά δοκιμιακά κείμενά του.

Ο Θεοδόσης Πυλαρινός είναι ομότιμος καθηγητής Νεοελληνική φιλολογίας του Ιόνιου Πανεπιστημίου

Έργο του Αλέξανδρου Βασμουλάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: