13/5/18

Ρένα Παπασπύρου


«Προσπάθησα να αναδείξω τη δυνατότητα των υλικών να είναι φορείς οπτικών πληροφοριών»

Η Ρένα Παπασπύρου μπροστά στις Κλίμακες, φωτ.: Ελένη Λύρα


ΤΗΣ ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΜΠΑΡΚΑ

Το 1958, μαθήτρια τότε της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, αποκτά ένα κακέκτυπο αντίτυπο του τόμου «Peinture Moderne» (εκδ. Scira). Στη σελίδα 146 αντίκρυσε για πρώτη φορά το περίφημο Γυμνό που κατεβαίνει μια σκάλα, του Marcel Duchamp: «Δέχτηκα μια κεραυνοβόλα αντίδραση σχημάτων και χρωμάτων, που δεν την ξέχασα ποτέ». Το 2014, σε ένα ταξίδι αναψυχής στα Ζαγοροχώρια, η Ρένα Παπασπύρου ξεκινά μια σειρά σχεδίων ενός πέτρινου καλντεριμιού. Είχε μόλις βρει το θέμα για μια νέα ενότητα έργων, τη σκάλα.
Δώδεκα σκάλες ποικίλων διαστάσεων, παρουσιάζονται στη νέα ατομική της έκθεση,  με τίτλο «Κλίμακες», σε επιμέλεια του Χριστόφορου Μαρίνου στο Σπίτι της Κύπρου (Ξενοφώντος 2Α στο Σύνταγμα, έως 18/5).  Έργα μορφολογικά αμφίσημα, αφού συνδυάζουν γλυπτικά αλλά και ζωγραφικά στοιχεία. Την έκθεση συμπληρώνει μια εγκατάσταση που αποτελείται από εκατοντάδες φωτοτυπημένα γυναικεία πρόσωπα, τα οποία σχηματίζουν μια κεκλιμένη, ανάγλυφη επιφάνεια, καθώς κι ένα παλαιότερο έργο με τίτλο Εικόνα στην ύλη (1984-85).
«Είναι σκάλες που δεν μπορούν να χρησιμοποιοηθούν. Μια σκάλα στενή, ανάμεσα σε δύο τοίχους στον αρχαιολογικό χώρο της Σαντορίνης, μια σκάλα τόσο στενή που σχεδόν μοιάζει ψεύτικη στο ανάκτορο Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη, μια σκάλα αδέξια σχεδιασμένη, είτε από καλογεροπαίδι είτε από εντελώς ατάλαντο καλόγερο, σ’ ένα χειρόγραφο που άνοιξα τυχαία και στα κλεφτά στη βιβλιοθήκη της Μονής Πάτμου. Μια σκάλα στα Λιόσια, στο σεισμό του ’99, που γκρεμιζόταν σκαλί σκαλί καθώς την κατέβαιναν τρέχοντας μια γυναίκα με τον γιό της. Οι αναβαθμοί στο αρχαίο θέατρο Άργους που αναπτύσσονται πάνω στο πρανές του λόφου». Και φυσικά η σκάλα του σπιτιού της, «οι δικές μου φαντασιακές, αυθαίρετες και αδιάβατες διαδρομές». 

Οι «Κλίμακες» αυτές, όπως τις ονομάζει ο Χριστόφορος Μαρίνος, «ορίζουν και ορίζονται από την κίνηση του ανθρώπινου σώματος, το μέγεθός του, τις ανάγκες του και του καθορίζουν υποχρεωτικές διαδρομές στον χώρο. Μιλούν για κίνδυνο, βιασύνη, φυγή, καταστροφή αλλά και ανάταση και ουράνια ευδαιμονία».
-Στο έργο σας «ζωγραφίζετε» την ύλη και κυρίως τη φθορά, τη διάβρωσή της, τα ερείπιά της στο αστικό τοπίο. Την ώρα που άλλοι καλλιτέχνες της γενιάς σας δημιουργούν την ύλη, το αντικείμενο του έργου τους, εσείς συλλέγετε την διάλυσή της. Τι σας τράβηξε σ΄αυτή τη διαδικασία;
-Δεν ζωγράφισα ποτέ τη φθορά της ύλης του αστικού τοπίου. Αντίθετα, προσπάθησα να αναδείξω, αφού την εντόπισα, την δυνατότητα αυτών των υλών, να είναι φορείς οπτικών πληροφοριών. Αναφέρθηκα σ’ αυτές τις πληροφορίες αρχικά σαν «επεισόδια», δηλαδή μικρο-μορφολογικές καταστάσεις της επιφάνειας, που οφείλονται στη σύστασή της και σε εξωτερικούς παράγοντες, και εν συνεχεία σαν «εικόνες» στην ύλη, όταν τα παραπάνω δεδομένα της επιφάνειας συγκροτήθηκαν σε εικόνες, δηλαδή αναγνωρίσιμα σχήματα. Μελετώ την ιδιομορφία της επιφάνειας κάθε υλικού, πιστεύοντας ότι αποτελεί ένα μέρος από το τοπίο/περιβάλλον της πόλης.
Σε σχέση με τους καλλιτέχνες που αναφέρεστε, οι οποίοι δημιουργούν την ύλη με ζωγραφικά μέσα, η διαφορά στην αντίληψη είναι ριζική. Η προηγούμενη από μένα γενιά, πράγματι διαμόρφωσε επιφάνειες με ματιέρες τοίχων, αντικειμένων... Πολύ καλοί καλλιτέχνες όπως ο Κανιάρης και ο Σπυρόπουλος, που προέρχονται από την αφαίρεση ή το informel και διαχειρίζονται την επιφάνεια του τελάρου.  Στη δική μου περίπτωση, και πολλών άλλων καλλιτεχνών της γενιάς μου, η διαφορά είναι ριζική γιατί χειριστήκαμε τις ύλες του αστικού τοπίου όπως τις βρήκαμε. Χωρίς επέμβαση χωρίς επεξεργασία, και κυρίως χωρίς να τις κατασκευάσουμε.
-Και οι πειραματισμοί αυτοί μέχρι πού έφτασαν;
-Όσο το επέτρεπε το υλικό. Αφετηρία της δουλειάς μου ήταν μια σειρά μικρά σχέδια από το φυσικό. Σχεδίαζα βότσαλα διάτρητα, μελετώντας τις σχέσεις ανάμεσα στα κενά και στα πλήρη, καθώς και τις σκιές που έριχνε το φως όταν περνούσε μέσα από  τις τρύπες. Είχα εντυπωσιαστεί από το γεγονός το οποίο παρακολουθούσα κάθε νύχτα, πως όταν οι προβολείς ενός περαστικού αυτοκινήτου έπεφταν για λίγο μέσα στη σκοτεινή μου κάμαρα, ο γνωστός και οικείος χώρος μου μεταβαλλόταν παράδοξα, εξωπραγματικά, σχεδόν μεταφυσικά. Τα ρούχα μου πάνω στην καρέκλα, τα χαρτιά, οι εφημερίδες, η βιβλιοθήκη, η ξύλινη πόρτα, ο τοίχος, όλα άλλαζαν μορφή στιγμιαία αλλά παράδοξα, σε κάτι που δεν αναγνώριζα, αλλιώτικο, κάθε φορά διαφορετικό. Προσπάθησα να το αντιμετωπίσω: άρχισα να προβάλλω μέσα στο χώρο μου μεγάλες σκιές, τις οποίες μετακινούσα, παρατηρώντας τη νέα εικόνα που σχηματιζόταν.
Με αυτή τη διαδικασία ήρθα αντιμέτωπη για πρώτη φορά με το μείζον θέμα της αυτοτέλειας της επιφάνειας της ύλης. Έπρεπε να διατηρηθεί ο ιδιαίτερος μικρο-μορφολογικός χαρακτήρας τής κάθε επιφάνειας χωρίς αυτός να αλλοιωθεί. Έλυσα το θέμα χρησιμοποιώντας το μίνιμουμ μέσο, τη μύτη ενός μηχανικού μολυβιού. Ουσιαστικά όμως «ανακάλυψα» την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητα των στοιχείων κάθε επιφάνειας, τα οποία ονόμασα «επεισόδια», και είναι ο πυρήνας της δουλειάς μου.
Τα επεισόδια είναι οι μικροκαταστάσεις που δημιουργούνται σε κάθε επιφάνεια από τη χρήση, τη φθορά, τη φωτιά, την υγρασία, τα ίχνη των εργαλείων, βουρτσιές και πρόκες, τα graffiti, τα σωματικά αποτυπώματα, τα υπολείμματα παλαιότερων χρωμάτων. Έκανα επέμβαση με μολύβι στα σημεία όπου παρουσιαζόταν ένα ισχυρό «επεισόδιο», ή μια συγκέντρωση «επεισοδίων». Χρησιμοποίησα υλικές επιφάνειες προερχόμενες αποκλειστικά από τον αστικό χώρο − το τοπίο της πόλης. Δηλαδή τοίχους αποτοιχισμένους, κομμάτια ασφάλτου, ξύλο, λαμαρίνα, σίδερα, νάιλον, χαρτιά. Άρχισα να συγκεντρώνω δείγματα, φορείς διαφορετικών καταστάσεων πάνω στις επιφάνειες, με σκοπό να συγκροτήσω −όπως και έγινε− δειγματολόγια υλών, προερχόμενα από τους τόπους της πόλης, ιδιωτικούς (π.χ. σπίτια), ή δημόσιους (π.χ. δρόμους). Με αυτόν το σκοπό έγιναν και οι φωτοτυπίες των υλών το 1980-1981. Το υλικό ακουμπά απευθείας στην επιφάνεια του φωτοτυπικού μηχανήματος και επακολουθεί η φωτοτύπηση. Ήταν ένας άλλος τρόπος «οικειοποίησης» της υλικής επιφάνειας, μέσω της εικόνας της αυτή τη φορά. Και αυτός ο τρόπος αποδείκνυε ότι η επιφάνεια ήταν τόσο φορέας όσο και παραγωγός (περαιτέρω) εικόνων. Καθώς το αστικό τοπίο δημιουργείται, μεταβάλλεται και προσδιορίζεται από τον άνθρωπο, δύο κύρια μέρη του ανθρώπινου σώματος, το κεφάλι και το χέρι, ερευνώνται σαν ενεργά στοιχεία του αστικού τοπίου.
-Η εγκατάσταση, με τα εκατοντάδες φωτοτυπημένα γυναικεία κεφάλια, έχει σχεδιαστεί εξαντλητικά απο εσάς. Τα καλούπια της σκάλας του σπιτιού σας φέρουν το αποτύπωμά σας.
-Είμαι χειρώναξ καλλιτέχνης. Το βασικό μου concept, οι ύλες, είναι αλληλένδετο με τη χειρωναξία. Μπορεί να εξηγήσει ο ξυλουργός πώς πλανίζει τα ξύλα; Κι όμως, είναι φοβερά χρήσιμο μάθημα ασαμπλάζ... (σ.σ. ασαμπλάζ: ανάλογη με το κολάζ διαδικασία, σύμφωνα με την οποία το έργο τέχνης «συντίθεται» από ετερόκλητα τρισδιάστατα αντικείμενα).
-Πως θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας, είστε ζωγράφος;
-Είμαι εικαστική καλλιτέχνις. Ό,τι χρειάζεται το κάθε θέμα θα το κάνω. Κι αν δεν το ξέρω, θα το μάθω.
-Υπήρξατε η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια με δικό σας εργαστήριο στην ΑΣΚΤ. Έχετε ένα μεγάλο αριθμό σημαντικών μαθητών. Πώς θα αποτιμούσατε την πολύχρονη θητεία σας ως καθηγήτριας;
-Ήταν μια ανεπανάληπτη καθημερινή εμπειρία, ένα πολύ καλό δρομολόγιο μυαλού, γιατί έπρεπε να κάνεις τις αναγκαίες μετατοπίσεις από το ένα παιδί στο άλλο. Είχα την τύχη να έχω πολύ καλούς φοιτητές, κορίτσια και αγόρια. Τους χαίρομαι που τους βλέπω έτσι από μακριά. Η μόνη δυσκολία που αντιμετώπισα ήταν ότι δεν είχα σημείο αναφοράς. Αν τύχαινε κάτι κάπως δύσκολο ή το αντιμετώπιζα για πρώτη φορά, έλεγα “πώς θα το έκανε ο Μόραλης”;. Αυτό ήταν το μόνο που με μπέρδευε λίγο...
-Τι σας τράβηξε στην τέχνη; Θυμάστε τι σας καθόρισε ώστε να γίνετε καλλιτέχνις;
-Η πολυτιμότητά της... Ειδικά για ένα παιδί όπως ήμουν εγώ στην μετεμφυλιακή Ελλάδα. Σήμερα έχετε έναν υπέροχο πλούτο οπτικής πληροφορίας. Σε μας όμως τα πάντα ήταν ασπρόμαυρα και μικρά. Εβλεπα εικόνες ζωγραφικής στην εγκυκλοπαίδια του Πυρσού που είχε ο μπαμπάς μου. Την άνοιγα και έβλεπα την «Σχολή των Αθηνών» του Ραφαήλ μια σταλίτσα, τόση δα. Αυτό που με γοήτευσε ήταν ότι η τέχνη η ίδια ήταν κάτι πολύτιμο, υπέροχο και συγχρόνως πραγματικό, εφικτό. Και ήθελα λίγο απ’ αυτό... Δεν ξέρω πόσο πήρα...

Δεν υπάρχουν σχόλια: