Η «δραξ των ακαθάρτων τύπων»...
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΑΤΣΑΠΗ
Υπάρχει ένα τρόπον τινά παράδοξο με τον
γαλλικό Μάη του ’68: στην ουσία του «μύθου» του δεν είναι γαλλικός, δεν
εντοπίζεται χρονικά μόνο στον πέμπτο μήνα του annus mirabilis και σίγουρα «αδικείται»
αν μελετηθεί (αποκλειστικά) εντός του 1968. Επομένως, πρόκειται για ένα από
εκείνα τα, σπάνια στην κοινωνική ιστορία, φαινόμενα που, καθώς συνοψίζει μια
μακρά διεργασία που έχει προηγηθεί σε πολλά επίπεδα (όπως άλλωστε και ο άλλος
«μύθος» της εποχής, το Γούντστοκ) και έναν πρωτοφανή συγκρουσιακό κύκλο που
προοιωνίστηκε την έκρηξη στους δρόμους του Παρισιού, η κατανόησή του δεν είναι και
το πιο εύκολο εγχείρημα. Ως προς την ερμηνεία του Μάη θα λέγαμε ότι υπάρχουν
δύο μείζονες προσεγγίσεις. Η πρώτη, την οποία με αρκετά εισαγωγικά θα
χαρακτήριζα ως «αριστερή», τον βλέπει ως κατάληξη μιας κινηματικής διαδικασίας
που ξεκινάει (αυτονομημένη εν πολλοίς από τον πατερναλισμό της κομμουνιστικής κομματικής
ορθοδοξίας) αρκετά χρόνια πριν, συναρτάται και εμπλουτίζεται βέβαια με την
εμφάνιση της νεολαίας στο προσκήνιο, ενώ πυροδοτείται από μια σειρά γεγονότων
που εγγράφονται σε αυτό που κοινώς αποκαλούμε «συγκυρία»: τον πόλεμο του
Βιετνάμ, την απροσχημάτιστη εμπλοκή των ΗΠΑ στο εσωτερικό άλλων χωρών, την αποθέωση
του Ψυχρού Πολέμου, τον ιδεαλισμό που εκπέμπει ο αγώνας κατά της αποικιοκρατίας
και η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η δεύτερη προσέγγιση βάζει κι άλλες
ποιότητες στο κάδρο της ανάλυσης. Ποιότητες που σήμερα είναι λίγο δύσκολο να
ψηλαφίσει κανείς, όχι τόσο γιατί είναι δέσμιος της ιδεολογικοποίησης του
παρελθόντος όσο γιατί αφορούν εν πολλοίς άυλες πραγματικότητες που «αιωρούνται»
με τρόπο αθόρυβο αλλά καθοριστικό στην καθημερινότητα του ’60, τέμνοντας
πολλαπλώς και διαταξικά τις κοινωνίες του δυτικού κόσμου: η αισιοδοξία, λ.χ., αυτών
που επέζησαν της σφαγής του Μεγάλου Πολέμου, η πίστη (ακόμα, στα τέλη των
σίξτις) στη δυνατότητα της τεχνολογίας να αλλάξει προς το καλύτερο τον κόσμο, η
ακατανόητη για τους μεγαλύτερους αδιαφορία των νεαρών baby boomers απέναντι
σε όσα οι παλαιότερες γενιές (και όχι αδίκως) είχαν σε εκτίμηση: για όσους
είχαν τη μνήμη του Κραχ του ’29, της ανεργίας που ακολούθησε και του ολέθρου
της επόμενης δεκαετίας, η σταθερή εργασία, η ασφάλεια και οι λογικές της
«νοικοκυρεμένης ζωής» δεν ήταν βερμπαλισμοί άνευ νοήματος, ούτε μικροαστικές
«εμμονές». Για τους νέους όμως που γεννήθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου και
μεγάλωσαν στην ασφάλεια της πλήρους απασχόλησης, του κοινωνικού κράτους και της
ευμάρειας που έχτισαν οι σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, οι παραπάνω
προτεραιότητες ήταν απλώς οι ασφαλιστικές δικλίδες μιας ζωής τακτοποιημένης
μεν, απολύτως βαρετής ωστόσο, και θλιβερά προδιαγεγραμμένης. Το «χάσμα των γενεών», που εμφανίστηκε στη
δημόσια σφαίρα λίγα χρόνια πριν την έκρηξη του Μάη, αφορούσε ακριβώς αυτή τη
διάρρηξη της διαγενεακής συνέχειας που υπήρχε στην καθημερινή εμπειρία των
ανθρώπων στη δεδομένη συνθήκη της μεταπολεμικής περιόδου, εξέλιξη που δεν
θα πρέπει να υποτιμήσουμε καθόλου. Σε ένα πρώτο (και χρονικά) επίπεδο, η αποκοπή
των νέων από το συνεχές της «δοκιμασμένης ομαλότητας» και της «πειθαρχημένης
καθημερινότητας», που έως τότε επικρατούσε, αφορούσε χαριτωμένες εκδοχές της
δημόσιας παρουσίας τους, που απλώς εξόργιζαν τον κόσμο των ενηλίκων: το ντύσιμό
τους (στον αντίποδα του σοβαρού, καθωσπρέπει, κοστουμιού και της αναμφίβολα σεμνής
φούστας), τις μουσικές και χορευτικές τους προτιμήσεις, την εν γένει «ηθική»
τους που αποτιμούνταν από τους σχολιαστές ως επικίνδυνα «χαλαρή». Μια πιο
προσεκτική ανάγνωση, ωστόσο, έδειχνε ότι ο δρόμος αυτός ήταν περίπου βέβαιο ότι
επρόκειτο να οδηγήσει στην αυτονόμησή τους, στην ανάδυση δηλαδή της νεολαίας,
ως οι κοινωνικοί επιστήμονες τέρπονται να λένε, σε «αυτόνομο κοινωνικό
υποκείμενο». Αυτός ήταν ο σκληρός πυρήνας του «προβλήματος νεολαία», όρο που
προτείνω στην ομότιτλη μελέτη μου ως κεντρικό για την κατανόηση της νεανικής
ριζοσπαστικοποίησης του ’60 και όχι, όπως μια πρόχειρη και ολίγον ανόητη
ανάγνωση θα συμπέραινε, το «φλερτ» των νέων με τη ροκ μουσική ή ο συγχρωτισμός
τους σε πάρτι.
Η προσέγγιση που αδρομερώς περιέγραψα συχνά
αποτιμάται ως «συντηρητική», όχι γιατί είναι τέτοια αλλά γιατί η απομάκρυνση
από την ερμηνεία του συγκρουσιακού κύκλου των σίξτις, του οποίου ο Μάης υπήρξε αναμφίβολο
λογότυπο, απλώς ως επιτυχούς αποτελέσματος της «δουλειάς» των αριστερών
οργανώσεων τα χρόνια που προηγήθηκαν, φαίνεται να κινητοποιεί αμυντικά
ανακλαστικά. Αδίκως ωστόσο, καθώς η τοποθέτηση κεντρικά στο κάδρο παραμέτρων
που η πολιτική/κοινωνική ιστορία της περιόδου συχνά προσπερνά με βιασύνη ως
ασήμαντες (όπως οι γονεϊκές προσδοκίες, τα όρια της ψυχροπολεμικής ηθικής, η
καταθλιπτική για τους νέους καθημερινότητα την οποία ο Σαββόπουλος, τόσο μα
τόσο λιτά και εύστοχα, απέδωσε στο Φορτηγό
του [1966] με το τραγούδι «Τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο-δυο»), συμβάλλει στο
να ξεδιαλύνουμε το κουβάρι και να καταλάβουμε κάπως καλύτερα ποια υπήρξαν τα
ξερόχορτα της αποκαλούμενης από τους έκπληκτους δημοσιολόγους νεανικής «δυσφορίας»,
που άναψε η σπίθα.
Κοιτώντας εκ των υστέρων τις αναλύσεις
που στη συγκυρία του Μάη και λίγο μετά πραγματοποιήθηκαν από τους αναλυτές του δικτατορικού
καθεστώτος, θα έλεγα ότι αυτές φαντάζουν εντυπωσιακά εύστοχες, παρότι
οιοσδήποτε διανοητικά ισορροπημένος άνθρωπος διαφωνεί με το συμπέρασμα στο
οποίο καταλήγουν και το οποίο ο αναγνώστης δεν θα δυσκολευτεί να φανταστεί. Πέραν
του αφόρητου βερμπαλισμού τους, στον οποίον κεντρικό ρόλο είχε ο (παλαιάς,
εμφυλιοπολεμικής κοπής) αντικομμουνισμός, το καθεστώς της χούντας είχε την
οξύνοια να αντιληφθεί ότι η «δυσφορία» που χαρακτήριζε τους νέους στο σύνολο
του δυτικού κόσμου, και η οποία απογειώθηκε τον Μάιο του 1968, συναρτάτο όχι
τόσο με τον παλαιό (και γνωστό στους ίδιους) «κομμουνισμό» της συντεταγμένης
διαμαρτυρίας αλλά με ένα καινοφανές νεολαιίστικο σύμπαν το οποίο διαμορφώθηκε
στις ειδικές συνθήκες της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου.
Το φαινόμενο του «νέου αναρχισμού», όπως
οι ίδιοι κάπως αμήχανα το χαρακτήρισαν, αναλύθηκε με αρκετή δόση εμπάθειας και
με μια ηθικολογία που συναντάται κατά κόρον σε κατηχητικά σχολεία, ωστόσο στις
βασικές του γραμμές αναλύθηκε ορθά: το ξέσπασμα των νέων θεωρήθηκε αλληλένδετο
με την εμφάνιση τα προηγούμενα χρόνια μιας κουλτούρας «ηθικής παρακμής» και με
φαινόμενα (όπως ο αληθινός χιπισμός, ο τεντιμποϊσμός ή η μαζική εγκατάλειψη της
πατρικής στέγης) τα οποία αναγνωριζόταν πως ήταν μακριά από την ελληνική
κοινωνία και σίγουρα η Επαναστατική Κυβέρνησις θα φρόντιζε να παραμείνουν θλιβερά
ντοκουμέντα μιας «σήψης» που χαρακτήριζε μονάχα τον «διεφθαρμένο» δυτικό κόσμο
και όχι την ελληνική πραγματικότητα.
Η ερμηνεία αυτή, την οποία επιγραμματικά
παρέθεσα, συνιστά τον πυρήνα της πολιτικής του καθεστώτος όσον αφορά την
ελληνική νεολαία και συναντάται σε πλήθος διακηρύξεων στελεχών του (με πιο
γνωστή ίσως την θριαμβευτική απόφανση του Ιωάννη Λαδά, ύστερα από πετυχημένη επιχείρηση
ομαδικού κουρέματος «μαλλιάδων», ότι έπραξε τούτο «για να τους ξεριζώσει όχι τα
μαλλιά αλλά την νοοτροπία»), αλλά κυρίως σε σειρά άρθρων «πολιτικού
προβληματισμού» που καταπιάνονται με το ξέσπασμα του Μάη στο ημιεπίσημο
περιοδικό του καθεστώτος Θέσεις και Ιδέαι.
Στα άρθρα αυτά είναι εμφανής η συνειδητοποίηση του ότι μία λεπτή κόκκινη
(μεταφορικά και πραγματικά) γραμμή συνέδεε τις εξελίξεις που είχαν προηγηθεί
εντός της νεολαίας του δυτικού κόσμου από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και τον
ριζοσπαστισμό της νεολαίας που διαχύθηκε στους δρόμους του Παρισιού τις
ιστορικές μέρες του Μάη, με αποτέλεσμα τούτος να συνοδεύεται από μια σειρά
«παράδοξα», ασύμβατα με την προϊστορία του εγχώριου και διεθνούς κομμουνιστικού
κινήματος: οι πρωταγωνιστές της «αναστάτωσης» λ.χ. δεν ήταν προλεταριοποιημένοι-εξαθλιωμένοι
εργάτες αλλά μάλλον καλοζωισμένοι φοιτητές και επιστήμονες, η έκρηξη συνέβη σε
χώρες που χαρακτηρίζονταν αναμφίβολα από πρωτοφανή ευμάρεια, ενώ στη «δράκα των
ακαθάρτων τύπων», όπως τους χαρακτήριζε, όχι και πολύ ευγενικά, ο κοσμήτορας
της Φιλοσοφικής Σχολής Νικόλαος Τωμαδάκης, ο Τύπος επισήμαινε την παρουσία
χίπηδων, «άπλυτων» και άλλων «παρακμιακών τύπων». Το (μερικώς τουλάχιστον) επιτυχές
της ανάγνωσης του Μάη από το καθεστώς της 21ης Απριλίου δεν οφείλεται στη
διανοητική ευρωστία των συνεργαζόμενων αναλυτών της, οι οποίοι μάλλον δεν
διακρίνονταν για τους ανοικτούς ορίζοντές τους, όσο στο ότι η προσέγγισή του υπήρξε
ένα απολύτως αναμενόμενο αφήγημα, απότοκο του πολιτισμικού αντιδυτικισμού του καθεστώτος,
στη βάση του οποίου υπήρχε η θεμελιώδης και καθόλου περιθωριακή άποψη ότι ο
δυτικός κόσμος με τις καταστατικές αξίες και αρχές του (δημοκρατία, ανοχή,
ελευθερία, ισότητα κ.λπ.) συνιστούσε μια παρά φύσι εξέλιξη του χριστιανικού
πάλαι ποτέ «πειθαρχημένου κόσμου», αποτέλεσμα της απομάκρυνσης των κοινωνιών αυτών
από την επιρροή της Εκκλησίας. Πρόκειται για μια άποψη με πολύ βαθιές ρίζες
στην ιστορία, η οποία θα ηττηθεί ιδεολογικά το καλοκαίρι του 1974, όταν η
σύνολη ιδεολογία της εθνικοφροσύνης θα καταρρεύσει μαζί με το καθεστώς ως
χάρτινος πύργος, για να συντριβεί πολιτικά μόνο μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην
εξουσία τον Οκτώβριο του 1981.
Ο Κώστας Κατσάπης είναι ιστορικός, συγγραφέας
των βιβλίων Ήχοι και απόηχοι. Κοινωνική
ιστορία του ροκ εν ρολ φαινομένου στην Ελλάδα (1956-1967) και Το «πρόβλημα νεολαία». Μοντέρνοι νέοι, παράδοση
και αμφισβήτηση στη μεταπολεμική Ελλάδα (1964-1974). Από τις εκδόσεις Οκτώ
κυκλοφορεί εντός του Μαΐου 2018 σε επιστημονική επιμέλεια του ιδίου ο
συλλογικός τόμος: Οι απείθαρχοι. Κείμενα
για την ιστορία της νεανικής αναίδειας την μεταπολεμική περίοδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου