Με «δείκτη» τον Αβραάμ Μπεναρόγια
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ, Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ, Εκδόσεις Πατάκη, σελ. 254
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ, Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ, Εκδόσεις Πατάκη, σελ. 254
Η αναζήτηση της αλήθειας κάτω από μια γερή στρώση “αληθείας” − ή επί το απλούστερον αναλήθειας. Ο ορθολογισμός της Αλίζας, η οποία έρχεται από το Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ στη Θεσσαλονίκη στα εικοσιεπτά της χρόνια, τίθεται στην υπηρεσία μιας κατά το δυνατόν ολοκληρωμένης διερμηνείας, ενός μάλλον γριφώδους, κατά τμήματα σκοτεινού, κατά τμήματα διφορούμενου, ως είθισται άλλωστε, παρελθόντος. Η υλοποίηση μιας ad hoc έρευνας για τον βίο και την πολιτεία του Αβραάμ Μπεναρόγια, όσο και η πιστοποίηση των όσων υπαινίσσονται τρεις φωτογραφίες του οικογενειακού της, άκρως δραματικού χωροχρόνου, συναποτελούν τα εμφανέστατα διηγητικά εφαλτήρια. Ο δε πολυμελής, πολυφωνικός, εκ προοιμίου βιωματικά πειστικός χορός του μυθιστορήματος είναι προ πολλού έτοιμος.
Πρόκειται για επωνύμους και ανωνύμους, απ’ ευθείας απογόνους του βιβλικού Δαβίδ. Είναι εν ολίγοις οι ακέραιοι πνευματικοί φορείς της ιερής Τορά, της πατροπαράδοτης δηλαδή Πεντατεύχου, οι «έως θανάτου δυσφημισμένοι, καταρρακωμένοι, συλημένοι, αναίτια μισημένοι», οι οποίοι «διέπλευσαν εκόντες άκοντες τη θάλασσα αφήνοντας πίσω τους παμπάλαιες αφηγήσεις, τραγούδια και παραμύθια, διπλοκλειδώνοντας τα ωραία μεγάλα νοικοκυρεμένα σπίτια τους με τα κλειδιά τους φυλαγμένα στις μακριές φαρδιές τους ρόμπες». Αν όντως, σύμφωνα με τον πασίγνωστο όμαιμό τους Ζίγκμουντ Φρόιντ, «ο άνθρωπος είναι πραγματικά μια δαρβίνεια παραλλαγή, καταδικασμένη να παράγει πολιτισμό, ένας 'λύκος' που πρέπει να ευχόμαστε να εξημερωθεί − και για να περισωθούν οι πολιτισμικές αξίες, ο λύκος πρέπει ν’ αφήσει την αυθεντικότητά του να γίνει απουσία και μνήμη, δηλαδή γλώσσα και συνείδηση», τότε η Αλίζα οφείλει να μάθει ουσίες, να αποτυπώσει άγος χωρίς προκαταλήψεις ή παρωπίδες, να γράψει εν τέλει τον εξ αντικειμένου Επικήδειο. Ή άλλως την αναμενόμενη Δόξα.
Έχει προφανώς κι αυτή αποστηθίσει, στο πλαίσιο των μη ευκαταφρόνητων σπουδών της, τη συναφή ρήση: «αν ψάχνεις να βρεις ένα νόημα στην Ιστορία, είναι σαν να κοιτάς τα σύννεφα. Στα σύννεφα βλέπεις σχήματα που μοιάζουν με λιοντάρια, με βουνά, με λίμνες, με θάλασσες. Είναι σχήματα αυθαίρετα, κατά τον ίδιο τρόπο που είναι αυθαίρετη και η Ιστορία. Βλέπω την Ιστορία σαν ένα μεγάλο όνειρο, που όμως δεν το ονειρεύεται κανείς. Είναι σαν όνειρο που ονειρεύεται τον εαυτό του. Ίσως όμως δεν έχει προορισμό». Η καταστατική αυτή επιφύλαξη του Άρτουρ Σοπενχάουερ ακυρώνει τα θέσφατα των ημερών. Η κριτική ακυρώνει το ψεύδος, τα συμφραζόμενα και τις λοιπές συνδηλώσεις του. Εξ ου και η εξόφθαλμη δυσπιστία της Αλίζας στα όσα κομίζει, προπαγανδίζει ή αποκρύπτει εσκεμμένα το σχετικό επίσημο αφήγημα.
Το ταξίδι της από τη γη των προφητών του έθνους της στη βόρεια Ελλάδα με τις πολυποίκιλες πολιτισμικές της επιστρώσεις συνιστά περιδιάβαση αυτογνωσίας. Πρόκειται για ένα ταξίδι ανασκευών και αποκαθηλώσεων. Οι δε αινιγματικές χρονολογίες, τις οποίες άφησε πίσω της ως χρησμολογικό καταπίστευμα η θεσσαλονικιά γιαγιά της, ονόματι Λούνα, δρουν ως αφετηρίες μιας εξαιρετικά διεξοδικής ανίχνευσης. Έτσι το παρελθόν διευρύνεται, ζωντανεύει, μετατρέπεται σε φρίκη. Η πόλη - νυφούλα του Θερμαϊκού δείχνει πλέον ως κενοτάφιο. Ό, τι έκρυβε με θρησκευτική ευλάβεια, επιτέλους βοά. Η Ιστορία διαβάζεται ως πορεία του Ηοmo /κτήνους προς τη μη-κάθαρση. Ο εφιάλτης ξέρει, μεταξύ άλλων, να φθέγγεται. Και μάλιστα εκκωφαντικά. Και αυτό που μένει στο τέλος πολλών σελίδων δεν είναι τίποτε άλλο παρά «ο πνιχτός ήχος που βγάζουν οι βαριές μπότες καθώς πέφτουν με δύναμη πάνω στο σκληρό χώμα, ο αποτρόπαιος ήχος των όπλων καθώς οπλίζονται και εκείνα τα σκληρά φωνήεντα που θα περάσουν στην ιστορία ως φωνήεντα θανάτου».
Η βίαιη απομάκρυνση δεκάδων χιλιάδων Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη, η προσφυγή ορισμένων εξ αυτών στα βουνά της αντίστασης, το Ολοκαύτωμα, οι επακόλουθες, συντονισμένες προσπάθειες αποσιώπησής του, οι βεβηλώσεις της δημόσιας και της ατομικής ταυτότητας των απογόνων του Μωυσέως, η ανενδοίαστη σύληση ακόμη και του νεκροταφείου τους, μάλιστα σε καιρούς μεταπολεμικού, μετεμφυλιακού εφησυχασμού: ο άνισος αγώνας τώρα του μετενσαρκωμένου Ιησού του Ναυή, οι εμβληματικές όψεις του δαιμονικού, οι προσωποποιημένες, μεταβιβλικές εκδοχές του αρχέγονου εκείνου Φόνου. Η Αλίζα ξέρει κατά βάθος, σπερματικά, κι απλώς επείγεται να επιβεβαιώσει στην κειμενική πράξη αυτό που γνωρίζει εξ ορισμού η εντατικά εποπτεύουσα Αφήγηση. Το ένστικτο προτίθεται να χαρτογραφήσει νέες πραγματικότητες. Περισσότερο πειστικές. Αυτές παρέχουν το μήλο της γνώσης σε μια στίλβουσα παραλλαγή του. Πεζή και πλήρη ταυτοχρόνως. Ότι δηλαδή ο Άλλος είναι κατά κανόνα ξένος, απόβλητος, αχρείος-αχρείαστος-άχρηστος
Κι ένας καθόλα πραγματιστικός, εν τω μεταξύ, δεσμός με το χώμα, όπως τον εννοεί φέρ’ ειπείν κατά σάρκα και κατά πνεύμα ο Ιακώβ Τζάκο, ο προπάππους της Αλίζα, προσδίδει στα πράγματα την κατ’ εξοχήν τραγική τους πλευρά: «δεν μπορούσε να φανταστεί έξω από τη Θεσσαλονίκη τη ζωή του, τη ζωή της οικογένειας του, τη ζωή των προγόνων του, αυτήν τη μακρά πατρογονική σειρά τη χαμένη στα βάθη πέντε αιώνων. Μια τεράστια δεξαμενή μνήμης, μέσα στην οποία αναπαύονταν δεκάδες εκατοντάδες κουκούλια, γεμάτα από πρόσωπα, ιστορίες, παραμύθια, τραγούδια, γεύσεις. Δεν έχανε την ευκαιρία να δηλώνει με περισσή περηφάνια ότι ήταν Σαλονικιός και αμέσως μετά Ευρωπαίος, και να νιώθει θαυμάσια σ’ αυτήν τη διττή ταυτότητά του». Άλλωστε «υφίσταται κάποια μορφή θεμελιώδους ευγνωμοσύνης για καθετί που είναι όπως είναι· για καθετί που έχει δοθεί και δεν έχει, ούτε και θα μπορούσε να έχει κατασκευαστεί· για τα πράγματα που είναι φύσει και όχι νόμω», όπως καταθέτει η Χάννα Άρεντ σε επιστολή της προς τον Γκέρσομ Σόλεμ, στις 24 Ιουλίου του 1963. (Βλ. Δύο επιστολές για τη ρηχότητα του κακού, εισαγωγή -μετάφραση-σημειώσεις: Παναγιώτης Τσιαμούρας, εκδόσεις Άγρα, 2017).
Ο Αβραάμ Μπεναρόγια, ο πρωτοπόρος των κοινωνικής χειραφέτησης, υφίσταται εδώ ως ο απαραίτητος και αναγκαίος δείκτης αναφορών. Ημιφασματικός, αληθοφανής, σκιάς όναρ, αλλά και χειροπιαστός, ως ακέραιο σύμβολο αγώνων, στοιχειώνει εκείνες τις παραγράφους του μυθιστορήματος, οι οποίες λειτουργούν ως οι απαραίτητοι πνεύμονές του. Το αίτημα της συμφιλίωσης των αντιπάλων μερών, σε συλλογικό ή και σε ατομικό επίπεδο επαναφέρεται: το μέλλον αξίζει ως ανάρρωση της μνήμης. Το οικογενειακό δράμα προτείνει εν τέλει αναδίπλωση, ανασύνταξη των ψυχοπνευματικών δυνάμεων. Ίσως το μέλλον να μοιάζει λιγότερο με το παρελθόν. Εκτός κι αν το Κακό είναι πράγματι ριζικό. Η Έλενα Χουζούρη μας δείχνει, με καλώς συγκερασμένους αφηγηματικούς τρόπους, τοπία συναρπαστικής αποκατάστασης ήθους.
Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου