ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΙΒΟΥ
Η Τσεχοσλοβακία φιλοξένησε από τη λήξη του Εμφυλίου και μέχρι
τα τέλη της δεκαετίας του ’80 13.000 Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες, δηλαδή τη
μεγαλύτερη προσφυγική κοινότητα μετά από αυτή της Τασκένδης. Το 1968, χρονιά
της Άνοιξης της Πράγας και παράλληλα χρονιά διάσπασης του ΚΚΕ, η ηγεσία της
προσφυγικής κοινότητας Τσεχοσλοβακίας, όπως και η πλειονότητα των προσφύγων,
τάχθηκαν με την πλευρά του ΚΚΕ Εσωτερικού, γεγονός που στη συνέχεια επέφερε
σειρά διώξεων εις βάρος τους.
Οι ενήλικες πολιτικοί πρόσφυγες άρχισαν να φτάνουν στην
Τσεχοσλοβακία με διαδοχικές αποστολές ύστερα από την ήττα του Δημοκρατικού
Στρατού στον Γράμμο. Μετά το αρχικό στάδιο εγκατάστασης, στα μέσα της δεκαετίας
του ’50, η σχετικά ομαλή ζωή των προσφυγικών κοινοτήτων διαταράχθηκε με αφορμή
τα αιματηρά γεγονότα της Τασκένδης (Σεπτέμβριος 1955) και στη συνέχεια την
καθαίρεση του Νίκου Ζαχαριάδη από την κομματική ηγεσία. Ο διχασμός που
ακολούθησε ήταν κάθετος και επηρέασε τη ζωή όλων των προσφυγικών κοινοτήτων. Τα
αφοσιωμένα στον Ζαχαριάδη κομματικά μέλη της Τσεχοσλοβακίας, περίπου 800 σε
σύνολο 2.000, αποπέμφθηκαν από τις θέσεις τους και αποκλείστηκαν από υπεύθυνες
θέσεις. Η διάσπαση μεταξύ των κομματικών που συντάχθηκαν με τον νέο ηγέτη,
Κώστα Κολιγιάννη, και των ζαχαριαδικών (λίγο αργότερα και των μαρκικών) ήταν
κάθετη, διαπέρασε κάθε προσφυγική παρέα, κάθε κοινότητα. Η τσεχοσλοβάκικη ηγεσία
και ιδιαίτερα η μυστική αστυνομία StB παρακολουθούσε σε σταθερή βάση τις δραστηριότητες των
λεγόμενων «δογματικών» που έμειναν πιστοί στη γραμμή του Ζαχαριάδη. Η StB κατέγραφε τις επισκέψεις των «δογματικών» στις πρεσβείες
της Κίνας και της Αλβανίας, ενώ πολύ τακτικά αστυνομικοί καλούσαν τους
ζαχαριαδικούς σε ανακρίσεις, που άλλοτε έληγαν με συστάσεις, άλλοτε με απειλές
για έξωση από τη χώρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι απειλές πραγματοποιήθηκαν, με
αποτέλεσμα κάποιοι από τους ζαχαριαδικούς να υποχρεωθούν να μετακινηθούν στην
Κίνα, ενώ άλλοι εξορίστηκαν σε απομακρυσμένες περιοχές της ανατολικής
Σλοβακίας.
Ο ακήρυχτος πόλεμος «δογματικών»-κολιγιαννικών
συνεχίστηκε μέχρι τον Απρίλιο του 1967, όταν οι πρόσφυγες πληροφορήθηκαν την
επιβολή της χούντας στην Ελλάδα. Η εγκαθίδρυση της δικτατορίας στην Ελλάδα
έθεσε τέρμα στη χαλάρωση που παρατηρήθηκε στις διμερείς ελληνο-τσεχοσλοβακικές
σχέσεις, ιδιαίτερα μετά την εκλογική νίκη της Ένωσης Κέντρου. Οι προσφυγικές
κοινότητες πρωτοστάτησαν σε μια σειρά διαμαρτυρίες σε διάφορες πόλεις αλλά και
στην Πράγα, όπου πραγματοποίησαν διαδηλώσεις έξω από την ελληνική πρεσβεία. Για
παράδειγμα, απεργία πείνας πραγματοποίησε η τότε φοιτήτρια Αλίκη Παπαδομιχελάκη,
ζητώντας την απελευθέρωση της φυλακισμένης μητέρας της.
Τέτοιες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ήταν κάτι το πρωτόγνωρο
και για τις ντόπιες αρχές και για την τσεχοσλοβάκικη κοινή γνώμη. Η ανοχή του
καθεστώτος απέναντι σε αυτές τις εκδηλώσεις και εν μέρει και η προπαγανδιστική
τους εκμετάλλευση μπορεί να αποδοθεί στο γενικότερο κλίμα φιλελευθεροποίησης
που επικρατούσε στην Τσεχοσλοβακία εκείνη την περίοδο.
Ο άνεμος των μεταρρυθμίσεων επέφερε στις αρχές του 1968
σημαντικές αλλαγές στην κομματική και την κρατική ηγεσία της χώρας. Τον
Ιανουάριο του 1968 ανέλαβε την ηγεσία του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας ο Αλεξάντερ
Ντούμπτσεκ, ο οποίος άρχισε να προωθεί ένα ευρύ πρόγραμμα πολιτικών και
κοινωνικών μεταρρυθμίσεων με στόχο την επίτευξη ενός «σοσιαλισμού με ανθρώπινο
πρόσωπο». Οι μεταρρυθμίσεις επηρέασαν και τις οργανώσεις των πολιτικών
προσφύγων. Παράδειγμα η προσφυγική Επιτροπή των Αντιφασιστών Αγωνιστών,
επικεφαλής της οποίας ήταν ο Ανδρέας Τζήμας, ο γνωστός Σαμαρινιώτης του ΕΑΜ,
απέστειλε επιστολή στον Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ ζητώντας την αναγνώριση των
Ελλήνων προσφύγων με το καθεστώς της μειονότητας, καθώς και τη λήψη άλλων μέτρων
που θα βελτίωναν θεσμικά τη θέση των προσφύγων στην τσεχοσλοβάκικη κοινωνία. Η
πρωτοβουλία αυτή παρέμεινε χωρίς ανταπόκριση εκ μέρους των τσεχοσλοβακικών αρχών,
καθώς η προσοχή τους αναγκαστικά μετατοπίστηκε στις εξελίξεις που τον Αύγουστο
του 1968 οδήγησαν στη βίαιη καταστολή της Άνοιξης της Πράγας από τα στρατεύματα
του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Παραδόξως, για τις οργανώσεις του ΚΚΕ στην Τσεχοσλοβακία
και για τις προσφυγικές κοινότητες τα γεγονότα της Άνοιξης της Πράγας έπαιξαν
μάλλον δευτερεύοντα ρόλο, καθώς η προσοχή τους επικεντρώθηκε στις εξελίξεις που
δρομολόγησε η νέα διάσπαση του ΚΚΕ μετά την 12η Ολομέλεια της Κ.Ε., η οποία
έλαβε χώρα τον Φεβρουάριο του 1968 στη Βουδαπέστη. Όπως είναι γνωστό, κατά τη
διάρκεια της Ολομέλειας η φιλοσοβιετική ηγεσία του Κολιγιάννη καθαίρεσε με
οριακή πλειοψηφία τη λεγόμενη «αναθεωρητική ομάδα» του Δημήτρη Παρτσαλίδη. Γύρω
από τον Παρτσαλίδη συσπειρώνονταν τα μισά μέλη της κομματικής ηγεσίας στο
εξωτερικό και τα περισσότερα μέλη της κομματικής ηγεσίας που υπό καθεστώς
παρανομίας δούλευαν στο εσωτερικό της χώρας. Τα κομματικά στελέχη που τάχθηκαν
με τον Κολιγιάννη ευελπιστούσαν ότι θα επικρατούσαν και πάλι στις προσφυγικές
κοινότητες, χάρις στην εύνοια που τους παρείχαν οι σοβιετικές αρχές, όπως και
έγινε τελικά, με εξαίρεση την περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας.
Η κομματική οργάνωση του ΚΚΕ στην Τσεχοσλοβακία ήταν η
μοναδική που δεν ενέκρινε τα λεγόμενα «οργανωτικά μέτρα» της 12ης Ολομέλειας,
ούτε σε επίπεδο ηγεσίας ούτε σε επίπεδο βάσης. Από τα 2.100 μέλη του ΚΚΕ στην
Τσεχοσλοβακία το 70% καταδίκασε τα οργανωτικά μέτρα, ενώ σε επίπεδο κομματικής
ηγεσίας εναντίον της 12ης Ολομέλειας τάχθηκαν τα 39 από τα 47 μέλη της. Τα
κομματικά στελέχη της Τσεχοσλοβακίας απηύθυναν αρχικά εκκλήσεις για τη σύγκληση
νέου συνεδρίου του ΚΚΕ και για τον σχηματισμό ενιαίας κομματικής ηγεσίας. Στην
πορεία όμως πέρασαν με το μέρος της ομάδας του Παρτσαλίδη, τις θέσεις του
οποίου άρχισε να υποστηρίζει ανοιχτά και η εφημερίδα Αγωνιστής. Η εφημερίδα, τα κομματικά γραφεία και η υπόλοιπη
υλικοτεχνική υποδομή παρέμεινε στα χέρια των «παρτσαλιδικών» μέχρι τον Ιούνιο
του 1969, δηλαδή σχεδόν ένα χρόνο μετά την καταστολή της Άνοιξης της Πράγας. Η
ακόλουθη επικράτηση των φιλοσοβιετικών στην ηγεσία του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας
απέβη καθοριστική και για την έκβαση της διαμάχης κολιγιαννικών -
παρτσαλιδικών. Υπό την απειλή ποινικών κυρώσεων οι τελευταίοι υποχρεώθηκαν να
παραδώσουν τα γραφεία, την υλικοτεχνική υποδομή και τους κωδικούς των
τραπεζικών λογαριασμών. Ο Αγωνιστής
διέκοψε την έκδοσή του τον Ιούνιο του 1969 και ξανακυκλοφόρησε ένα χρόνο
αργότερα ως Λαϊκός Αγωνιστής.
Τους επόμενους μήνες στους «παρτσαλιδικούς» επιφυλάχτηκε
παρόμοια αντιμετώπιση με τα εκατοντάδες χιλιάδες μέλη του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας
που αρνήθηκαν να ευλογήσουν την εισβολή την Σοβιετικών. Πολλά από τα
«παρτσαλιδικά» στελέχη υπέπεσαν σε δυσμένεια, στους δασκάλους που τάχθηκαν με
το «Εσωτερικό» απαγορεύτηκε να διδάσκουν, αρκετοί πρόσφυγες στερήθηκαν των
κοινωνικών παροχών που μέχρι τότε ελάμβαναν. Σε διαχειριστή όλων των προνομίων
που στο εξής θα απολάμβαναν οι προσφυγικές κοινότητες αναγορεύτηκε η νέα
κολιγιαννική ηγεσία. Με λίγα λόγια, η επικύρωση της 12ης Ολομέλειας και κυρίως
η συνταύτιση με την εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων (την οποία η νέα
τσεχοσλοβάκικη ηγεσία χαρακτήριζε ως «παροχή διεθνιστικής βοήθειας») απέβη
καθοριστική για την περαιτέρω πορεία εκατοντάδων προσφυγικών οικογενειών. Η στάση
του κάθε πρόσφυγα στα δύο παραπάνω θέματα αποτελούσε κριτήριο για το εάν τα
παιδιά του θα εγγράφονταν στο Πανεπιστήμιο, για την απόκτηση του απαραίτητου
αποδεικτικού κοινωνικών φρονημάτων (βεβαίωση αστυνομικού
τμήματος ή εργοδότη για τη νομιμοφροσύνη του
αιτούντος), για την επαγγελματική του
εξέλιξη, ακόμα και για το εάν η οικογένεια θα πήγαινε σε λουτρά ή θα έπαιρνε
άδεια για επίσκεψη συγγενών σε άλλη λαϊκοδημοκρατική χώρα. Η νέα διάσπαση των
προσφυγικών κοινοτήτων εκφράστηκε και πάλι κάθετα, με διαχωρισμό γιορτών, επετείων,
μουσικών και χορευτικών συγκροτημάτων. Ο διχασμός παρέμεινε έντονος μέχρι τα
μέσα της δεκαετίας του ’80, οπότε και κορυφώθηκε η διαδικασία επαναπατρισμού
των προσφύγων.
Από το 1975 έως το 1985 επέστρεψαν στην Ελλάδα περίπου
10.000 πρόσφυγες, δηλαδή τα 3/4 του συνόλου των προσφύγων. Σήμερα στην Τσεχία
ζουν πάνω 4.000 Έλληνες, στην πλειονότητά τους απόγονοι των πρώην πολιτικών
προσφύγων. Οι Έλληνες της Τσεχίας είναι οργανωμένοι σε δέκα κοινότητες, οι
οποίες λειτουργούν στις περιοχές αρχικής εγκατάστασης των πρώην προσφύγων και
προσπαθούν μέχρι σήμερα να διατηρήσουν τη γλώσσα και την εθνική τους ταυτότητα.
Αποτελούν, μαζί με τον τουρισμό, τη σταθερότερη γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ
Ελλάδας και Τσεχίας.
Ο Κωνσταντίνος
Τσίβος είναι επίκουρος
καθηγητής στο
Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του
Πανεπιστημίου
του Καρόλου της Πράγας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου