6/5/18

Το ’68 και η παγκοσμιοποίηση




ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ

Με όποιους όρους κι αν το προσεγγίσουμε, το ’68 ήταν μια κορυφαία στιγμή, που ακόμη και σήμερα είναι δύσκολο να κοιτάξουμε πίσω από τον πέπλο του μύθου που το καλύπτει, και όσων φαντασιακών προσδοκιών συνεχίζει να διεγείρει. Η νοσταλγία για μια εξέγερση, ή ακριβέστερα για ένα πλήθος εξεγέρσεων, στις σφαίρες του πολιτισμού και της πολιτικής διακατέχει πολλούς από τους πρωταγωνιστές (έστω κι αν σήμερα έχουν περάσει στην αντίπερα όχθη αυτού του ρεύματος), μα και επιγόνους της εποχής, ενώ οι συνέπειες αυτής της εξέγερσης διαπερνούν συνειδητά ή ασυνείδητα τις ζωές όλων μας. Αυτό γίνεται ορατό και στη σφαίρα των θεωρητικών προσεγγίσεων –η κουκουβάγια πετά αφού πέσει το σκοτάδι− της σύγχρονής μας πραγματικότητας, και συγκεκριμένα στη διαμάχη, που λίγο-πολύ εξακολουθεί να μαίνεται, γύρω από το μοντέρνο και το μεταμοντέρνο.
Είναι ζήτημα οπτικής γωνίας εάν το ’68 ήταν κίνημα εμπροσθοφυλακής ή οπισθοφυλακής. Τα κινήματα της σημαδιακής αυτής χρονιάς ξέσπασαν στις πιο «προηγμένες» χώρες του καπιταλισμού, και κατά βάση είχαν σαν φορέα το νεολαιίστικο κίνημα. Αυτό ασφαλώς το «κατά βάση», ο πυρήνας του εξεγερσιακού κινήματος, αφήνει πολλά ανοικτά μέτωπα: από το προηγούμενο των αλλαγών στο ύφος ζωής των πληβειακών νεολαιίστικων στρωμάτων (π.χ. ροκεντρόλ) ίσαμε τον ριζοσπαστισμό μερίδων της εργατικής τάξης (μα και αντίθεσής τους στο ’68), και κινημάτων όπως το γυναικείο ή εκείνο κατά των φυλετικών διακρίσεων. Το πανόραμα των διαφορετικών κινημάτων, δηλαδή ο πλουραλισμός των αξιών τοποθετημένων ισότιμα μέσα στον χώρο −στο εδώ και τώρα−, είναι ό,τι σήμερα αποκαλούμε μεταμοντερνισμό.

Ωστόσο, το «ένδυμα» αυτών των κινημάτων ήταν οι πρακτικές και οι θεωρίες των μοντέρνων πρωτοποριών, που τις ρίζες τους, ανάλογα με το πού θέτουμε τα ορόσημα, μπορούμε να τις ανιχνεύσουμε τουλάχιστον στις απαρχές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Πράγματι, στο σύνολο αυτών των κινημάτων εκδηλώθηκαν ιδέες και προτάγματα πολιτικών και καλλιτεχνικών πρωτοποριών του μοντερνισμού, άλλοτε με μια μίξη των δύο και άλλοτε με μια ακραία έκφρασή τους, ώστε τόσο η πολιτική μα και η τέχνη να χάνουν το ακριβές, παραδοσιακό περίγραμμά τους και να συμφύρονται. Έτσι, η κριτική του σοβιετικού μαρξισμού και σοσιαλισμού σε μια αντικαπιταλιστική βάση, από μορφές όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, αφού άνοιξε όλο το φάσμα των πιθανών ίσαμε τότε εναλλακτικών λύσεων, προχώρησε αναπόφευκτα και στην αμφισβήτηση των ίδιων των θεμελίων αυτού του προτάγματος: Αιτήματα όπως η πραγμάτωση της τέχνης στη ζωή ή συνθήματα όπως η φαντασία στην εξουσία, μπορούμε εύλογα να ισχυριστούμε ότι εξέφρασαν το πνεύμα της εποχής. Το Do it του Jerry Rubin, για παράδειγμα, ένα κλασικό πια κείμενο του πνεύματος αυτού, μαζί με μια πλειάδα άλλων, καλούσε σε μια αυτοπραγμάτωση εδώ και τώρα, ένοπλη ή ειρηνική, αιτημάτων που δύσκολα θα μπορούσαν να διαχωριστούν από την πολιτική ή καλλιτεχνική φαντασία.
Σ’ αυτή τη συνάφεια, η φαντασία και ο ηδονισμός έρχονται να επαναπροσδιορίσουν ή να υπερνικήσουν τον αστικό (ορθό) Λόγο και την ταυτότητα του κλασικού μοντέρνου υποκειμένου, προκαλώντας την αμήχανη ή μετριοπαθή αντίδραση των φορέων του και των δυνάμει προλεταριακών κληρονόμων του (σύμφωνα με τον Γκέοργκ Λούκατς), όπως τα παραδοσιακά κομμουνιστικά κόμματα. Εδώ η μεθερμηνεία της αλλοτρίωσης είναι αποφασιστική για την κατανόηση του ριζοσπαστισμού της εποχής: αντί μιας ενσυνείδητης υπέρβασης, με την αφομοίωση των «αστικών κατακτήσεων» στη σφαίρα του πολιτισμού εν γένει, τώρα η έννοια της αλλοτρίωσης δήλωνε τη διεύρυνση του εγώ, με την έκφραση και πραγμάτωση όσων ψυχικών στρωμάτων του υποκειμένου είχαν ίσαμε τότε απωθηθεί στον κόσμο του ασυνείδητου. Τώρα, τα όρια μεταξύ φυσιολογικού και τρέλας διαρρηγνύονται, κάτι που επισφραγίζεται από την αντιψυχιατρική των Λαινγκ και Κούπερ, και ο άνθρωπος, σύμφωνα με τη φουτουριστική έκφραση του Φελίξ Γκουαταρί, αποκαλύπτεται σαν μια «επιθυμητική μηχανή». Η αμφισβήτηση των θεσμικών ρόλων φθάνει, μέσω της σεξουαλικής επανάστασης, ίσαμε την αστική οικογένεια, υποχρεώνοντας τον Λακάν να αναφωνήσει «η γυναίκα δεν υπάρχει πια». Μα και υπέρμαχοι του Λόγου, όπως ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, θα αναθεωρήσουν τον διαλεκτικό υλισμό τους, ανατιμώντας την ηδονή σε σχέση τον Λόγο: ο Μονοδιάστατος άνθρωπος και ο Έρως και πολιτισμός γίνονται το μανιφέστο του αμερικανικού φοιτητικού κινήματος.
Αναντίρρητα, αυτές οι ανατροπές στη σφαίρα της κουλτούρας, ή αν θέλετε του «εποικοδομήματος», δεν ήσαν άμοιρες με ριζικές αλλαγές στη σφαίρα της «οικονομικής βάσης», που από τις αρχές του αιώνα εκδηλώθηκαν με τη σταδιακή ποσοτική μεγέθυνση των μεσοστρωμάτων και την αύξηση των απαιτήσεων για διανοητική εργασία, πράγμα που έδωσε στη διανόηση μια άνευ προηγουμένου βαρύτητα. Συνοδεύτηκε από το αίτημα για υλική ισότητα αντί της σκέτης νομικής, και χονδρικά καθόρισε τον ορίζοντα των πολιτικών προγραμμάτων, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον από τη σφαίρα της παραγωγής σ’ εκείνη της αναπαραγωγής, ή ορθότερα της κατανάλωσης. Υπ’ αυτήν την έννοια, επρόκειτο για μια ουσιαστική ρήξη με το αστικό πλαίσιο ζωής, για μια επανάσταση ενάντια στον αστισμό, στη μπουρζουαζία, για την οποία οι πολιτικές και πολιτιστικές πρωτοπορίες είχαν προϊδεάσει εδώ κι έναν αιώνα. Ωστόσο, κι εδώ βρίσκεται η ειδοποιός διαφορά, οι πρωτοπορίες του μοντερνισμού παρέμειναν πάντα κλειστές και κατά κάποιον τρόπο περιθωριακές στην εποχή τους. Τώρα, το δυναμικό που κουβαλούσαν έγινε κτήμα ευρύτερων μαζών, και χάρη στη δυναμική μέσων όπως η τηλεόραση διείσδυσε σε κάθε γωνιά του δυτικού κόσμου, ενοποιώντας την κουλτούρα ακόμη και των εσχατιών της. Όπως επισημαίνει ο Ντάνιελ Μπελ, μετά το ’68 μπορούμε πράγματι να πούμε ότι οι ΗΠΑ απέκτησαν για πρώτη φορά μια ενιαία εθνική κουλτούρα, κάτι που τηρουμένων των αναλογιών θα μπορούσε να ειπωθεί για πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ακόμα και −με μια ελαστικοποίηση των χρονικών περιθωρίων− για την Ελλάδα. Και κάνοντας ένα βήμα παραπέρα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα βασικά στοιχεία αυτής της κουλτούρας συγκρότησαν σε πολιτιστικό επίπεδο το πρώτο κύμα της παγκοσμιοποίησης.
Εάν αναφερθήκαμε περισσότερο στη σφαίρα της κουλτούρας ή του πολιτισμού, είναι γιατί εδώ βρίσκεται το χωνευτήρι όπου δημιουργούνται και καταστρέφονται οι σημασίες και τα νοήματα που συνέχουν έναν πολιτισμό, καθορίζουν την αξιακή του κλίμακα. Στη συνάφεια του ’68, οι πολιτικές και πολιτιστικές πρωτοπορίες εξάντλησαν το δυναμικό τους, χωρίς συνάμα να κατορθώσουν να δημιουργήσουν τίποτε το καινούργιο. Ακόμα και τα επεξεργασμένα φαντασιακά προγράμματα παρέμειναν στο επίπεδο ενός αιρετικού πειραματισμού, εάν αναλογιστούμε την περίπτωση του Σάμερχιλ ή των κοινοτήτων με πρόταγμα την επιστροφή στη φύση. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Mario Perniola, στην Κοινωνία των ομοιωμάτων, παρά τις διακηρύξεις για εργατικά συμβούλια, στην πράξη δεν δημιουργήθηκε κανένα εργατικό συμβούλιο, αλλά ομοιώματα αυτών των προταγμάτων. Ό,τι καθόρισε τότε και στη συνέχεια την κουλτούρα είναι η νιτσεϊκή μεταρσίωση (ή απαξίωση) όλων των αξιών, μια εκδοχή του νιτσεϊκού μηδενισμού που σχετικοποιεί όλα τα αξιακά συστήματα και ιεραρχίες, αφήνοντας ουσιαστικά ένα κενό νοήματος.
Η απελευθερωτική δύναμη της φαντασίας, σε συνδυασμό με τον ηδονισμό, αφομοιώθηκαν από την πολιτιστική βιομηχανία, σαρώνοντας το ιεραρχικά δομημένο αστικό σύστημα και δημιουργώντας ό,τι σήμερα αποκαλούμε μαζική (και όχι λαϊκή) κουλτούρα.
Η χειραφέτηση από την «τυραννία των αξιών», μολονότι ακόμη και σήμερα φαντάζει απελευθερωτική, άφησε ένα τεράστιο πολιτικό κενό, και στο έτερο και διόλου απελευθερωτικό κύμα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης φανερώθηκε σαν μια ουσιαστική αδυναμία να δοθούν μεστές νοήματος και πειστικές απαντήσεις. Σ’ αυτήν τη συγκυρία, ακολουθώντας τον αστερισμό του ’68, θα ήταν συνεπές με το πνεύμα του να θυμηθούμε τα λόγια του Πάρσιφαλ: το χέρι αυτό που άνοιξε την πληγή οφείλει και να τη γιατρέψει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: